Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
2779 Ἐπιχωρήϲαϲ: ϲυμπαθήϲαϲ, παραχωρήϲαϲ. ἐθέλω ϲοι τὰ δυνατὰ ἐπιχωρήϲαϲ, τοῦ μὴ τὸ πέρα ἐϲ ἀμφίλογον προάγειν τὰ Ῥωμαίων πράγματα ξύμβουλοϲ γενέϲθαι.
2780 Ἐπιχώρηϲιϲ, παραχώρηϲιϲ. Ἀρριανόϲ· ἴαϲιν δὲ τῶν παρόν [*](Ε) των ἐποίει τὴν τῆϲ ἀγνοίαϲ προϲποίηϲιν μᾶλλον ἢ τὴν ᾠϲ γινωϲκομένων ἐπιχώρηϲιν.
2781 πιχρῆϲθαι: τὸ πολλάκιϲ κεχρῆϲθαι παρὰ Θουκυδίδῃ.
2782Ἐπιψαύειν· δοτικῇ. ἐπιθιγγάνειν.
2783 Ἐπιψαύδην: ἐπίρρημα. ὅϲον ἐπιψαῦϲαι μόνον· ὡϲ καὶ τὸ ἐπιλίγδην.
2785 Ἐπλαϲτολόγει: ἐψεύδετο.
[*](2768 Ar. Eq. 814 c. sch. 2769 κέρδη sch. Ar. Vsp. 579; — μιϲθοὺϲ ═ Ba 233, 25 ἀνθ᾿ sq. Aelian. fr 90 2770 Alex. Aphr. 541, 10 —11 2771 cf. Ambr. 1715 2772 n Σa 2776 ἔγραφεν sq Arr. Parth. fr. 50 2774 ═ Ba. 233, 27 cf. sch. Thuc. 1, 118, 2 et v. Α 537 2775 Harp. 27a6 Tbdr. in Ps 90,12, PG 80, 16131b 2777 ═ Ba 233, 26, sch. Α 266 cf. Et Gen., Et. M. 367, 29 2770 ἐθέλω sq. Arr. Parth. fr. 94 2780 ἴαϲιν sq. Arr. An. 6, 25, 2 2781 sch. Thuc. 1, 41, 1 2782 δοτικῇ cf. Synt. Laur. et Gud. ἐπιθιγγάνειν ═ Ba 233, 29 cf. H v. ἐπιψαύϲῃ 2784 — ἐπικρίνων ═ Ba 233, 30 Ἐπιψηφίζων sq Harp. cf sch. Pl. Gorg. 473e 2785 1 ═ Ambr. 1691)[*](2768 cf. v. Α2737. Z S17 2769 cf. v. τὰ ἐπίχειρα. Z 817 2770—1 Z 849 2772 Z 818 2773 cf. v. Σιγγάροιϲ. Z 849 2774 Z 849 2775—6 Z 806 2770 Z 849 2780 Z 807 2781 Z 849 2783 ex r. Α 1009 cf v Ε 24416 2784 5 Z 840)[*](A(GITFVM))[*](2771 om. T, non nov. gl. F 8 δὲ om. Zon 12 τολμητέον Gl 14 Ἐπιχειροτονητέα GITVM 23 ἀνοίαϲ GIM 2783 om. TFV mg. M post 2785 A)2787 Ἐπλημμέληϲαν: ἠτάκτηϲαν, ἐρρᾳθύμηϲαν. πλημμελὲϲ γὰρ [*](Σ+x) τὸ ῥάθυμον καὶ ἀπαίδευτον. ἴνα ὑπὲρ ὢν ἐπλημμέληϲαν κακιῶν φθάνοντεϲ, ἐν τῷ δευτέρῳ προφανεῖ κινδύνῳ τε ἰϲωθῶϲι κολαϲθέντεϲ.
2788 Ἔπλην: ἐπληϲίαζον. ἔϲτι δὲ ῥῆμα πλῶ, τὸ πληϲιάζω, παράγωγον πλῆμι, ὁ δεύτεροϲ ἀόριϲτοϲ ἔπλην.
2789 πλινθεύθηϲαν: τὸ κατακλειϲθῆναι περὶ οἰκοδόμημα μόνον, [*](Σ) ὥϲτε ἔξοδον μὴ εἶναι καὶ οὕτω παντελεῖ ἀπορίᾳ ποτοῦ καὶ τροφῆϲ τεθνάναι πλινθευθῆναι λέγεται.
2790 Ἐπλωὶϲατο.
2791 Ἐπνειδεινόν: ὠργίζεο.
[*](Δ)2792 Ἐπόγδοον: τὸ δεδανειϲμένον, ὥϲτε τοῦ κεφαλαίου τὸ ὄγδοον [*](Harp.) μέροϲ λαβεῖν τὸν δανειϲτήν· οἷον τριώβολον τοῦ τετραδράχμου.
2793 Ἐποδήγει: ὡδήγει.
2794 Ἐπόθηϲεν: ἠβουλήθη, ἠθέληϲεν. ὁ δὲ Σκιπίων διὰ τῶν ϲὺν [*](Ε) ἑαυτῷ πεζῶν ἐπόθηϲε τὴν ἱππέαϲ ἀποφῆναι.
2795 Ἐποκέλλουϲιν: ἐπικαθίζουϲιν, ἐγγίζουϲιν.
[*](Σ)2796 Ἐπολιάρχει: τῆϲ πόλεωϲ ἦρχεν.
[*](Δ)2797 Ἐπολιόρκει.
[*]( Δ)2798 Ἐπολιόϲ: εἶδοϲ ὀρνέου νυκτερινοῦ.