Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2578 Ἐπίϲκηψιϲ: δίκη κατὰ τῶν ψευδομαρτυρηϲάντων.

[*](Σ)

2579 Ἐπιϲκήψω: ϲημειώϲομαι, ἐπιϲτήϲω τὸν νοῦν. Σοφοκλῆϲ· [*](Soph.) ὑμῖν τε κοινὴν τήνδ’ ἐπιϲκήπτω χάριν.

[*](Soph.)

2580 Ἐπίϲκιον· Σοφοκλῆϲ· ἄνακτα δ’ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίϲκιον χεῖρ ἀντέχονπα κρατόϲ, ὡϲ δεινοῦ τινοϲ φόβου φανέντοϲ οὐδ’ ἀναϲχετοῦ βλέπειν.

[*](Ε)

2581 Ἐπίϲκοπα: εὔϲτοχα. τὴν ἄφεϲιν τῶν βελῶν κατʼ ἴϲον βιαίαν [*](Ε) καὶ ἐπίϲκοπα ἰέναι. καὶ αὖθιϲ· οἱ Καρδοῦχοι ϲφενδονῆται ἄριϲτοι λίθοιϲ τε καὶ μολυβδίναιϲ ϲφαίραιϲ, ἃϲ ἐξακοντίζουϲιν ἐπίϲκοπα.

[*](Soph.)

2582 Ἐπίϲκοπον: ϲημαντικόν, ἔφορον, οὐχ ἡμαρτηκὸϲ τῆϲ ϲυμφορᾶϲ, ἀλλ’ ἐϲτοχαϲμένον. αὐδὴν γὰρ δοκῶ κλύειν βοῶνταϲ ἄτηϲ τῆϲδ’ ἐπίϲκοπο μέλοϲ.

[*](Soph.)

2583 Ἐπιϲκοπῶν: καθορῶν. τί μοί ποτ’, ὦ ξένων, ὧδ᾿ ἐπιϲκοπῶν ϲτέειϲ.

[*](2568 Harp. ═ Et. Gen., Et. M 364, 2 cf. An Ox. 2, 495, 7 2569 Ἐπιϲιτίζω ═ Ambr. 1754. ἀεί+ Ἐπιϲίτιϲιϲ ═ Ambr. 1459. αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. et Laur. 2570═ H v. ἐπιϲίτιοϲ cf. sch. Pl. Rep. 420 a, Ath. 6, 246 f 2572 πτύα sq. Agath. 5, 22 p. 326 2574 cf. Synt. Gud. et Laur. 2575 ═ Ambr. 1544 2576 Soph. Ai. 579. —80 2577 δοτικῇ cf. Synt. Laur. et Synt Gud. p. 590 ἐπιτιμᾶ ═ Ba 231, 32 cf. H τὸν—τετύχηκεν Proc. h a 6, 22 τὸ sq. ═ Synt. Gud. p. 590 2578 ═ Bk. 255, 27, sch. Pl. Leg 937 2579— νοῦν═ Ba 232, 1 cf. H ὑμῖν sq. Soph. Ai. 566 2580 Soph. oc 1650 2 2582 Soph. Ai. 975—6 c. sch.; ἔφορον cf. sch. Χ 205 2583 Soph. El. 1184 c. sch.)[*](2568 Z 814 cf. 804 2569 Z 842 2570 Z 704 et 842 2571 cf. 2548 2573 Z 842 2577 Z 844 2578 cf 2083. Z 804 2579 cf. v Α 4211 Z 842 2581 Z 814 ═ 856)[*](A(GITFVM))[*]( 3 ἀεί om. GITM αἰτιατικῇ om. FV Zon. 6 παιδαγπαϲτίᾳ GIFVM cf. 2548 7 τοῖϲ] ταῖϲ AF ποιοῖϲ coni. Bhd. 13 δοτικῇ om. FV 15 τὸ— αἰτιατικῇ ex GIM 19 ὀμμάτων AF: ὀνομάτων GIVM 22 et 23 Ἐπίϲκοπτα V ἴϲων A 24 μολιβδίναιϲ GIFVM 25 ἡμυαρτηκὼϲ V ἡμαρτικῶϲ A 26 τήδ· GITM)
379

2584 Ἐπίϲκοποϲ· οἱ παρʼ Ἀθηναίων εἰϲ τὰϲ ἐπηκόουϲ πόλειϲ ἐπιϲκέψαϲαι [*](Harp.) τὰ παρ᾿ ἑκάϲτοιϲ πεμπόμενοι ἐπίϲκοποι καὶ φύλακεϲ ἐκαλοῦντο· οὓϲ οἱ Λάκωνεϲ ἁρμοϲτὰϲ ἔλεγον.

2585 Ἐπίϲκοποι: ἐπόπται, κατάϲκοποι.

[*](Σ)

2586 Ἐπιϲκοπῶ ϲοι.

[*]( Δ)

2587 Ἐπιϲκοπῶ αἰτιατικῇ αἰτιατικῇ δέ. καὶ τόπουϲ, οὓϲ οὐκ ἐπιϲκοπεῖ κιύριοϲ.

[*]( Synt)

2588 Ἐπιϲκότηϲιϲ.

2589 Ἐπιϲκοτῶ. καὶ Ἐπιϲκοτεῖν· δοτικῇ. τὸ ἐπικεῖϲθαί τινι [*](Δ) καὶ ἐπιτειχίζειν τὸ φῶϲ.

2590 Ἐπιϲκύζονται: ὀργίζονται.

[*](Σ)

2591 Ἐπιϲκύνιον: τὸ ἐπικείμενον ταῖϲ ὀφρύϲι δέρμα. γυμνώϲαντα [*](Σ) βίου παντὸϲ ἐπιϲκύνιον.

2592 Ἐπιϲμῇ: ἐπιχρίει, ἐπιξύει. ϲμῆξαι δέ ἐϲτι τὸ τὸν ῥύπον ἀποξύϲαι. [*](Ar.) οἱ δὲ μεταφορικῶϲ ἀπὸ τοῦ ϲμήχειν, οἷον ἐπιτρίβειν, ϲφοδρὰν γάρ τινα τρίψιν καὶ τὴν ϲμῆξιν εἶναι. τάχα δὲ καὶ τὴν ϲμώδιγγα εἰρῆϲθαι ἀπὸ τούτου. οἱ δὲ ἐξ ἔθουϲ γλωϲϲηματικὴν εἶναι τὴν λέξιν καὶ μὴ εἶναι ἐπιτρίβειν, ἀλλὰ τύπτειν· ϲκώπτειν τὸ ϲμώχειν. ἔϲτι δὲ λοιδορία· ἀπὸ τοῦ καθάπτεϲθαι τῶν ϲμωμένων. Ἀριϲτοφάνηϲ· τί γὰρ οὗτοϲ ἡμᾶϲ οὐκ ἐπιϲμῇ τῶν κακῶν.

2593 Ἐπίϲϲωτρα: οἱ κανθοί. τὰ ἐπάνω τῶν τροχῶν ϲίδηρα.

[*](Σ Δ)

2594 πιϲπαϲάμενοϲ: ἐφελκύϲαϲ. ὁ δὲ ἐπιϲπαϲάμενοϲ τῆϲ κόμηϲ [*](Ε) τοῦτον κτείνειν ἔμελλεν.

2595 πιϲπαϲτῆρεϲ: τῶν θυρῶν τὰ προϲηλωμένα ϲιδήρια, διʼ ὧν [*](Σ) ἀνακλίνεται καὶ ἐπιτίθεται ἡ πύλη.

2596 Ἐπιϲπαϲτήρων: τῶν τῆϲ θύραϲ κρατημάτων. εὑρὼν προϲκειμέαϲ [*](Ε) τὰϲ θύραϲ καὶ λαβόμενοϲ τῶν ἐπιϲπαϲτήρων ἀπρὶξ εἴχετο, καρτερῶϲ τε καὶ ἐγκρατῶϲ.

2597 Ἐπιϲπέγρχει: κατεπείγει.

[*](Σ)