Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2258 πιγαμβρεία.

[*](Δ)

2259 Ἐπιγάννυται· δοτικῇ. ἐπιχαίρει.

[*]( Σ)

2260 Ἐπιγαυρωθείϲ: ἀνδρωθείϲ, θραϲυνθείϲ. Ξενορῶν· δ μὲν [*](Ε) δὴ ταῦτα ἀκούϲαϲ καὶ ἐπιγαυρωθεὶϲ τῇ ἐντολῇ τοῦ Κύρου ἐπορεύετο

2261 Ἐπιγενήματα: τὰ ἐξ ὑϲτέρου τοῖϲ τραύμαϲιν ἀναφυόμενα. Πολύβιοϲ· δεῖ τοὺϲ ὀρθῶϲ βουλευομένουϲ περὶ τοῦ πολέμου, καθάπερ [*](Ε) καὶ τοὺϲ ἐν ταῖϲ ἀρρωϲτίαιϲ, μηδὲν ἦττον τῶν ἐπιγενημάτων ποιεῖϲθαι λόγον, ἢ τῶν ἐξ ἀρχῆϲ ὑποκειμένων παθῶν.

2262 Ἐπιγένηϲ, κωμικόϲ. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐϲτιν Ἡρωΐνη καὶ [*](Hesy.?) Μνημάτιον καὶ Βακχεία, ὡϲ Ἀθήναιοϲ λέγει ἐν τοῖϲ Δειπνοϲοφιϲταῖϲ.

2263 Ἐπιγένηϲ: ὄνομα κύριον. ἐπειδὴ τοίνυν Ἐπιγένηϲ ἀϲθενὴϲ [*](Δ) τριηραρχεῖν ἠναγκάζετο, ἀνάργυροϲ ὤν καὶ τῆϲ γῆϲ τῶν πολεμίων [*](Rhet.) κρατούτων.

[*](2252 Soph Ai 1386 c. sch. 2258 ═ Synt. Laur. et Gud. 2254 Harp. ═ Et. Gen., Et. M 358, 11 2255 ═ Paroem. cd. Gsf. 36, n. 355 cf. Lucian. Toxar. 48 2256 ἐπιβύϲαντεϲ μετοχετεύουϲι Proc Bell. 4, 19, 13 2257 Ar. Pl. 379 c. scb.; δ 134 2258 ═ Ambr. 1485 2250 δοτικῇ cf. Synt. Gud. et Laur ἐπιχαίρει ═ Ba 228, 34 cf H 2260 ὁ sq. Χen Cyr. 2, 4, 30 2261 δεῖ sq. Polyb. fr. 41 2262 cf. Ath 11, 474a, 480a, 498e 2263 ἐπειδὴ sq. Lys fr. 93)[*](2252 Z 791 2255 Z 800 2256 Z 836. Proc. cf. v. ῤμωχμόϲ 2260 Z 836 2261 Z 809 2263 cf. v. A 2043)[*](4. 5 Πανδώγρᾳ ed pr.; Πανδόρᾳ omnes 6 ἐτελεῖτο] ἐκαλεῖτο F cf. vs. 5 A(GITFVM) 15 ῥοχμοὺϲ GIM 16 ἔχον A 17 ἀϲκητοῖϲ A 18 βεβυϲμένον ed. pr.: βεβυϲμένου V cp. rell. 24 Ἐπιγεννήματα Kust ; item 25)
352
[*](Δ)

2264 Ἐπίγειοϲ: ὁ γήινοϲ.

[*](Δ)

2265 Ἐπιγηθεῖ: χαίρει.

[*](Ar.)

2266 Ἐπιγλωττήϲομαι: φλυαρήϲω, βλαϲφημήϲω. περὶ τῶν Ἀθηναίων γὰρ οὐκ ἐπιγλωττήϲομαι.

[*](Harp.)

2267 Ἐπιγνώμοναϲ: ἀντὶ τοῦ ἐπιϲκόπουϲ. καὶ Ἐπιγραφέαϲ, τοὺϲ καθεϲτηκόταϲ ἐπὶ τοῦ γράφειν ἑκάϲτῳ, ὅϲον εἰϲφέρειν ὀφείλουϲιν εἰϲ τὸ δημόϲιον.

[*](Ar.)

2268 Ἐπίγονοϲ: ὄνομα κύριον. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐπιβλέψαϲ ἐκεῖϲε γυναῖκαϲ ψόμην λέγειν. οὗτοϲ ἐκωμῳδεῖτο ὡϲ μαλακὸϲ καὶ ὡϲ μετὰ γυναικῶν ἀεὶ εὑριϲκόμενοϲ.

[*](Σ)

2269 Ἐπιγουνίδα: τὸ πρὸ τοῦ γόνατοϲ ἄνω ϲαρκῶδεϲ τοῦ μηροῦ. ἔνιοι δὲ τὴν ἐπωμίδα.

[*](Σ)

2270 Ἐπίγραμμα: πάντα τὰ ἐπιγραφόμενά τιϲι, κἂν μὴ ἐν μέτροιϲ εἰρημένα, ἐπιγράμματα λέγεται.

[*](Σ)

2271 Ἐπιγραφεῖϲ· ὁπότε δεήϲειεν ἀργύριον εἰϲφέρειν εἰϲ τὸ δημόϲιον τοὺϲ ἀϲτοὺϲ ἢ τοὺϲ μετοίκουϲ, οἱ ταῦτα διαγράφοντεϲ ἐπιγραφεῖϲ ἐκαλοῦντο.

2272 Ἐπιγραφομένῳ: ἰδιοποιουμένῳ, οἰκειουμένῳ. εἰ καὶ δόξαν ἔμελλε φέρειν τὰ ὑπʼ ἄλλων εὑρημένα ἐπιγραφομένῳ.

[*](Ε)

2273 Ἐπιγράφων· δοτικῇ. ἀντὶ τοῦ βεβαιῶν, διϊϲχυριζόμενοϲ. ὑ δὲ Ψευδοφίλιπποϲ ἐπέγραφεν ἑαυτῷ Φίλιππον τὸν Μακεδόνα· ἀντὶ τοῦ ἡγηϲάμενον.

[*](Σ)

2274 Ἐπιγράψαϲι ἐπιξέϲαϲ.

[*](Harp.)

2275 Ἐπίγυον· τὰ πρυμνήϲια ἐπίγυα ἔλεγον.

[*](x + Ε)

2276 Ἐπιγύοιϲ: τοῖϲ ἀπὸ γῆϲ. τὰ δὲ πλεῖϲτα καὶ τοῖϲ ἐκ τῆϲ γῆϲ ἐπιγύοιϲ προϲέλαβον εἰϲ τὸ ζεῦγμα. καὶ αὖθιϲ· τὴν δ’ ἀπὸ τοῦ ῥεύματοϲ πλευρὰν ἠϲφαλίζοντο τοῖϲ ἀπὸ γῆϲ ἐπιγύοιϲ.

[*](Suid.)

2277 Ἐπίδαμνοϲ· ὅτι ἡ πόλιϲ τὸ νῦν Δυρράχιον Ἐπίδαμνοϲ τὸ πάλαι ἐλέγετο.