Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2198 Ἐπηρᾶτο: ἐπηύχετο.

[*](Σ)

2199 Ἐπήρατον: ἐπέραϲτον, ποθεινόν.

[*](Σ)

2200 Ἐπηρεάϲαι: βλάψαι.

[*](Δ)

2201 Ἐπῇρεν: ἀντὶ τοῦ ἀνέπειϲεν, ἠρέθιϲεν. ὁ τοίνυν ἔρωϲ [*](Σ) ϲυμπνεύϲαϲ καὶ κατὰ τοῦ τυράννου Φαλάριδοϲ ἐπῇρεν αὐτούϲ. καὶ [*](Ε) αὖθιϲ· τοῦτον ἰάϲατο, καὶ κωμῳδίαιϲ διδάϲκειν αὖθιϲ ἐπῇρεν.

2202 Ἐπῆρεϲ: παρεϲκευαϲμένον, ἕτοιμον. τὸ δὲ πλοῖον ἐπῆρεϲ ἦν, [*](Ε) εἰϲ ὃ τὴν ἄνθρωπον ἐμβάλλουϲι, καὶ ἀποπλεῖ.

2203 Ἐπηρεάζω· αἰτιατικῇ. δοτικῇ δέ· οἳ τοῖϲ ἑαυτῶν κακοῖϲ βοηθοῦϲιν, ἐξ [*](Synt.) ὧν ἄλλοιϲ ἐπηρεάζουϲι.

2204 Ἐπήρετο: ἠρώτα.

[*](Δ)

2205 Ἐπηρεφέεϲ. Ἐπηρεφεῖϲ, ἐπὶ τὰ κάτω ἐϲτραμμένοι, [*](Δ Σ) κατωφερεῖϲ.

2206 Ἐπήρεια: βλάβη. Θουκυδίδηϲ· τούϲ τε φεύγονταϲ ἐκέλευον [*](Δ) κατʼ ἐπήρειαν δέχεϲθαι αὐτούϲ. καὶ αὖθιϲ· καὶ παρήγγειλε παραφυλάϲϲεινν, [*](Ε) μὴ ἄρα πού τιϲ ἀπὸ τῆϲ ἄλληϲ ϲτρατιᾶϲ ἐνὼν ἐπηρεάζοι [*](Ε) αὐτοῖϲ. ἀντὶ τοῦ βλάπτοι. καὶ αὖθιϲ· ὥϲτε ἡ ἐϲ ταῦτα ἐπήρεια εἰκότωϲ ἂν ἀδίκημα μέγα εἰϲ τοὺϲ ἀνθρώπουϲ τοῦ παντὸϲ αἰῶνοϲ δόξειε εἶναι. κυρίωϲ δὲ Ἐπήρεια, ἡ τοῦ πολέμου καταδρομή. [*](Ecl.?) ἐκ τοῦ Ἄρηϲ, Ἄρεωϲ.

2207 Ἐπήρκεϲεν: ἐβοήθηϲεν. ταῦτα ξυνεχῶϲ ἀγγελλόμενα τῷ [*](Σ) [*](2103 Ar Av. 629 c. sch. 2194 ═ Ambr. 1618 cf. H, sch. Σ 502 2195 cf. Tim. v. ἐπάραϲ 2196 ἐπηράϲαντο alt. sq. Maxim. Tyr. 6, 6, 17 (p. 73, 7 ed. Ho- bein); Aeliano attribuit Kuehn cf. fr. 10, vs. 28 2197 sch. Ar. Nu. 1457 2198 ═ Ba 228, 20 cf. Ambr 1593 ═ 1646 2199 ═ Ba 228, 23 cf H, sch. Σ 512 Ambr. 1360 et 1444, Et M, 357, 11 2200 cf. Ambr. 1554 2201 — ἀνέπειϲεν ═ H cf sch Ar. Nu. 42, sch Soph OT 1328 ὁ —αὐτούϲ Aelian. fr 202 τοῦτον sq. Aelian. fr. 99 2202 τὸ sq. fort. lambi. 2203 — δοτικῇ cf. Synt. Gud. p. 590; αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur.; δοτικῇ ═ Bk. 137, 29 2204 ═ Ambr. 1693 cf H 2205 Ἐπηρεφεῖϲ sq. ═ Ba 228, 24 2206 — βλάβη cf sch. Thuc 1, 26, 3; l. ═ Ambr. 1493 vs. 21 τούϲ —22 αὐτούϲ Thuc. 1, 26, 3 κυρίωϲ sq. cf. An. Ox. 2, 366, 13 ex quo Et. M. 357, 8 2207 — ἐβοήθηϲεν Ba 228, 25, H, Ap. S. 71, 31 cf. sch. B 873 ταῦτα— p. 348, 2 ἐποίει fort. Arr. Parth. p. 13 R.) [*](2193 —4 Z 834 2195 cf. 1977, 2197, 2201 2106 cf. 3584 2197 cf. 1977 2195, 2201 2201 cf. 1977, 2195, 2197. Aelian. fr. 99 cf. v. Θ 171 2202 Z 809 2204 cf. 2075 2205 Z 789 2206 Z 799, sch. Dem. 18, 12 2207 Dam. cf v. Α 1398) [*](B ἐπεύχετο A 9 Ἐπήραϲτον GITM cf. Ambr. 1360 13 κωμῳδίαιϲ A(GITFVM) v. Θ 171; cp. omnes κωμῳδίαν ed. pr. 2203 om. ATFV 22, 23 φυλάϲϲειν A 23 ϲτρατιᾶϲ Bhd.; ϲτρατείαϲ GΙ cp. rell. 24 βλάπτει FΜan 28 ϲυνεχῶϲ AF)

348
[*](Ε) Ἀντωνίῳ αὐτόν τε ἐπήρκει εἰϲ τὴν ἀποχώρηϲιν καὶ τοὺϲ ϲτρατιώταϲ μαλακωτέρουϲ ἐποίει. καὶ αὖθιϲ· τὰ δὲ ἄλλα τοῖϲ φιλοϲόφοιϲ ἐπήρκουν.

[*](Ε)

2208 Ἐπηρμένοι: πρόχειροι, εὐτρεπεῖϲ. Θουκυδίδηϲ· οἱ οὖν Ἕλλη ἐπηρμένοι ἦϲαν διὰ τὴν τῶν Ἀθηναίων κακοπραγίαν, οὐκ ἀπὸϲτατέο τοῦ πολέμου εἴη.

[*](Δ)

2209 Ἐπηρώθηϲαν: ἐϲκοτίϲθηϲαν, ἐτυφλώθηϲαν.

[*](Σ)

2210 Ἐπηρτημένην: ἐπικειμένην.

[*](Ε)

2211 Ἐπήρτηϲεν: ἐπέθηκεν, ἐπέφερεν. ὁ δὲ τὰϲ ὁδοὺϲ διαλαβὼν οὐ μικρὸν φόβον ἐπήρτηϲε τοῖϲ ἐν τῇ πόλει.

[*](Σ)

2212 Ἐπηϲθέντεϲ: ἐπιχαρέντεϲ.

[*](Δ)

2213 Ἐπήϲθετο· γενικῇ. ἔγνω.

[*](Δ)

2214 Ἐπήϲθη: ἐλαλήθη.

[*](Δ)

2215 Ἐπήϲπαιρεν: ἐψυχορράγει.

[*](Δ)

2216 Ἐπητεία: ἡ ἐπέλευϲιϲ.

[*](Δ)

2217 Ἐπήτηϲ: ὁ λόγιοϲ καὶ ϲυνετόϲ.