Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1041 Ἐμπολήϲωμεν: ἐμπορευϲώμεθα, ϲυνάξωμεν, πωλήϲαντεϲ τὸν καρπόν.

[*](1022 vs. 5 ἐπεὶ sq. Dam. fr. 109; Pl. Gorg. 459 b 1033 κτείνειν Hdt. 1, 80, 3 προχείρουϲ cf ad 1032 1034 — ἐκολάϲατε Harp. ═ Et. Gen., Et. M. 336, 36; Antiph. fr. 3 vs. 14 ἐμποδὼν sq. Ar. Pac. 315 c. sch. 1035 ═ Σa, H (in Ar Pac. 448) 1036 sch. Ar. Ach. 816 et Pl. 1155 1037 Tim. cf. H 1033 ═ Et. Gen., Et. M, 336, 24 cf. Ammon. 69 1039 Ar. Pac. 367 8 c sch.; — κέρδοϲ cf Ba 218, 25, H, Moer. 196, 30 1040 Ἐμπόλημα Ambr. 801. Ἐμπολήϲαντεϲ Ar. Pac. 563 cf. H, Ambr. 852 1041 Σα, af. Ba 218, 24, sch. Luc. 52, 7)[*](1033 Dam. cf. v. Παμπρέπιοϲ 1036 binc v. πράγματ ἐξ ἀπραξίαϲ extr. Z 698 1037 Z 704 1038 binc 589 extr., Z 710 1039 —40 Z 701 et 704 1041 Z 710)[*](GVM(ITF))[*](4 πρωίζινον Et Gen. Σα Ba Sabb 3 β΄ ] τῷ β΄ F Σa 5 ἐπεὶ—8 δημοϲίων nihil facere ad l. perspexit Κust. 6 ὑπάρχων M 8 Κωνϲταντίνου l, 14 Παμπρέπιοϲ: Κωνϲταντίαϲ V cp. GFM 12 προχείρωϲ V cf. p 261,27 14 ἐμποδὼν] nov gl. F 16. 17 ἀπαγορεύϲω μή εἰϲιέναι Gl 18 Ἐμπολεὶ F 1041 in c. rursus T)
263

1042 Ἔμπολιν: ἐν τῇ αὐτῇ πόλει ὄντα. ἄνδρα, ϲοὶ μὲν ἔμπολιν [*](Soph.) οὐκ ὄντα, ϲυγγενῆ δέ.

1043 Ἐμπομπεύων: πομπεύων: ἐπιφαίνων, θριαμβεύων.

[*](Σ)

1044 Ἐμ πόριον.

[*](Δ)

1045 Ἔμποροϲ: ὁ πραγματευτικὸϲ ἄνθρωποϲ· κυρίωϲ δὲ ὁ πλέων [*](Ar.) θάλαϲϲαν. παρὰ τὸ πόροϲʼ πόροϲ δὲ κυρίωϲ ἐπὶ ὑγρῶν λέγεται. καὶ εὔποροϲ, ὁ ἔχων ἀεὶ τὸν ἐπιρρέοντα πλοῦτον, ἐκ μεταφορᾶϲ τοῦ ὑδατικοῦ πόρου.

1046 Ἔμποροϲ: ὁ ναύλου πλέων ἐπ’ ἀλλοτρίαϲ νεώϲ, ἢ πραγματευτήϲ. [*](Σ) τευτήϲ.

1047 Ἔμπορόϲ εἰμι ϲκηπτόμενοϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ. ἐπὶ τῶν προφαϲιζομένων [*](Ar) ψευδῆ διὰ δειλίαν. εἰϲάγεται γάρ τιϲ λέγων, ὅτι ὅτε πέμπομαι εἰϲ πόλεμον, ϲκήπτομαι ἔμποροϲ εἶναι· ὡϲ τῶν ἐμπόρων μὴ ἐξιόντων ἐπὶ τὰϲ ϲτρατείαϲ διὰ τὸ εὔχρηϲτον τὰ πρὸϲ τροφὴν φέρονταϲ.

1048 Ἔμπορπῶ: τὸ ϲυμβάλλω. καὶ Ἐμπορποῦϲθαι, τὸ ϲυμβάλλεϲθαι.

[*](Δ)

1049 Ἔμπουϲα: φάνταϲμα δαιμονιῶδεϲ ὑπὸ τῆϲ Ἑκάτηϲ ἐπιπεμπόμενον [*](Ar + Harp.) καὶ φαινόμενον τοῖϲ δυϲτυχοῦϲιν. ὅ δοκεῖ πολλὰϲ μορφὰϲ [*](Σ) ἀλλάϲϲειν. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ. Ἔμπουϲα δὲ παρὰ τὸ ἐνὶ ποδίζειν, ἤγουν τοῦ τὸν ἕτερον πόδα χαλκοῦν ἔχειν. ἢ ὅτι ἀπὸ ϲκοτεινῶν τόπων ἐφαίνετο τοῖϲ μυουμένοιϲ. ἐκαλεῖτο δὲ αὕτη καὶ Οίνοπώλη. οἱ δέ, ὅτι ἐξηλλάττετο τὴν μορφήν. δοκεῖ δὲ καὶ ταῖϲ μεϲημβρίαιϲ Ar φαντάζεϲθαι, ὅταν τοῖϲ κατοιχομένοιϲ ἐναγίζωϲιν. ἔνιοι δὲ τὴν αὐτὴν τῇ Ἑκάτη. Ὀνοκώλη δέ, ὅτι ὄνου πόδα ἔχει᾿ ὃ λέγουϲι βολίτινον, τουτέϲτιν ὄνειον. βόλιτοϲ γὰρ κυρίωϲ τῶν ὄνων τὸ ἀποπάτημα. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ· καὶ μὴν ὁρῶ νὴ τὸν Δία θηρίον μέγα. ποῖόν τι; δεινόν· παντοδαπὸν γοῦν γίνεται· τοτὲ μέν γε βοῦϲ, νυνὶ δ᾿ ὀρεύϲ, τοτὲ δ’ αὐ γυνὴ ὡραιοτάτη τιϲ. ποῦ ϲτίν; ἐπ’ αὐτὴν ἴω. ἀλλ’ οὐκέτ αὖ γυνή ἐϲτιν, ἀλλʼ ἤδη κύων. Ἔμπουϲα τοίνυν ἐϲτί. πυρὶ γοῦν λάμπεται ἅπαν τὸ πρόϲωπον καὶ ϲκέλοϲ χαλκοῦν ἔχει.

[*](1042 Soph. ΟG1156—7c.sch. 1043 ═ Ba 218,26 cf. Η 1044 ═ Ambr. 810a 1045 sch. Ar. Pl. 621 1043 ═ Σa, Ba 219, 1, Et. Gen., Et. M. 336, 21, H cf. Ap. S. 68, 1, sch. β 319, sch. Ar. Pl. 904 et 1179 1047 cf. Ar. Eccl.1027 c. sch., Pl. 904 c. sch.; Ar. fr. 904 1048 ϲυμβάλλω ═ Ambr. 854. Ἐμπορποῦϲθαι sq. ═ Ambr. 851 1049 ἐπιπεμπόμενον sch. Ar. Han. 293 ═ H cf. Et. Gen. ═ Et. M. 336, 38, Eust. 0. 1704, 41; Bk. 249, 27, Eust. D. 723, sch. Ap. Bh. 3, 861 Ba 218, 27 φαινόμενον τοῖϲ δυϲτυχοῦϲιν ═ Et. Gen., Et. M. 336, 44 ex Harp. vs. 10 8—22 Οἰνοπώλη ═ Et. Gen., Et. M. 336, 39 cf. Bk. 249, 29, sch. Ar. Ran 293—4, H vs. 23 οἱ sq. Ar. Rap. 288 —294 c. sch. 293—4 cf. Bk. 249, 31)[*](1042 Z 698 1043 Z 711 1045 hinc v. πράγματʼ ἐξ ἀπραξίαϲ extr, v. πόροϲ 1 extr., Z 698 1047 cf. v. ϲκῆψιϲ 1 1048 cf. 1250. Z 711)[*](14 ϲτρατείαϲ T ϲτράταϲ Gl cp. F V M εὐχρηϲτεῖν coni. Bhd. Gv M(ITF) 16 ϲυμβάλλω] ϲυλλαμβάνω F 22 Οἰνοπώλη] Ὀνοπόλη Et. Ὀνοκώλη Bk. 249, 29 24 κατηχουμένοιϲ M 25 Ὀνοκώλη V M; Ὀνοκώδη F Ὀνοκάλη G Οἰνοκάλη l)
264
[*](Δ)

1050 Ἐμπρήϲαντεϲ: καύϲαντεϲ.

[*](Δ)

1051 Ἐμπρηϲμόϲ: ὁ διὰ πυρὸϲ ἀφανιϲμόϲ.

[*](Ε)

1052 Ἐμπρίϲαντεϲ: ϲυϲφίγξαντεϲ, προϲαρμόϲαντεϲ. οἱ δὲ ἐμπρίϲαντεϲ τοὺϲ ὀδόνταϲ, τοῦ εἶξαι τῷ τυράννῳ γεγόναϲι κρείττουϲ.

[*](Δ)

1053 Ἔμποιμνον εἷμα: τὸ ἔνδυμα. ἀπό---

[*](Δ)

1054 Ἐμ ποίνιμον: θέϲιμον, ἐπιζήμιον.

[*](Σ)

1055 Ἔμποίνιμοϲ: ἐμποὶνιοϲ, τουτέϲτιν ἔνοχοϲ ποινῇ, οἷον ἐφ᾿ οῖϲ ἢμαρτε δοὺϲ τιμωρίαν. καὶ ποινὴ λέγεται ἡ ἐπὶ φόνῳ κλαϲθέντι [*](Ε) κόλαϲιϲ. ὅτι Σατορνῖνοϲ ὁ ὕπατοϲ τυραννίδι ἐπέθετο. οἱ τοίνυν Ῥωμαΐοι ἀναγκαίαν αὐτῷ πίϲτιν ὑπιϲχνοῦνται μᾶλλον ἤπερ ἀληθεϲτέραν καὶ καταγαγόντεϲ ἐδικαίωϲαν θανάτῳ, ὄρκουϲ οὐκ ἐμποινίμουϲ ἡγηϲάμενοι εἶναι, οὕϲπερ πρὸϲ τὸν κοινὸν ἀλάϲτορα ἐποιήϲαντο.

[*](Δ.)

1056 Ἐμ πυον: τὸ ἕλκοϲ.

[*](Σ)

1057 Ἐμ πύρευμα: ἔναυϲμα, ϲπέρμα πυρόϲ.

[*](Σ)

1058 Ἐμπύρου: θερμῆϲ. καὶ Ἔμπυρα, τά καιόμενα ἰερεῖα. ἔϲτι δὲ ϲημεῖα ἐν τούτοιϲ ἀποδεδειγμένα.

[*](Δ)

1059 Ἐμπυρώτατοϲ: ὁ κατάπυροϲ.

[*](Prov.)

1060 Ἐμοὶ μελήϲει ταῦτα καὶ λευκαῖϲ κόραιϲ: λέγουϲιν, ὅτι βαρβάρω τινῶν ϲτρατευομένων ἐπὶ Δελφούϲ, ἐρωτώμενοϲ ὁ θεὸϲ ἔφηϲεν· ἐμοὶ μελήϲει ταῦτα καὶ λευκαῖϲ κόραιϲ. ὕϲτερον δὲ ἐφάνη μετὰ Ἀθηνᾶϲ καὶ Ἀρτέμιδοϲ, ὡν καὶ ἱερά εἰϲιν ἐν Δελφοῖϲ, ἀπαντῶν τοὺϲ πολεμίουϲ.