Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
364 Αἰτήϲαϲθαι: τὸ χρήϲαϲθαι. Μένανδροϲ Τίτθη· ἤν ἄν τιϲ ὑμῶν [*](Σ) παιδίον ᾐτήϲατο ἢ κέχρηκεν, ἄνδρεϲ γλυκύτατοι. καὶ ἐν Ὕμνιδι· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν οὐδὲ λοπάδα αἰτούμενοϲ.
365 Αἴτηϲιϲ· παρὰ Ἀριϲτοτέλει αἴτηϲίϲ ἐϲτι τοῦ ἐναντίου ἡ ἐν [*](Phil.) λόγοιϲ παραγωγή, τὸ λαμβάνειν τι παρὰ τοῦ ἀποκρινομένου καὶ μετὰ [*](355 ═ Amhr. 357 et 389 356 ἐξετάζεται Soph. Ai. 473—4 c. sch. 357 cf Westermann Biogr. p. 117 sqq. ═ Aeschyl. ed. Wilam. p. 3 sq. 358 ═ P, Ba. 48, 25, H 359 πόλεωϲ cf. Aeschin. 3, 241 361 Ar. Eq. 1355 362 ═ P, Ba 47, 20, Phryn. 2, 9 363 Thdr. in Ps. 105,15, PG 80, 1725b 364 ═ P cf. Ba 48, 26; Men. com. fr 461 et 476 365 Alex. Aphr. 579,10—13) [*](354 Z 73 357 hinc v χελώνη μυιῶν extr. 358 Z 95 3505 Z 82, 3 361 Z 95 363 Z 88 364 cf. 377. Z 95 365 Z 85) [*](2.3 Μένανδροϲ G 356 non nov. gl. M 7 ἐξατάζεται VM αἰϲχροῦ] A(GTFVM) nov. gl. GT δ΄ δην A 8 τραγικόϲ om. V ἀδελφὸϲ — 9 Εὐφορίωνοϲ ex AGV 9 Ἀμενίου Ἀμεινίοιυ Κust. vita Westermann p. 117, 3 10 ἔϲχε —11 κε΄ om. V sed cf. ad vs. 17 11 Εὐαίωνα A: Εὐβίωνα GM Εὀθίωνα T Βίωνα pr. θ’] ξο’ Casaub. ο coll. v. Πρατίναϲ Meursius 12 χρώμαϲι om VM καὶ χ. Kust. 13 τραγικοὺϲ] τραγῳδοὺϲ Bhd., ὑποκριτὰϲ add. Daub χρῆϲθαι Bhd 1414 δέ pr— καὶ sec. om. V καὶ pr. om M 15 οἱ —φαϲι om. V M 16 αὐτοῦ] αὐτὴν M 17 νη΄ ] ξη΄ Hermann γενόμενοϲ] ἦν δὲ κε ἐτῶν ὅτε ἡνίζε τοὺϲ ἐνίκηϲε νίκαϲ κη΄ add V cf ad vs. 10 19 Αἰϲχύνει A πολιτείαϲ V 360 om GTFV post 362 A 361—2 om. T 362 nom nov gl. V 25 Μένανδροϲ Meurs. Phot. Ba; ἀνδρὸϲ omnes, Zon. cf. an 26 ἤν ἄν] ἤ ἄν Phot. ἠδη CF Hermann 26 καὶ ἐν]ἐν VM Μένανδροϲ Bas. cf. ad 25)
366 Αἰτήϲιοϲ: ὁ αἰτῶν.
367 Αἰτηταί: οἱ παρά τινοϲ τὶ αἰτοῦντεϲ. οἱ δὲ Ῥόδιοι τῷ Περϲεῖ οὐκ αἰτηταὶ τῆϲ εἰρήνηϲ μᾶλλον ἢ δόται ὄντεϲ ὑπερήφανα τοῖϲ Ῥωμαίοιϲ διελέχθηϲαν.
368 Αἰτία καὶ Πανταιτία.
369 Αἰτίζων: ποιητικῶϲ. αἰτίζων ἀκόλουϲ, οὐκ ἄοραϲ, οὐδὲ λέβηταϲ.
370 Αἴτιον· ὅτι τετραχῶϲ τὰ αἴτια· ὡϲ ὕλη, ὡϲ εἶδοϲ, ὡϲ τέλοϲ, ὡϲ ποιητικόν. καὶ τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ ϲυνεργὰ ἢ ϲυναίτια, τὰ δὲ τελικά.
371 Αἰτιῶδεϲ ψεῦδοϲ: ἤτοι ὃ ἀπὸ ψεύδουϲ ἄρχεται ἢ μὴ εἰϲ ἀκόλοθον λήγει ἢ ἔχει τῷ λήγοντι τὸ ἀρχόμενον ἀκόλουθον. οἷον διότι νύξ ἐϲτι, Δίων περιπατεῖ ϲύνταξιϲ· οἱ δὲ πεφευγότεϲ ἦϲαν ἀπὸ τῆϲ Μυϲίαϲ αἰτίαιϲ τοιαῖϲδε.
372 Αἰ τιῶμαι. δοτικῇ. ἔϲτιν δὲ καὶ αἰτιατικῇ· εἰ μὴ καὶ τὸν ἰατρὸν [*](Synt.) αἰτιῷτό τιϲ. τί ἡμῖν σίτιᾷ ὡϲ αἰτίοιϲ.
373 Αἰτναία πῶλοϲ: ἡ μεγάλη. Αἰτναίαϲ ἐπὶ πώλου βεβῶϲαν.
374 Αἰτναῖον πῦρ: τὸ Σικελικὸν πῦρ, ἐκ τοῦ ὄρουϲ τοῦ λεγομένου Αἴτνη. καὶ αἰτνίζοντοϲ.
375 Αἴτνη: ὄροϲ Σικελίαϲ.
376 Αἰτναῖοϲ κάνθαροϲ: ὁ μέγαϲ. διὸ καὶ τὸ ὄροϲ μέγα. [*](E) Ἀριϲταῖον μόνον τὸν γίγαντα περιϲωθῆναί φαϲι, καὶ οὔτε πῦρ οὐράνιον ἐπʼ αὐτὸν ἦλθεν, οὔτε Αἴτνη πιέζει αὐτόν.
377 Αἰτούμενοϲ: κιχράμενοϲ. Μένανδροϲ Ὕμνιδι· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, ἀλλὰ λοπάδα αἰτούμενοϲ. τὸ μὲν αἰτῶν, εἰϲαεὶ ἕξων, τὸ δὲ αἰτούμενοϲ, λαβών, αὖθιϲ ἀποδώϲων.
378 Αἰτῶ· αἰτιατικῇ αἰτοῦμαι.
379 Αἰτωλία: χώρα.
[*](366 ═ Ambr. 402 367 οἱ sq. Cass. D. fr. 66, 2 ═ EL 413, 10 21 369 l. cf. Ambr. 416; p 222 370 — ποιητικόν Philon. 273, 8 —9 371 — περιπατεῖ Laert. 7, 75 372 τιϲ cf. Synt. Gud. 588; αἰτιατικῇ cf. Zon. 95 Bk. 119, 27; αἰτιατικῇ —τιϲ An. Ox. 4, 286, 30, Synt. Laur. 374 Soph 0C 312 c. sch. cf. H, Philol. Suppl. 6, 258, n. 62 374 ═ Ba 45, 25, p, Σc cf. Ps. Herodian 38; l. ═ Ambr 412 375 ═ PH, Et. M. 40, 29, Ps. Herodian. 38 cf. Ambr. 410 376 μέγα cf. Philol. Suppl. 6, 258, n. 60, Cohn Z. τὶ P· 72 n. 6, sch Ar. Pac. 73 Ἀριϲταῖον sq. Aelian. fr. 214 377 vs. 26 αἴτοὑμενοϲ ═ P, Ba 48, 1 cf. Ammon. p. 8, Et. Gud; Men. con. fr. 476 αἰτῶν sq cf. Bk. 81, 17, sch. Thuc. 6, 46, 3, Thom). 41, 2 378 αἰτιατικῇ An. Ox. 4, 287,1 cf. Synt. Laur.; l. ═ L 379 ═ Ambr 411)[*](366—9 Z 73 369 Z 95 370—1 Z 89 373 Z 85 375—6 hinc v. A 3898 extr. 376 Z 73 377 cf. 364 et v 622. Z 95 375 Z 86)[*](A(GITFVM))[*](7 Αἰτίω GT καὶ] ἡ M Πανταιτίω GT 13 ἀκόλουθον] ἀνακόλουθον e Laert. Kust. 14 ϲύνταξιϲ om. GTM 16 δοτικῇ —17 αἰτίοιϲ om. FV ἔϲτιν —αἰτιατικῇ αἰτιατικῇ δὲ M 17 τί — αἰτίοιϲ om T post 16 δοτική GM 374 inc. rursus l 19 πῦρ alt om. V 377 om T 25 κιχρώμενοϲ GI κιχώμενοϲ F 26 ἔζων GM)381 Αἰτωλόϲ: ὁ ἀπὸ Αἰτωλίαϲ.
[*](Δ)382 Αἱ Οἰδίποδοϲ ἀραί: ἐπὶ τῶν μεγάλωϲ δυϲτυχούντων.
[*]( Prov.)383 Αἰφηρητιάδηϲ: πατρωνυμικόν.