Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
990 Διεῖλεν: ἐχώριϲεν.
[*](Δ)991 Δίειμι: διέρχομαι.
[*](Σ)992 Διεῖπεν: διῴκει, περιήρχετο.
[*](Σ)993 Διειργάϲατο: ἐφόνευϲεν, ἀπέκτεινεν. ὁ δὲ καὶ τῶν ἄλλων [*](Ε) ἑκάτερον διειργάϲατο.
994 Διείργω· γενικῇ. οὔτε ἡ ἀρχὴ τῷ ἀρχὴ εἶναι τοῦ ἀνάρχου διείργεται. [*](Synt.) αἰτιατικῇ δέ· οὐ μόνον πλοῦτον διεῖργον τῶν ὀρεκτῶν κόλπων τοῦ Ἀβραάμ.
995 Διείρεο.
[*](Δ)996 Διείρουϲι: τὸ ἐπιβάλλουϲιν.
[*](Δ)997 Διειρωνόξενοι: ἐξαπατῶντεϲ τοὺϲ ξένουϲ καὶ ψευδόμενοι δι᾿ [*](Ar.) εἰρωνείαϲ καὶ ὑποκρίϲεωϲ. οἱ Λάκωνεϲ· παῤ οἷϲ καὶ ὁ τῆϲ ξενηλαϲίαϲ ἔκειτο νόμοϲ. ὅτι δὲ αἰϲχροκερδεῖϲ καὶ μικρολόγοι οἱ Λάκωνεϲ, δηλοῖ ὁ χρηϲμόϲ· ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ, ἄλλο δὲ οὐδέν. ἦϲαν δὲ καὶ περὶ τοὺϲ ξένουϲ ἀπάνθρωποι, καὶ οὐκ ἐξὸν ξένῳ τινὶ ἀεὶ τῆϲ Σπάρτηϲ ἐπιβαίνειν, ἀλλ᾿ ὡριϲμέναιϲ ἡμέραιϲ.
998 Διείϲ: ἐκτείναϲ, ἁπλώϲαϲ. διεὶϲ τὰϲ πτέρυγαϲ αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτούϲ.
999 Δίειϲι: διέρχεται.
[*](Δ)1000 Διῆγε: παρεξέτεινεν. Ἰωάννηϲ Ἀντιοχεύϲ· ὃϲ ἐρυμνὰ χωρία [*](Ε) [*](984 Ar. Ran. 1412—3 c. sch. plenior. 985 cf. Synt. Laur. 986 ἐϲ sq. Proc. bell. 2, 11,1 ═ EL 100, 10—11 987 πάντων —Αἰτωλοί Polyb. fr. 30 διεψεύϲθηϲαν sq. Polyb. 3, 16, 6 988 l. cf Ambr. 569; H ═ sch. Δ 88; Διζήμενοϲ sq. ═ Ambr. 721 989 διαυγέϲ ═ Ba 197, 20 cf. H, gl. Dionys PG 4, 25 καθαρὸν sq. ═ Anmbr. 628 cf. Artem. 2, 27 init. 990 ═ Ambr. 711 991 ═ Ba 197, 21, H, Ambr. 694 992 ═ Ba 197, 22 cf. sch. B 207 993 ὁ sq. Proc. bell. 4, 20, 16 994 γενικῇ et αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur.; οὐ sq. Greg. Naz. PG 36, 445b 995 cf. Ambr. 727 ═ H (in A 550) 997 sch. Ar. Pac. 622 998 ἁπλώϲαϲ aliter Ambr. 668 διεὶϲ sq. Deut. 32, 11 999 cf. Ambr. 669 1000 ὃϲ sq. lo. Antioch. fr. 52, FHG 4, 557) [*](985 Διεχρήϲατο ex v. A 2810 986 Z 548 989 Z 524 991 cf. 1039 993 cf. 941 999 cf. 1030 1000 cf. v. A 1528) [*](985 om. FV mg. AM 12 ἐχώρηϲεν A διεχώρεϲεν F 994 om. TFV mg. A A(GITFVM) 18 δέ] δὲ οὕτωϲ GI οὐ om. A πλοῦτον μόνον A 22 ἀποκρίϲεωϲ A 23 αἰϲχροειδεῖϲ FV 30 Ἴωάννηϲ] Ἴω VM Ἴώϲηποϲ AGF Ἴώϲηποϲ Ἰω Ι Ἀντιοχεύϲ F Kust.: Ἀντιοχείαϲ V Ἀντίοχοϲ AGI ep. M)
1001 Διηγκυλημένον: τὸ ἀκόντιον μεταχειριζόμενον. ἀντὶ τοῦ [*](Ε) ἐν μαϲχάλῃ κρατῶν τὸ δόρυ. Ξενοφῶν· ὁ δὲ πᾶϲι παρήγγελλε διηγκυλημένουϲ ἰέναι, ὡϲ ὁπόταν ϲημήνῃ ἀκοντίζειν δεήϲοι· καὶ τοὺϲ τοξόταϲ ἐπιβεβλῆϲθαι ἐπὶ ταῖϲ νευραῖϲ, ἢ οὕτωϲ ὡϲ ὁπόταν ϲημήνῃ, τοξεύειν δεῆϲον. καὶ τοὺϲ γυμνῆταϲ λίθων ἔχειν μεϲτὰϲ διφθέραϲ.
1003 Διῆκαν: διέπεμψαν.
1004 Διήκει: διέρχεται. ὁ δὲ εἶπεν, ἀλλὰ πιϲτεύω· πάνυ γάρ ϲου κλέοϲ ἐπ᾿ ἀρετῇ διήκει.
1005 Διήκουϲαν: διελθοῦϲαν, διερχομένην.
1006 Διήκουϲεν. ἠκροάϲατο.
1008 Διήλυϲιϲ: ὁ χωριϲμόϲ.