Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

945 Διερειδόμεθα: ϲτηριζόμεθα.

[*](Call.)

Δ 946 Διερήν: δίυγρον. καὶ Διερόϲ, ὁ ὑγρόϲ.

[*](Σ?)

947 Διερικνοῦντο: διεκαμπυλοῦντο.

[*](EL)

948 Διέρριψαν· τήν τε οὐϲίαν καὶ τὰ ὀϲτᾶ αὐτοῦ, ἐπειδὴ φθάϲαϲ ἑαυτὸν προαπεχρήϲατο, διέρριψαν.

[*](Synt.)

949 Διερμηνεύω· δοτικῇ.

[*](Δ)

950 Διερρωγώϲ: διεϲχιϲμένοϲ. καὶ Διερρωγότα.

[*](Ε)

951 Διερρύη: διέδραμε, διῆλθε. τὸ γάρ τοι κλέοϲ τῶν τετολμημένων [*](Ε + Σ) διερρύη πολύ. λέγεται καὶ διέρρει. Αἰλιανόϲ· διέρρει τοίνυν ὑπὲρ τῆϲ ἀνθρώπου κλέοϲ ϲοβαρώτατον. ἀντὶ τοῦ λαμπρόν, ἐπηρμένον.

[*](Ar.)

952 Διερρυηκόϲιν· ἠλίθιον ἐφθέγξω καὶ τοῖϲ χείλεϲι διερρυηκόϲι. τουτέϲτι μωρῶϲ καὶ ἀνοήτωϲ καὶ ἀπαιδεύτωϲ, καὶ τοῖϲ χείλεϲι κεχαλαϲμένοιϲ καὶ κεχηνόϲιν· ἀντὶ τοῦ οὐ ϲυνεϲτραμμένοιϲ.

[*](936 ═ Ba 198, 1 cf. H, Zon. 549, Eust. Ο. 1705, 53 (═ Ael. D. fr. 128), sch. B 207, Ap. S. 58, 28 938 ═ Ba 198, 2 939 ═ Ba 198, 3 941 πλήξαϲ —διεργάζεται los. Bell. llI 335 διεργαϲθείϲ sq. ═ Ba, Σa 942 ═ Σa; Ba 198, 5 Ambr. 715 cf. H 944 διεφθείρετο ═ Ba 198, 6 διέρρει sq. Aelian. fr. 210 945 ═ Ba 198, 4 cf. H, sch. Eur. Hec. 66 946 —δίυγρον cf. sch. Luc. 195, 22, H v. διερούϲ, sch. Ar. Nu. 337, Ap. S 58, 31 veris. sch. in Call. fr. 7 Κ., 245 S. Διερόϲ sq. ═ Ambr. 463, Et. M. 274, 1 cf. H v. διερόν, Apion 947 cf. H, glossa comica sec. Bhd. 948 Case. D. fr. 36 ═ EL 410, 7—8 949 ═ Synt. Laur. 950 — διεϲχιϲμένοϲ cf. Ambr. 667 Διερρωγότα cf. H 951 τὸ—πολύ Aelian. fr. 211 διέρρει alf.—ϲοβαρώτατον Aelian. fr. 12 952 Ar. Nu 872 —3 c. sch. plenior.)[*](935 — ἀπέτυχε cf. 691. καὶ sq. hinc v. B 283 938 Z 545 939 cf. 721 940 ex v. Α 2145 941 cf. 993, Z 545 944 Z 545 946 Z 517 947 Z 546 951 cf. v. ϲοβαρόϲ 2 952 Z 546)[*](A(GITFVM))[*](937 om. ATFV 940 om. TFV mg. A post 937 GlM, sed ordinem correxit M 17 ὑγρόϲ] δίυγροϲ F 23 et 24 Διεργρύν A 27. 28 κεχαλαϲμένοιϲ Bas.: κεχαλαϲμένοϲ AF κεχαλαϲμένωϲ GIVM cp. T.)
87

953 Διεϲαρδάνιϲε: διεγέλαϲεν, οὐκ ἐπὶ διαχύϲει, ἀλλ᾿ οἷον Σαρδάνιον [*](Σ) γέλωτα.

954 Δίεϲιν: διαχωριϲμόν. καὶ ἡ πρὸ μουϲικῆϲ ᾠδῆϲ κίνηϲιϲ. [*](Σ) δίεϲιϲ λέγεται τὸ ἐλάχιϲτον μέτρον τῶν ἐναρμονίων διαϲτημάτων, ὅπερ ἀπολωλὸϲ ἐκ τῆϲ ἡμετέραϲ αἰϲθήϲεωϲ καὶ τὸ ἐναρμόνιον προϲαπώλεϲεν, ἀγυμνάϲτου πρὸϲ αὐτὸ τῆϲ ἀκοῆϲ ἀπολελειμμένηϲ.

955 Δίεϲιϲ: τὸ χώριϲμα. ἢ ἄνεϲιϲ.

[*](Δ)

956 Διεϲκαριφηϲάμεθα: ἀντὶ τοῦ διελύϲαμεν. ϲκάριφον γάρ ἐϲτι [*](Σ) τὸ κάρφοϲ καὶ φρύγανον. ἔϲτι δὲ τὰ τοιαῦτα εὐδιάλυτα καὶ εὐφύϲητα. οὕτωϲ Ἰϲοκράτηϲ. ϲκαριφήϲαϲθαί ἐϲτι τὸ ἐπιϲεϲυρμένωϲ τι ποιεῖν [*](Harp.) καὶ μὴ κατὰ τὴν προϲήκουϲαν ἀκρίβειαν.

957 Διεϲκεδαϲμένον: διατετυπωμένον. καὶ Διεϲκέδαϲε, διεϲκόρπιϲεν.

[*](Σ Pa.)

958 Διεϲκευαϲμένην: μετὰ δόλου γεγραμμένην. Πολύβιοϲ· ἐκπέμπουϲι [*](Ε) τῶν Κρητῶν τιναϲ ὡϲ ἐπὶ λῃϲτείαν δόντεϲ ἐπιϲτολὴν δι εϲκευαϲμένην.

959 Διεϲκήριπτεν: ἐπεϲτήριζεν. ἦλθε πόθ᾿ ἑρπύζουϲα ϲὺν δρυὸϲ [*](Anth.) ξύλῳ, τό μιν διεϲκήριπτε τὴν τετρωμένην.

960 Διεϲκίαϲται: ἀποκέκρυπται.

[*](Σ)

961 Διεϲμιλευμένον: διεϲχιϲμένον, ἠκριβωμένον, ἐξεϲμένον, περικεκαθαρμένον.

[*](Σ)

962 Διεϲπαθηκότα: διερριφότα.

963 Διεϲπευϲάμην: ἀντὶ τοῦ διὰ ϲπουδῆϲ ἐποιηϲάμην. ἢ ἀντὶ τοῦ διεπραξάμην.

964 Διεϲπλεκωμένῃ· Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· οὐκ ἂν διαλεχθείην [*](Ar.) διεϲπλεκωμένῃ ὑπὸ μυρίων ἐτῶν τε καὶ τριϲχιλίων. τὸ πλέκειν ἐπὶ τοῦ ϲυνουϲιάζειν τάττουϲιν, οὐχ ὡϲ προηγουμένωϲ τοῦ ϲημαινομένου, ἀλλ᾿ ὁμοίωϲ πολλοῖϲ ϲυμβολικοῖϲ ὀνοματοποιοῦντεϲ, καὶ μάλιϲτα ἐν οἷϲ τὸ εὐθυρημονεῖν ἐνίϲταται.