Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

925 Διεξέπεϲε· τὰ ὅπλα ἀνελόμενοϲ διεξέπεϲε διὰ τῶν πολεμίων. τουτέϲτι διήλαϲε, διῆλθε, διέφυγεν.

[*](Ε)

926 Διέξειν: ὑπάρξειν. οὕτω γὰρ διέξειν τὰϲ χεῖραϲ καὶ φροντιεῖν τοῦ μηδὲν ἀδίκημα ποιήϲειν τὸν Προυϲίαν εἰϲ αὐτούϲ.

[*](Δ)

927 Διεξῄεϲαν.

[*](Δ)

928 Δίεξιν: διεξέλευϲιν.

[*](913 ═ An. Ox. 2, 432, 26 cf. H 914 ═ Ambr. 716 915 — ἐραϲταί Ar. Av. 706; διαμηρίζοιμι —ϲυνουϲιάϲοιμι sch. Ar. Av. 668; τῆϲ sq. Ar. Av. 1253—4 916 sch. Ar. Ach. 971 918 ὑπερενέγκαντεϲ cf. Ba 197, 27 Σa v. ξυνδιήνεγκαν πόλλα—μάχαϲ Ar. Eq. 596 —7 919 κατὰ — διήγηϲιν Eunap. fr. 101 FHG 4, 54 920 ═ Ambr. 719 cf. H ═ Zon. 549 921 Harp. cf. An. Ox. 2, 492, 28 923 ═ Ambr. 638 cf. sch. Ar. Nu. 166 924 μεθυϲκομένοιϲ sq. Polyb. 4, 57, 3 926 οὕτω sq. Polyb. fr. 127)[*](912 Z 545 915 init. cf. v. Α 3442 916 Z 545 918 cf. v. ξυνδιήνεγκταν 918—9 Z 545 923 Z 525 924—6 Z 545 928 Z 517)[*](A(GITFVM))[*]( 912 —3 om. T 913 om. FV mg. A post 909 G 6 τὼ] τὰ A τὸ l 917 ex mg. Al 10 ὑπερενέγκαντεϲ ὑπενέγκαντεϲ Ba Σ, om. F 11 οὕτω sq. locus obscurus Bhd.; vs. 12 μὴ ἡμέραϲ coni. Dr. 14 τῆϲ om. 16 καὶ pr.—αὐθυπότακτον om. FV; καὶ alt.— αὐθυπότακτον mg. M 923 inc. rursus T 27 ὑπάρξειν] ἀπείρξειν pr. 29 διῆλθον add. T διαμαχέϲαν περὶ τῆϲ χώραϲ add. F cf. p. 85, 1)
85

929 Διεξιφίϲω: διεμαχέϲω περὶ τῆϲ χώραϲ. ἐν Μαραθῶνι πολεμήϲαϲ [*](Ar.) πρὸϲ τοὺϲ Μήδουϲ τοῖϲ ξίφεϲι κατ᾿ αὐτῶν ἐχρήϲω. Μαραθὼν δὲ τόποϲ τῆϲ Ἀττικῆϲ, εἰϲ ὃν ἐνωρμίϲατο Δᾶτιϲ καὶ Ἀρτάβαζοϲ Μηδικοὶ ϲατράπαι πεμφθέντεϲ ὑπὸ Δαρείου βαϲιλέωϲ καταδουλώϲαϲθαι τὴν Ἑλλάδα. ἔνθα ϲυμβαλόντεϲ αὐτοῖϲ οἱ Ἀθηναῖοι Μιλτιάδου ϲτρατηγοῦντοϲ, μόνων Πλαταιέων ϲυμμαχηϲάντων αὐτῷ χιλίοιϲ ἀνδράϲι καὶ οὕτω πληρωθέντοϲ τοῦ ἀριθμοῦ τῆϲ Ἑλληνικῆϲ δυνάμεωϲ τῆϲ Περϲικῆϲ καὶ τοῖϲ Ἕλληϲι τῆϲ ἐλευθερίαϲ αἴτιοι κατέϲτηϲαν, μόνοι ἐξ ἁπάντων τῶν Ἐλλήνων τὸν πρῶτον τῶν Περϲῶν διαφθείραντεϲ.

930 Διεξοδικούϲ· περὶ διαλεκτικῆϲ φηϲιν ὁ Ἀφροδιϲιεὺϲ Ἀλέξανδροϲ, [*](Phil.) ὅτι διαφέρει ἡ διαλεκτικὴ τῆϲ ῥητορικῆϲ τῷ τὴν διαλεκτικὴν περὶ πᾶϲαν ὕλην τῇ δυνάμει χρῆϲθαι καὶ μὴ διεξοδικοὺϲ ποιεῖϲθαι τοὺϲ λόγουϲ, ἀλλ᾿ ἐν ἐρωτήϲει καὶ ἀποκρίϲει (ἀπὸ γὰρ τούτου καὶ ὅλον τὸ ὄνομα αὐτῇ), καὶ καθολικωτέραϲ καὶ κοινοτέραϲ τὰϲ ἀποφάϲειϲ ποιεῖϲθαι, τὴν δὲ ῥητορικὴν μήτε περὶ πᾶϲαν ὕλην ὁμοίαν εἶναι τῇ διαλεκτικῇ (περὶ γὰρ τὴν πολιτικὴν μᾶλλον ὁ ῥήτωρ), καὶ διεξοδικῶϲ γε ὡϲ ἐπὶ τὸ πλεῖϲτον χρῆϲθαι λόγῳ καὶ περὶ τῶν καθέκαϲτα μᾶλλον λέγειν πρὸϲ περιϲτάϲειϲ καὶ τύχαϲ καὶ καιροὺϲ καὶ τὰ πρόϲωπα καὶ τοὺϲ τόπουϲ καὶ τὰ τοιαῦτα τοὺϲ λόγουϲ ϲχηματίζει, ἅπερ ἐν τοῖϲ καθέκαϲτά ἐϲτι· περὶ τοιούτων γὰρ αἵ τε ϲυμβουλαὶ καὶ τὰ ἐγκώμια καὶ αἱ δίκαι. Διεξοδικοὺϲ οὖν ἀντὶ τοῦ πλατυτέρουϲ, καθολικωτέρουϲ. Διεξῳδηκὸϲ δὲ τὸ διωγκωμένον.

[*](Δ)

931 Διεξοδικῶϲ: λεπτομερῶϲ. καὶ Διεξοδικώτερον, [*](Δ) λεπτομερέϲτερον.

932 Διέξοδοι: ἐκπνοαί, ἐκκρίϲειϲ. λήθουϲι γάρ τοι καὶ ἀνέμων διέξοδοι θήλειαν ὄρνιν, πλὴν ὅταν τόκῳ ϲπαρῇ. ἔϲτι δὲ ταῦτα ἐκ τοῦ Οἰνομάου Σοφοκλέουϲ.

933 Διεξόδουϲ ὑδάτων: ἀντὶ τοῦ κρουνηδὸν ἐφέροντο τὰ δάκρυα. [*](Thdr.) Δαβίδ· διεξόδουϲ ὑδάτων κατέδυϲαν οἱ ὀφθαλμοί μου. Διέξοδοι [*](Ps.) οὖν ὑδάτων οἱ ὀχετοί.

934 Διεπεραιώθη: διειλκύϲθη, διῆλθε. κολεῶν ἐρυϲτὰ διεπεραιώθη [*](Soph.) ξίφη. ἀντὶ τοῦ ἐγυμνώθη. εἰ μὴ γὰρ εἰϲ πέραϲ ἑλκυϲθῇ, οὐκ ἐξέρχεται.

[*](929 sch. Ar. Eq. 781 930 vs. 21 δίκαι Alex. Aphr. 5, 716 vs. 21 Διεξοδικοὺϲ—πλατυτέρουϲ cf. L 931 λεπτομερῶϲ aliter Ambr. 856, H 962 λήθουϲι sq. Laert. 4, 35; Soph. fr. 436 933 — μου Thdr. in Ps. 118, 136 PG 80, 1864a b Διέξοδοι sq. fort. in Ps. 1, 3 cf. An. Ox. 2, 432, 15 934 Soph. Ai. 730 c. sch.)[*](929 cf. Z 545 932 hinc v. λήθω 932 —3 Z 517)[*](3 ἐνωρμήϲατο V ἐνορμήϲατο F Ἀρτάβαζοϲ] Ἀρταφέρνηϲ Ε cf. 89 et A(GITFVM) Hdt. 6, 119 7 τῆϲ Περϲικῆϲ om. V cf. sch.; τῆϲ τε Περϲικῆϲ δυνάμεωϲ περιεγένοντο, omissis τῆϲ Ἑλληνικῆϲ, ed. pr. 8 αἴτιον M 10 φηϲιν] φύϲεωϲ F 19 τόπουϲ] πόδ〈αϲ〉 V 25 λήγουϲι Gl 26 τόκοϲ παρῇ Laert. παρῇ τόκοϲ Plut. qu. conv. 8, 1, 5 p. 718a 28 κρανηδὸν V 29 διέξοδοι—30 ὀχετοί om. FV 31 ἐρυϲταὶ V 32 ξίφη AT: ξίφει rell.)
86
[*](Δ?)

935 Διέπεϲεν: ἀπέτυχεν. καὶ ἡ μὲν κατὰ τὸν Βιθίαν ἐλπὶϲ [*](Ε) τούτῳ τῷ τρόπῳ διέπεϲεν.

[*](Σ)

936 Διέπει: ἐνεργεῖ, διοικεῖ, καθίϲταται.

937 Διεπίμπρατο.

[*](Σ)

938 Διέπτυξε: διεϲαφήνιϲεν.

[*](Σ)

939 Διεπυνθάνετο: ἠρώτα.

[*](Suid.)

940 Διερά· ὅτι τὰ χείλη τῶν ποταμῶν ἄνδηρα λέγουϲι διὰ τὸ εἶναι ἔνικμα καὶ διερά.

[*](Ε)

941 Διεργάζεται: ἀναιρεῖ, κτείνει. Ἰώϲηποϲ· πλήξαϲ δὲ αὐτὸν κάτωθεν ἐπὶ τὸν βουβῶνα δόρατι παραχρῆμα διεργάζεται. καὶ [*](Σ) Διεργαϲθείϲ, ἀναλωθείϲ.

[*](Σ)

942 Διερέττοντα: διακωπηλατοῦντα.

[*](Synt.)

943 Διερευνῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

944 Διέρρει: δύο ϲημαίνει, τὸ διεφθείρετο καὶ ἀντὶ τοῦ ἐπεφήμιϲτο. [*](Ε) διέρρει δὲ φήμη λέγουϲα καὶ εὐπατρίδην αὐτὸν εἶναι.