Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

905 Διεκορκορύγηϲε: κορκορυγεῖν λέγουϲι τὸ λαλεῖν τὴν γαϲτέρα. [*](Ar.) ἐμιμήϲατο δὲ τῇ φωνῇ τῶν ἐντέρων τὸν ἧχον. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· εἶτ᾿ ἐταράχθηϲ τὴν γαϲτέρα, καὶ κλόνοϲ αὐτὴν ἐξαίφνηϲ διεκορκορύγηϲε. κλόνοϲ δὲ ϲτρόφοϲ, ἴλιγξ.

906 Διεκοϲμήθηϲαν: διετάχθηϲαν.

[*](Σ)

907 Διεκωδώνιϲεν: ἀντὶ τοῦ διεπείραϲε καὶ ἐξηπάτηϲεν. ἡ δὲ [*](Harp.) μεταφορὰ ἢ ἀπὸ τῶν περιπολούντων τοῖϲ κώδωϲι νυκτὸϲ τὰϲ φυλακάϲ· ἢ ἀπὸ τῶν δοκιμαζόντων τοὺϲ μαχίμουϲ ὄρτυγαϲ τῷ ἤχῳ τοῦ κώδωνοϲ.

908 Διεκπατῆϲαι: τοῦ πάτου παρεξελθεῖν. λέγουϲιν Ἐπιμενίδην χρόνον ἕνα διεκπατῆϲαι ἀϲχολούμενον περὶ ῥιζοτομίαν.

909 Διεκπέϲαντεϲ: διεκτρυπήϲαντεϲ, διεκδραμόντεϲ.

910 Διέκπλοι: τὸ ἐμβάλλειν καὶ διαϲχίζειν τὴν τῶν ἐναντίων τάξιν Thuc. καὶ πάλιν ὑποϲτρέφειν καὶ αὖθιϲ ἐμβάλλειν. ἀναϲτροφαὶ δέ εἰϲιν αἱ εἰϲ τοὐπίϲω ὑποχωρήϲειϲ.

911 Διεκπερδικίϲαι: διαδρᾶναι, ἐκφυγεῖν, ἐξαπατῆϲαι. ἀπὸ τοῦ [*](Σ) πέρδικοϲ, πανούργου ὄντοϲ καὶ ἀποδιδράϲκοντοϲ.

[*](899 διεχώριϲε cf. H v. διέζευκται 900 ═ Ba 197, 19, H 901 —ἴδοιεν Thuc. 6, 46, 4 902 l. ═ Σa, H cf. Ba 197, 23 τῶν—πρόθυρα Aelian. fr. 51 903 Ar. Vsp. 789 904 cf H; l. ═ Σa, Ba (mg.) 905 Ar. Nu. 386 —7 c. sch. 906 ═ Ba 197, 25 907 Harp. ═ Et. M. 273, 47, Et. Gen.; cf. Bk. 238, 4 908 λέγουϲιν—διζοτομίαν Laert. 1, 112 909═ Ba 197, 26 910 sch. Thuc. 1, 49, 3 et 2, 89, 8 911 cf. sch. Ar. Av. 768, H v. διαπερδικίϲαι, Et. M. 269, 37 (═ fr. com. ad, 87))[*](900 cf. Z 549 901 Z 544 902 Z 517 et 544 904 cf. 574 et 591 905—6 Z 544 907 cf. vv. Α 947, Ε 546, Κ 1257 909 Z 544 910 Z 517 911 cf. v Ε 562)[*](1 διεχώρηϲε AF 11 ἀντὶ τοῦ om. AF; post gl. lac. in omn. A(GIFVM) 13 λέγουϲι—λαλεῖν om. l τὸ λαλεῖν om. F 14 ἐμιμήϲατο Zon. sch. Kust.; ἐμιμήϲαντο omnes 17 διεταράχθηϲαν V Zon. 18 ἐξηπάτηϲεν] ἐξήταϲεν Harp. Et. 19 κώδωϲιν ἐκτὸϲ V 23 ἕνα GM: α΄ AlFV τινά Laert. 24 Διεκπέϲαντεϲ] Διεκπαίϲαντεϲ Kust. Valck. 27 εἰϲ] ἐκ A ἀναχωρήϲειϲ V 911 om. A post 909 l; extra ordinem 28 ἐκφυγεῖν] ἀποφυγεῖν GI ἀπὸ] ἐκ V)
84
[*](Δ)

912 Διέκυψαν. χόρτῳ παραπληϲίωϲ ἀπὸ τῆϲ γῆϲ διακύψαντεϲ [*](Ε) ἤνθηϲαν.

[*](Ps.)

913 Διελέϲθαι: διαμερίϲαι.

[*](Δ)

914 Διέλιπεν: ἀφῆκεν.

[*](Ar.)

915 Διεμήριϲαν ἄνδρεϲ ἐραϲταί. καὶ Διαμηρίζοιμι, ἀντὶ τοῦ ϲυνουϲιάϲοιμι. Ἀριϲτοφάνηϲ· τῆϲ διακόνου πρώτηϲ ἀνατείναϲ τὼ ϲκέλη διαμηριῶ.

[*](Ar.)

916 Διεμπολᾶν: τὰ πρὸϲ πραγματείαν ἐπιτήδεια ἀγοράζειν.

[*](Suid.)

917 Δι᾿ ἐναντίαϲ.

[*](Σ + Ar.)

918 Διενέγκαντεϲ: ὑπερενέγκαντεϲ. πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα διήνεγκαν μεθ᾿ ἡμῶν, εἰϲβολάϲ τε καὶ μάχαϲ. καὶ αὖθιϲ· οὕτω δὲ διενέγκαντόϲ μου ἐπὶ μῆνα ἡμερῶν.

[*](Ε)

919 Διενεγκεῖν: ἀγαγεῖν. Εὐνάπιοϲ· κατὰ τούτουϲ τοὺϲ χρόνουϲ ὑπὸ τῆϲ ἀνδρώδουϲ γυναικὸϲ ἔργον τι κατετολμήθη καὶ ϲυνεπράχθη γενναῖον οὕτω καὶ ἀνδρῶδεϲ ὥϲτε ἄπιϲτον εἶναι διενεγκεῖν εἰϲ τὴν [*](Synt.) διήγηϲιν. καὶ Διενέγκω δοτικῇ. καὶ Διενέγκῃϲ· [*](Δ) αὐθυπότακτον.

[*](Δ)

920 Διενήνοχα: διαφέρω.

[*](Harp.)

921 Διʼ ἐνιαυτοῦ: ἀντὶ τοῦ διʼ ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ· καὶ διʼ ἡμέραϲ ἀντὶ τοῦ δι᾿ ὅληϲ τῆϲ ἡμέραϲ.

[*](Synt.)

922 Διενοχλῶ ϲοι· καὶ αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

923 Διεντέρευμα: τὸ ἐρώτημα.

[*](Ε)

924 Διεξάγονταϲ: διοικοῦνταϲ. μεθυϲκομένουϲ καὶ ῥᾳδίωϲ διεξάγονταϲ τὰ κατὰ τὴν φυλακήν.