Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

885 Διαίταιϲ: ταῖϲ χωρὶϲ δικαϲτηρίου κρίϲεϲι. διαίτηϲ οὖν ἐν ἡδονῇ καὶ τύφῳ τιθεμένηϲ, τὸ καλὸν ἐθὰϲ γενόμενοϲ καὶ τὴν ὑποτυφομένην [*](Ε) ἀλαζονείαν ἐπὶ τῇ βαϲιλικῇ καραδοκίᾳ διὰ τῶν προϲώπων ἀπεμφαίνων ἀκροβατεῖν τε ἤρξατο καὶ μετέωρον τὸν αὐχένα [*](878 ═ Ba 197, 13 cf. Et. M. 272, 31, H v. διδυμάονεϲ, Ap. S. 58, 26, Aristarch. in sch. A ad 638; αὐλοῖϲι sq. τ 227 879 sch. Ar Av. 17 880 cf. Et. M. 266, 56; — βρέχεϲθαι ═ Ba 197, 28 cf. H, Ps. Herrodian. 242, Ludw. 83, 10 ὑγραίνω cf. Et. Gud. 881 ═ L, Ambr. 547 882 ═ Ba 194, 12 883 αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. ἀναπτύϲϲων sq. sch. Ar. Nu. 742 884 — τροφή cf. H; τροφή ═ Ambr. 570, Ps. Herodian. 19 κρίϲιϲ cf. Moer. 195, 13, Et. Gud., H v. διαιτόϲ τὴν sq. los. Ant. 3, 69 885 διαίτηϲ sq. Malch. fr. 9, FHG 4, 118b) [*](872 hinc v. Χαλκέντεροϲ, Ps. Hesych. 21 879 cf. 868, v. Α 4193, v. Θ"52 884 Z 515 885 cf. v. Z 84) [*](6 θεογραφίαϲ I 10 Ἡρακλέωνοϲ] ὀνομάτων suppl. Rohde, de Polluc. 13, 3 A(GITFVM) 877 om. FV non nov. gl. M 17 αὐλοῦϲι A 878 —922 om. T 879 om. Gl 21 διαχώρηϲιϲ AlFV Ambr. 25 ἡμέρα A cp. l ἡ alt. om. A 28 ἐθεὰϲ FV γενόμενοϲ GIF v. 84: γενόμενον M cp. γινόμενον A 28. 29 ὑποτυφωμένην VM cf. v. Z 84)

82
αἴρειν καὶ ϲυλλήβδην φάναι, προϲέχων πᾶϲιν ὥϲπερ οἰκέταιϲ ἀνθρώποιϲ.

[*](Δ)

886 Διαιτῆϲαι: κρῖναι, γνῶναι. καὶ Διαιτητήϲ, ὁ κριτήϲ.

[*](Σ)

887 Διαιτηταί· τοὺϲ ὑπὲρ πεντήκοντα ἔτη γεγονόταϲ καὶ καθαροὺϲ πάϲηϲ αἰτίαϲ ὑπειλημμένουϲ, ἀπὸ τοῦ ληξιαρχικοῦ γραμματείου κληρώϲανεϲ τὰ τῶν πολιτῶν διαιτᾶν ἐποίουν. ξένοιϲ μέντοι γε ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν οὐ ϲυγκεχώρητο. ἔξεϲτι δὲ τοῖϲ μεμφομένοιϲ δίαιταν ἐκκαλεῖϲθαι τὸ δημόϲιον δικαϲτήριον.

[*](Harp.)

888 Διαιτηταῖϲ: ἕτεροι παρὰ τοὺϲ δικαϲτάϲ εἰϲιν οἱ διαιτηταί. οἱ μὲν γὰρ ἐν δικαϲτηρίοιϲ ἐδίκαζον καὶ τὰϲ ἀπὸ τῶν διαιτητῶν ἀφεϲίμουϲ ἔκρινον, οἱ δὲ διαιτηταὶ πρότερον κλήρῳ λαχόντεϲ ἢ ἐπιτρεψάντων αὐτοῖϲ τοῖϲ κρινομένοιϲ διῄτουν. καὶ εἰ μὲν ἤρεϲκε τοῖϲ ἀντιδίκοιϲ, τέλοϲ εἶχεν ἡ δίκη· εἰ δὲ μή, τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰϲ προβλήϲειϲ καὶ μαρτυρίαϲ, ἔτι δὲ καὶ τοὺϲ νόμουϲ καὶ τὰϲ ἄλλαϲ πίϲτειϲ ἑκατέρων ἐμβαλόντεϲ εἰϲ καδίϲκουϲ καὶ ϲημηνάμενοι παρεδίδοϲαν τοῖϲ εἰϲαγωγεῦϲι τῶν δικῶν.

[*](Δ)

889 Διαιτητήριον: ἐν ᾧ διαιτῶνται.

[*](Σ)

Synt. 890 Διαιτῶν: δικάζων. καὶ Διαιτῶν, τὸ ἴϲον νέμων. δοτικῇ.

891 Δι᾿ αἰφνιδίου ὀπόϲ: τουτέϲτι τῆϲ ἐνθουϲιαϲτικῆϲ.

[*](Σ)

892 Διέβαλεν: ἐξηπάτηϲε. καὶ Θουκυδίδηϲ οὕτωϲ κέχρηται καὶ [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ. διέβαλέ μʼ ἡ γραῦϲ. ἀντὶ τοῦ ἐξηπάτηϲε.

[*](Δ)

893 Διεγείρωμεν: παροτρύνωμεν.

[*](Σ)

894 Διέγνωκα: κέκρικα.

[*](Harp.)

895 Διεγγύηϲιν: ἀντὶ τοῦ κατάϲταϲιν ἐγγυητῶν. Δημοϲθένηϲ.

[*](Δ)

896 Διέδριον. ὡϲ δὲ οὐκ ἴϲχυον τῇ εἰϲόδῳ χρήϲαϲθαι, ἄραντεϲ [*](Ε) αὐτὸν διεδρίῳ κατὰ τοὺϲ οἴκουϲ τῶν λεγομένων ϲχολῶν εἰϲεκόμιζον.

[*](Δ)

897 Δίεδροϲ.

[*](Σ)

898 Διεδοιδύκηϲε: διέγραψε τῇ χειρὶ ϲτρογγύλην αὐτὴν ποιήϲαϲ ὡϲ δοίδυκα.

[*](886 cf. Et. M, 267, 3; Διαιτήϲ sq. ═ H 887 — γεγονόταϲ cf. Bk. 186, 1 235, 23, H, Psell. PG 122, 1013d, sch. Pl. Leg. 920d; vs. 5 ἀπὸ sq. ═ Sabb. 888 Harp. ═ Sabb. 889 ═ Ambr. 650 890 ═ Ba 194, 9 δοτικῇ cf. Synt. Laur. 892 Θουκυδίδηϲ cf. ad 500; Ar. Th. 1214 διέβαλε sq. Ar. Th. 1214 c. sch. 894 ═ Ba 197, 18, H 895 Harp.; Dem. 24, 73 897 cf. H 898 ═ Lex. rhet. ap. Et. M, 273, 43, Et. Gen. cf. H; l. ═ fr. com. ad. 974)[*](887—90 sch. Dem. Bav. 21, 83 888 Vind. 8 891 hinc v. ὀπόϲ 2 892 cf. 500 894 Z 544 895 Z 517 896 Z 524 898 Z 544)[*](A(GIFVM))[*]( 1 προϲέχειν coniecit Bhd. 4 Διαιτητάϲ GIM 5 γραμματείου l; γραμματίου rell. 7 δίαιταν AFV: διαιτᾶν GlM 10 ἐφεϲίμουϲ F Harp. plen. 11 ἐπιϲτρεψάντων AFV 18 καὶ—δοτικῇ om. FV 19 αἰφηδίου A ὀπόϲ] ἤγουν φωνῆϲ ss. V 21 καὶ διέβαλέ M 23 παροτρινομεν FV 26 χρῆϲθαι F 897 om. GI)
83

899 Διέζευξε: διεχώριϲε. καὶ παρὰ τοῖϲ μουϲικοῖϲ διεζευγμένον λέγεται τὸ τετράχορδον. καὶ ϲυνεζεῦχθαι λέγουϲι τὸ ἐν τῷ αὐτῷ εἶναι.

900 Διέθει: διέτρεχεν.

[*](Σ)

901 Διεθρόηϲαν· Θουκυδίδηϲ· οἱ δὲ πρέϲβειϲ τῶν Ἀθηναίων διεθρόηϲαν, [*](Ε) ὡϲ χρήματα πολλὰ ἴδοιεν. ἀντὶ τοῦ διελάληϲαν, διεθορύβηϲαν.

902 Διέκδυϲιν: διεξέλευϲιν. τῶν δὲ δεϲμωτῶν εἷϲ ἀπορρήξαϲ [*](Σ) τὰ δεϲμὰ καὶ διεκδύϲ, εἶτα καταφεύγει ἐπὶ τὰ τῆϲ Δήμητροϲ πρόθυρα. [*](Ε) ἀντὶ τοῦ ὑπεξελθών, ἐκφυγών.

903 Διεκερμάτιϲε τὴν δραχμὴν ἐν τοῖϲ ἰχθύϲιν: ἀντὶ τοῦ

[*](Ar.)

904 Διεκόρηϲαϲ τὴν παῖδα: διεπαρθένευϲαϲ.

[*](Σ)