Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

865 Διδούϲ, διδόντοϲ, ἢ καὶ διδοῦντοϲ.

[*](Σ)

866 Δίδραχμον: ϲυντέλεϲιϲ, εἰϲφορά, λειτουργία. ἔχει δὲ τὸ δίδραχμον οὐγγίαϲ Ϛ΄, κ΄ ὀβολοί, γράμματα ἕξ.

[*](Δ)

867 Δίδωμί ϲοι: παρέχω ϲοι.

[*](Suid.)

868 Διδυμαχίαϲ: ὄνομα κύριον. ὅτι Ἀϲωπόδαροϲ καὶ Διδυμαχίαϲ ὁ ἀδελφὸϲ αὐτοῦ ἐπί ϲμικρότητι ϲώματοϲ διεβέβληντο.

[*](Δ)

869 Διδυμαῖοϲ.

870 Δίδυμον ξύλον: ἡ παρὰ Ῥωμαίοιϲ φοῦρκα. εὑρὼν δὲ Ἰλλοῦϲτον [*](Ε) φθορέα ἐκρέμαϲεν ἐπὶ διδύμου ξύλου. οὓϲ δὲ ζῶνταϲ ἐκ [*](Ε) διδύμων ξύλων ἀπαρτῶν.

[*](Hesy.)

871 Δίδυμοϲ, Ἀτήϊοϲ ἢ Ἄττιοϲ χρηματίϲαϲ, φιλόϲοφοϲ Ἀκαδημαϊκόϲ. Πιθανῶν καὶ ϲοφιϲμάτων λύϲειϲ ἐν βιβλίοιϲ β΄, καὶ ἄλλα πολλά.

[*](858 ═ L, Ambr. 643 et 646, Ps. Herodian. 268 859 — τραγῳδῶν Harp. Lex. Rhet in Et. Gen., Et. M 272, 22 cf. Sabb. οἱ sq. Soph. Phil. 387 8 831 ═ Synt. Laur., An. Ox. 4, 290, 13 862 Hdt. 3, 134, 4 863 ═ H 861 — Ϛ ═ Ba 197, 16, Σa. κ΄ ὀβολοί cf. Lavit. 27, 25. γράμματα ἕξ cf. Et. Gud. e sch. Greg. Naz. 19, 13 867 ═ Ambr. 695 869 ═ L cf. Ambr. 464 Et. M. 272, 44)[*](858 Z 528 860 ex 122 862 Z 517 863 cf. v. Ε 234 Z 543 864 Z 506 868 ex v. Α 4193 cf. v. Δ 879 870 hinc v. l 325 et v. φοῦγρκα)[*](A(GITFVM))[*]( 7 εἰϲ GTF Et. M Harp. plen. 12 γίγνονται GF 860 om. TFV mg. A 10. 11 διθυράμβων] διὰ θυράμβων A 11 τραγωδιῶν 13 Διδάϲκαλοϲ ex M κανών ss. Al ante gl. G om. M 865 ex ImgM 868 ex l (post 870), T (post 869), M cf. 879 24 ὅτι —25 διεβέβληντο om. T 870 non nov. gl. VM 27 εὖρον IV 27. 28 Ἰλλοῦϲ τὸν Kust. 31 Πιθανῶν] numerum exoidissc putat Diels Doxogr. 86)
81

872 Δίδυμοϲ, Διδύμου ταριχοπώλου, γραμματικὸϲ Ἀριϲτάρχειοϲ, [*](Hesy.) Ἀλεξαδρεύϲ, γεγονὼϲ ἐπὶ Ἀντωνίου καὶ Κικέρωνοϲ καὶ ἕωϲ Αὐγούϲτου· Χαλκέντεροϲ κληθεὶϲ διὰ τὴν περὶ τὰ βιβλία ἐπιμονήν· φαϲὶ γὰρ αὐτὸν ϲυγγεγραφέναι ὑπὲρ τὰ τριϲχίλια πεντακόϲια βιβλία.

873 Δίδυμοϲ νέοϲ, Ἀλεξανδρεύϲ, γραμματικόϲ, ὃϲ ἐϲοφίϲτευϲεν ἐν [*](Hesy.) Ῥώμῃ. ἔγραψε Πιθανά, Περὶ ὀρθογραφίαϲ καὶ ἄλλα πλεῖϲτα καὶ ἄριϲτα.

874 Δίδυμοϲ, ὁ Κλαύδιοϲ χρηματὶϲαϲ, γραμματικόϲ. Περὶ τῶν [*](Hesy.) ἡμαρτημένων παρὰ τὴν ἀναλογίαν Θουκυδίδῃ, Περὶ τῆϲ παρὰ Ῥωμαίοιϲ ἀναλογίαϲ, Ἐπιτομὴν τῶν Ἡρακλέωνοϲ· καὶ ἄλλα τινά.

875 Δίδυμοϲ, ὁ τοῦ Ἡρακλείδου, γραμματικόϲ, ὃϲ διέτριψα [*](Hesy.) παρὰ Νέρωνι καὶ ἐχρηματίϲατο· μουϲικόϲ τε ἦν λίαν καὶ πρὸϲ μέλη ἐπιτήδειοϲ.

876 Δίδυμοϲ, Ἀλεξανδρεύϲ· Γεωργικὰ ἐν βιβλίοιϲ ιε΄.

[*]( Hesy.)

877 Δίδυμοϲ καὶ ὁ ἀπόϲτολοϲ Θωμᾶϲ.

878 Δίδυμοι: ϲυνήθωϲ ἡμῖν καὶ οἱ ϲυμφυεῖϲ, ἰδίωϲ οἱ μόνοι· ἢ διϲϲῶϲ· [*](Σ) καί, αὐλοῖϲι διδύμοιϲ.

879 Διδυχμίαϲ καὶ ὁ ἀδελφὸϲ αὐτοῦ Ἀϲωπόδαροϲ ἐπὶ ϲμικρότητι [*](Ar.) ϲώματοϲ διεβέβληντο.

880 Διαίνεϲθαι: βρέχεϲθαι. Διαίνω γὰρ τὸ ὑγραίνω.

[*]( ΣΔ)

881 Διαίρεϲιϲ: ἡ διαχώριϲιϲ.

[*](Δ)

882 Διαιωνιεῖ: διʼ αἰῶνοϲ παραμενεῖ.

[*](Σ)

883 Διαιρῶν· αἰτιατικῇ. ἀναπτύϲϲων, δοκιμάζων καὶ διακρίνων τὰ [*](Ar.) πράγματα καὶ οἷον διαίρεϲιν αὐτῶν ποιῶν.

884 Δίαιτα: ἡ καθ᾿ ἑκάϲτην ἡμέραν τροφή. καὶ ἡ κρίϲιϲ. τὴν [*](Δ) τῶν ἐγκλημάτων δίαιταν ἐπίτρεψον ἄλλοιϲ.

[*](Ε)