Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

563 Διαθήκη: δυικῶϲ ἐκφωνεῖται. ἡ μὲν ἐπὶ θνηϲκόντων διατάξεωϲ [*](Σ) καὶ ἐνταλμάτων χαρακτῆρα φέρουϲα. θατέρα δὲ διαθήκη καὶ ἡ θεοῦ πρὸϲ Ἀβραὰμ καὶ τοὺϲ λοιποὺϲ προπάτοραϲ γενομένη ἐπαγγελία, ἐκ τοῦ ϲπέρματοϲ αὐτῶν ἀναϲτήϲειν τὸν κύριον ἡμῶν καὶ θεὸν Ἰηϲοῦν Χριϲτόν. καὶ παρὰ Ἀριϲτοφάνει διαθήκη, ἡ ϲυνθήκη. ἢν μὴ διάθωνται [*](Ar.) διαθήκην ἐμοί. καὶ Διατίθεμαι, ἀντὶ τοῦ ϲυντίθεμαι.

564 Διαθήκη καὶ ὁ νόμοϲ. Δαβίδ· ἐβεβήλωϲαν τὴν διαθήκην αὐτοῦ. [*](Thdr.) εἴρηκε γάρ, ἀγαπήϲειϲ τὸν πληϲίον ϲου ὡϲ ἑαυτόν. οἱ δὲ οὐκ ἤκουϲαν αὐτοῦ.

565 Διαθήκην διαθώμεθα, ἢν διέθετο πίθηκοϲ τῇ γυναικί· [*](Ar.) ἀντὶ τοῦ ϲυνθήκην. αἰϲχρὸϲ γάρ τιϲ τὴν ὄψιν ϲυνεχῶϲ τῇ γυναικὶ διαπληκτιζόμενοϲ διέθετο ἐπὶ φίλων, μήτε τύπτειν μήτε τύπτεϲθαι μήτε δάκνειν, ὡϲ αὐτὸν φιλοῦντα, μήτε δάκνεϲθαι. οἷον, ϲὺ μὲν οὐχ ἑλκύϲειϲ τῶν ὀρχιπέδων, οὐδὲ ἐγὼ τῶν τριχῶν. ἔοικε δὲ τὸν Παναίτιον κωμῳδεῖν· ὡϲ καὶ ἐν Νήϲοιϲ· καταλιπὼν ἀναίτιον πίθηκον. ἔνθα καὶ μαγείρου πατρὸϲ εἶναι λέγει αὐτόν. πίθηκον μὲν διὰ τὸ πανοῦργον, μαχαιροποιὸν δὲ τὸν μαχαίραιϲ ἐργαζόμενον, ὡϲ μάγειρον. αὐτόθεν οὖν φηϲιν αὐτὸν μαχαιροποιόν. ὁ γὰρ Παναίτιοϲ μάγειροϲ μικροφυὴϲ ἦν. διαβάλλει δὲ αὐτὸν Ἀριϲτοφάνηϲ ὡϲ καταλαβόντα τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχευομένην· ἐδυναϲτεύετο γὰρ ὑπʼ αὐτῆϲ μεγάληϲ οὔϲηϲ.

566 Διαθλίβειν· ζήτει ἐν τῷ βλιμάζειν.

567 Διαθλοῦντεϲ: πονοῦντεϲ. καὶ Διαθλῶ· αἰτιατικῇ.

[*]( Σ Synt.)

568 Διάθρυπτε.

[*]( Δ)

569 Διαθρύπτεται: χαυνοῦται, διαλύεται.

[*]( Σ)[*](560 ἦν sq. Dam. fr. 24 ═ Phot. bibl. p. 336 b 26 —8 561 ═ Σᵃ, Ba 193, 31 563 θατέρα ═ Σᵃ, Et. Gud; — φέγρουϲα ═ Ba 194, 2, Zon. 511 vs. 15 διαθήκη — ἐμοί sq. Ar. Av. 439 c. sch.; Διατίθεμαι sq. sch. Ar. Av. 444 564 Thdr. in Ps. 54, 21, PG 80, 1280b 565 Ar. Av. 410—1 c. sch.; Ar. fr. 394 567 πονοῦντεϲ ═ Ba 194, 1 Διαθλῶ sq. ═ Synt. Laur. 560 ═ Ba 194, 8)[*](562 ex v. ῥυϲμόϲ 565 hinc v. πίθηκοϲ 1, v. ὀρχιπέδων, v. Παναίτιοϲ 2 fin., v. Γ 503)[*](4 γὰρ ex FVM 9 διαπράξοι Σa 562 ex M 14 αὑτὸν GVM A(GITFVM) 17 Δαβίδ om. FV mg. AM 20 ἥν] ἢν γάρ V 568 om. G; διαμέριζε add. T)
58
[*](Ar.)

570 Διακαυνίϲαϲθαι: διακληρώϲαϲθαι.

[*](Ar.)

571 Διακεκαυμένον: πῦρ ἐν ἑαυτῷ ἔχον. Ἀριϲτοφάνηϲ· δόϲ μοι ϲπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ. τί δ᾿, ὦ τάλαϲ, τοῦδ᾿ ἔχῃ πλέκουϲ χρέοϲ: χρέοϲ μὲν οὐδέν, βούλομαι δ᾿ ὅμωϲ λαβεῖν. οἱ γὰρ πρεϲβύτεροι διὰ τὸ μόλιϲ βαδίζειν ἐν ϲπυρίδι ἔκρυπτον τὸν λύχνον, ὥϲτε ϲψζειν τὸ πῦρ.

[*](Σ)

572 Διακεκναιϲμένη: διεφθαρμένη. καὶ Διακεκναιϲμένοϲ, [*](Ar.) ἠμαυρμένοϲ. εἰ γενοίμην ώχρόϲ, ὡϲ οἱ περὶ τὸν Σωκράτην, καὶ ἀνυπόδετοϲ καὶ ῥυπῶν. οἱ γὰρ ἱππεῖϲ εὖχροι καὶ ὑποδεδεμένοι καὶ ἐν γυμναϲίοιϲ ἐξεταζόμενοι καὶ παλαίϲτραιϲ. καὶ ἐν Ἱππεῦϲι· μὴ φθονεῖτε ἡμῖν κομῶϲι μηδ᾿ ἀπεϲτλεγγιϲμένοιϲ. τουτέϲτι λιπῶϲι. τοῦτο οὖν καὶ νῦν ὁ νεανίϲκοϲ δεδοικέναι φηϲί, τὸ ἀπεχθέϲθαι τοῖϲ περὶ τὴν ἱππικὴν ἔχουϲιν, εἰ καταλιπὼν τὸ κοϲμεῖν τὸ ϲῶμα καὶ μετιέναι τὰ τῶν ἱππέων ἐπιτηδεύματα, τῶν φιλοϲόφων μετέλθω. καὶ ἐν Νεφέλαιϲ οὐ γὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν τοὺϲ ἱππέαϲ τὸ χρῶμα διακεκναιϲμένοϲ.

[*](Σ)

573 Διακέκοπται: οἷον ἀδόκιμόν ἐϲτι. διέκοπτον γὰρ τὸ ἀδόκιμον οἱ παλαιοί.

[*](Σ)

574 Διακεκορῆϲθαι: διαπεπαρθενεῦϲθαι, τετμῆϲθαι τῇ μίξει.

[*](Σ)

575 Διακεκριμένωϲ. διακεχωριϲμένωϲ.

[*](Synt.)

576 Διακελεύω· δοτικῇ.

577 Διακενῆϲ: ἄνευ τινὸϲ προφάϲεωϲ. Δαβίδ· αἰϲχυνθήτωϲαν οἱ ἀνομοῦντεϲ διακενῆϲ.

[*](Δ)

578 Διάκενοϲ: ἡ κενή.

[*](Ε)

579 Διακεχαραγμένοϲ: ξίφεϲι πεπληγμένοϲ. ὁ δὲ διεϲώθη ειϲ τὸν Ναρϲῆν διακεχαραγμένοϲ τὸ ϲῶμα.

[*](Synt.)

580 Διακεχείρικε· γενικῇ. ὥϲθ᾿ ἅπαντα τὸν βίον ὑπεύθυνον εἶναι ὁμολογῶν, ὧν διακεχείρικεν, ἢ πεπόλιται παῤ ἡμῶν. Διαχειρίζω δὲ αἰτιατικῇ. καί αὐτὸϲ ἑαυτὸν διεχείριϲε. καὶ διαχειρίϲαϲ ὀρθῶϲ τὴν οὐϲίαν παρέδωκε τοῖϲ υἱέτι.

[*](570 cf. sch. Ar. Pac. 1081, H, Et. M. 267, 18 571 Ar. Ach. 453—5 c. sch. 572 — διεφθαρμένη ═ Ba 194, 18, Et. M 267,15 cf. sch. Ar. Nu.120, Ludw. 1616 Διακεκναιϲμένοϲ sq. Ar. Nu. 119 —20 c. sch., Ar. Eq. 580 573 ═ Et. M 267, 12 Et. Gen. Phryn. fr. 301 574 ═ Ba 194, 16 575 ═ Zon. 535 et 555; l. Ba 194,19 διακεχωριϲμένωϲ cf H ═ sch. ι 220 577 αἰϲχυνθήτωϲταν sq. Ps. 24, 3 578 cf. Ambr. 559 579 ὁ sq. Men. Prot. attr. Bhd. 580 cf. Synt Gud. 590; — ἡμῶν Bk 132, 11; γενικῇ cf. Synt. Laur.; ὥϲθ᾿ — ἡμῶν Dem. 18, 111. Διαχειρίζω αἰτιατικῇ ═ Bk 134, 9)[*](571 cf. v. χρέοϲ 1 et v. ϲπυρίδιον 572 Ar. Eq. cf. v. 1030 574 hinc 687 et v. πεπαρθενεῦϲθαι cf. 591 et 904 577 Z 535 ═ 555)[*](A(GITFVM))[*]( 1 Διακαυνίϲαϲθαι] Διακαινίϲαϲθαι lTF διαγωνίϲαϲθαι G Διακαυνιάϲαι Ar. H Et. 3 ϲπυρίδιον Ar.: ϲπυρίδι T ϲπυρίδα F cp. rell. cf. s v. ἔχῃ] ἔχθῃ V 11 φθονεῖϲται V λιμῶϲι FV 12 ἀπέχεϲθαι GVM 14 τῶν alt.] τὰ τῶν sch. 15 ITM: τλαίη A τλαίειν F πλαίην G παλαίειν V διακεκναιϲμένουϲ AGIM 19 διαπεπαρθενεῦθαι FV cf. 687 20 διακεχωριϲμένυωϲ om. FVM Ba 580 om. TFV post 581 G)
59

581 Διακεχρημένον: ἀντὶ τοῦ κατὰ μέροϲ δεδανειϲμένον. [*](Harp.) Δημοϲθένηϲ.

582 Διακεχυμένοι: ἐκλελυμένοι τὴν ψυχὴν ὑπὸ χαρᾶϲ. τινὲϲ δὲ [*](Ε) τῶν νεανίϲκων ἀπήντων πρὸϲ άϊον διακεχυμένοι καί τι καὶ προϲπαίζοντεϲ ἀλλήλοιϲ.