Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1634 Δυϲηχήϲ: ὁ κακόηχοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ῥυϲαμένη Πύθωνα [*](Anth.) δυϲηχέοϲ ἐκ πολέμοιο ἀϲπὶϲ Ἀθηναίηϲ ἐν τεμένει κρέμαται.

1635 Δυϲίατον: ἀθεράπευτον. καὶ Δυϲιατότερον ὁμοίωϲ.

[*](Δ)

1636 Δυϲιθάλαϲϲα: τὰ εἰϲ τὴν θάλαϲϲαν ἐμβαλλόμενα. καί, δίκτυα [*](Anth.) δυϲιθάλϲϲϲα.

[*](1617 ═ Ba 202, 30, Ambr. 1146, H 120 ═ Ba 203, 2, Σa, Et. Gen. cf. Et. M. 291, 52, H, Ambr. 1066 1321 ═ Et. Gen. cf. Et. M 291, 49, H; l. cf. Ambr. 1129 1623 ἐρῶν cf. Ba. 203, 1, Ambr. 1067 ἀποϲφαγεῖϲαν sq. Iambl. fr 19 (═ Aelian 7r. 215) 1624 cf. sch. η 307 1625 cf Ludw. 16, 4 157, 6; aliter H ═ Ambr. 1059; l. ═ L 1626 aliter Ambr. 1139; l. ═ L 1627 aliter Ambr. 1046 et H 1628 l. ═ Ambr. 1131 1629 χαλεπόϲ H cf. sch. γ 154; aliter L 1630 ═ Ba 203, 6, H cf. Ambr. 1144 1631 ═ Σa Ba 203, 7, Et Gen., Et. 5M. 292, 3 cf. H 1332 cf. H v. δυϲήνυτοϲ, Ba 203, 5 Ambr. 1052, Ludw 16, 5 1634 — κακόηχοϲ ═ Ambr 1053 cf. H, sch. Λ 589 ῥυϲαμμένη sq. Anth. 6, 141 1635 Δυϲίατον ═ Ambr. 1149. Δυϲιατότερον cf. Ambr. 1094 1036 δίκτυα sq. Anth 6, 38, 1)[*](1617 Z 583 1618 ὅτι sq. ex v. Α 157 cf. v. Ε 2241 1619 binc v. Α 1786 Z 582 1021 cf. v. Ε 3442 1622 —3 Z 575 1630 Z 583 1661 cf. v. Ε 3472 H 387 1632 —3 Z 583 1634 Z 576)[*](4618 om. TF V mg AM post 1620 GI 2 φιλομαθίᾳ l 5 δώρατοϲ A A(GITFVM) ἀοιϲτοτέραν F FVM 10 ὡϲ] ὁ ITF Zon. 1629—30 ante 1624 AacGIT 18 κακόηχοϲ ex vs. 24 irrepsiuse perapexit Hemst. 19 ἔχειν A 21 τοὺϲ om. Et. Eust. 25 κοέμαϲται F VM 26 Δυϲιατώτερον M)
150
[*](Δ)

1637 Δυϲίτητοϲ.

[*](Ε)

1638 Δυϲθανατῶντα: βιαίωϲ τὸν βίον καταϲτρέφοντα. ἐν δέ τινι μοίρᾳ τῆϲ ἀτραποῦ δυϲθανατῶντα ϲτρατιώτην Ῥωμαῖον περιεβλέψαντο, τέτραϲι βολαῖϲ τὸ ϲῶμα κοϲμούμενον.

[*](Soph.)

1639 Δύϲθεοϲ: ἀϲεβήϲ. ὦ δύϲθεον μίϲημα, ϲοὶ μόνῃ πατὴρ τέθηκεν;

[*](Ε)

1640 Δυϲθετήϲαϲ· ὁ δὲ Νάβιϲ δυϲθετήϲαϲ ταῖϲ ϲυνθήκαιϲ οὐ προϲέϲχε τοῖϲ γραφεῖϲιν. ἀντὶ τοῦ μὴ ϲτέρξαϲ ταῖϲ ϲυνθήκαιϲ, μὴ [*](Ε) ἐμμείναϲ. καὶ Δυϲθετούμενοι, ἀντὶ τοῦ κακῶϲ διατιθέμενοι. καί, δυϲθετούμενοι τοῖϲ ϲυμβαίνουϲιν ἀποδυϲπετοῦϲι.

[*](Σ)

1641 Δυϲθήρατοϲ: ὁ δυϲεύρετοϲ.

[*](Soph.)

1642 Δύϲθυμοϲ: κακόβουλοϲ. Σοφοκλῆϲ· ἐγὼ μὲν οὐκ εἰμὶ τοῖϲ πεπραμέοιϲ δύϲθυμοϲ· εἰ δέ ϲοι δοκῶ φρονεῖν κακῶϲ, γνώμην δικοίαν ἔχουϲα τοὺϲ πέλαϲ ψέγε.

[*](Σ)

1643 Δυϲκάθεκτον: δυϲνόητον, ἀκατάληπτον.

[*](Σ)

1644 Δυϲκελάδου: κακοήχου.

[*](Anth.)

1645 Δυϲκίνητε: ἀμείλικτε, δυϲμετάθετε. Ἅιδη δυϲκίνητε, τί τὴν ἐπέραϲτον ἑταίρην ἥρπαϲαϲ; ἢ καὶ ϲὴν Κύπριϲ ἔμηνε φρένα,

[*](Hom.)

1646 Δυϲκλέα: Ὅμηροϲ κατὰ ϲυϲτολὴν ἐκφέρει τὰ τοιαῦτα. δυϲκλέα Ἄργοϲ ἱκέϲθαι. καὶ ἀκλέα, ἀντὶ τοῦ ἄδοξον. οἱ δὲ Ἀττικοἰ ἐκτείνουϲι.

[*](Σ)

1647 Δυϲκλεέϲ: ἄδοξον, ἄτιμον, ἀπρεπέϲ. μὴ γὰρ οὕτωϲ ὑφʼ [*](Ε) ἡλίῳ δυϲκλεὴϲ εἴην, ὥϲτε τὸν ἐμὲ ϲώϲαντα μὴ ἀντιϲῶϲαι.

[*](Δ)

1648 Δυϲκλῃδόνιϲτον: δυϲφήμιϲτον· Δυϲκλυδώνιϲτον δὲ δυϲ ἐκβατο.

[*](Phil.)

1649 Δυϲκολαίνειν· λέγει Ἀριϲτοτέληϲ· δυϲκολαίνει γὰρ ὁ μὴ διὰ προϲηκουϲῶν ἀποκρίϲεων φθείρων καὶ κωλύων γίνεϲθαι ϲυλλογιϲμόν. δυϲκολία δέ ἐϲτιν ἀπόκριϲιϲ παρὰ τὰϲ διαλεκτικὰϲ ἀποκρίϲειϲ ϲυλλογιϲμοῦ φθαρτική.

[*](Ar.)

1650 Δυϲκολοκάμπτουϲᾠδάϲ: τὰϲ κεκλαϲμέναϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ δέ τιϲ ἐπικάμψειέ τινα καμπήν, οἵαϲ οἱ νῦν τὰϲ κατὰ Φρῦνιν ταύταϲ [*](1637 cf. Ambr. 1054 1638 ἐν sq Th Simoc 2, 6, 1 1639 Soph. El. 289—90 c. sch. 1649 — γραφεῖϲιν Polyb. fr. 128 δυϲθετούμενοι soph. Polyb. 33, 17, 2 ═ ES 200, 27 —8 1641 ═ Ba 203, 4, H cf Ludw. 16, 6 1642 Soph. El. 549 —551 c. sch. 1643 ═ Ba 203, 10 1644 ═ Ba 203, 11 cf Et. M. 292, 9; H ═ sch. Π 357 1645 Ἄιδη sq. Anth. 7, 221, 5 6 1646 (praeter ἀντὶ τοῦ ἄδοξον) ═ sch. A (Aristonic.) in B 115 1647 ἀπρεπέϲ ═ Ba 203,12; ἄδοξον cf. H; Et. M. 292,10═ Et. Gen.; An. Ox. 2, 432, 13 μἠ sq. Iambl. fr.10 1648 cf. Ambr.1140, L 1649 Alex An. Ox 558, 9, 11—12; 559, 5—6 1650 Ar. Nu. 970— 2 c. sch.) [*](1638 Z 586 1340 Polyb. 33 cf v. Α 3306. Z 586 1641 —2 Z 577 1644 Z 581 cf. 583 1645 hinc v. Α 467 1649 Z 585 at 580 1650 cf. v. B 488; hinc v. πολλάϲ, Z 580) [*](A(GITFVM))[*]( 2 τινα GI 13 ϲοι] οἱ V 14 τοῦ A 22 ὑφ’ Kust.; ἐφ’ omnes 31 καμπτήν Gl)

151
τὰϲ δυϲκολοκάμπτουϲ, ἐπιτριβέϲθω τυπτόμενοϲ πολλὰϲ ὡϲ τὰϲ Μούϲαϲ ἀφανίζων.

1651 Δύϲκωφοϲ: ὁ ἐκ μέρουϲ ἀκούων.

[*](Σ)

1652 Δυϲλόγιϲτον: ὅμοιον τῷ πρᾶγοϲ ἄϲκοπον.

[*](Soph.)

1653 Δύϲλοφα: χαλεπῶϲ φερόμενα.