Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

15

141 Δεδειχόταϲ: δείξανταϲ. Δεδηχόταϲ δὲ δακόνταϲ.

[*]( Δ)

142 Δέδηγμαι τὴν καρδίαν: ἠνίαμαι, λελύπημαι. καὶ Ὅμηροϲ· [*](Ar.) δάκε δὲ φρέναϲ Ἕκτορι μῦθοϲ. καί, θυμοδακὲϲ μῦθοϲ. καρδίαν δὲ εἶπε, παρόϲον περὶ τὴν καρδίαν ϲυνίϲταται τὰ τοῦ θυμοῦ καὶ τὰ τῆϲ ἡδονῆϲ. παῤ Ὁμήρῳ Ὀδυϲϲεύϲ· ϲτῆθοϲ πλήξαϲ, κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ, τέτλαθι κραδίη φάϲκων.

143 Δεδημευμέναι: ἀπηγορευμέναι.

[*](Σ)

144 Δέδηε: φλέγει.

[*]( Δ)

145 Δεδήϲεται: δεθήϲεται.

[*]( Δ)

146 Δεδηχόταϲ: δακόνταϲ.

[*]( Δ)

147 Δέδια: φοβοῦμαι.

[*]( Δ)

148 Δέδιθι: φοβήθητι.

[*]( Δ)

149 Δεδιξάμενοι: φοβηθέντεϲ.

[*]( Δ)

150 Δεδίξεϲθαι: ἐκφοβῆϲαι, διῶξαι. ἦχον ἐγεῖραι ϲυμμιγῆ τε [*](Σ) καὶ ἄγριον, καὶ ϲὺν τῷ ἀλαλάγματι ἐπιδουπῆϲαι τοῖϲ τυμπάνοιϲ, ὡϲ [*](Ε) καταπλῆξαι καὶ δεδίξεϲθαι τὸ Ῥωμαϊκόν.

151 Δεδιότεϲ. καὶ Δεδιώϲ, φοβούμενοϲ. οἱ δὲ ἀμφὶ τοῖϲ [*](Δ) οἰκείοιϲ δεδιότεϲ ἐνταῦθα πρῶτον ἠξίουν ἰέναι.

152 Δεδίϲϲω: ἐκφοβῶ. τὰ δὲ διὰ δύο ϲϲ ῥήματα ἓξ φωνήεντα παραλαμβάνει. α· ἄλλοϲ, ἀλλάϲϲω. ε· πῦρ, πυρόϲ, πυρέϲϲω. η· πτήϲϲω. ι· δεδίϲϲω καὶ δειδίϲϲω καὶ δεδίττω. καὶ Δεδιττόμενοϲ, ἐκφοβῶν. [*](Σ) υ· ἀφύϲϲω, τὸ ἀπαντλῶ. ο· τὸ γὰρ ὄϲϲω ἐκ τοῦ ὄπτω ἐϲτὶ μετηλλαγμένον. ω· ὀνειρώϲϲω, ἀγρώϲϲω.

153 Δεδιττόμενοϲ: ἐκφοβῶν.

154 Δεδμήμεθα: ὑποτετάγμεθα.

155 Δεδμημένοι: δεδαμαϲμένοι. καὶ Δέδμηνται. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Σ) οἱ δὲ χαλινοὶ ϲτοιχηδόν, ξεϲτοί τ᾿ ἀμφίβολοι κάμακεϲ δέδμηνται, [*](Anth.) ποθέουϲαι ὁμῶϲ ἵππουϲ τε καὶ ἄνδραϲ, Παλλαδίου.

[*](141 ═ Ambr 261—2; δείξανταϲ cf. H v. ἔδειξα 142 sch. Ar. Ach. 1 Ε 493, θ 185, υ 17 143 ═ Ba 189, 9 144 cf. H v. δεδήει 145 ═ Ambr. 257, H 146 ═ Ambr. 262 147 ═ Ps. Herodian. 18 cf. Et M. 253, 6; l ═ L 148 ═ Ambr. 266 cf. H 149 ═ Ba 189, 6 150 — διῶξαι ═ Ba 189, 7, H ἦχον sq. Men. Prot. fr. 31, FHG 4, 236 151 Δεδιώϲ, φοβούμενοϲ ═ Ambr. 273, Ba 189, 10, An. Ox. 2, 432, 19 152 — δεδίττω + υ· ἀφύϲϲω sq. cf. An. Ox. 1, 26, 7, Et. M. 14, 5 Δεδιττόμενοϲ, ἐκφοβῶν cf. ad 153 153 ═ Ba 189, 8, gl. Dionys. PG 4, 25 cf. Ambr. 260 154 ═ Ba 189, 12, sch Ε 878 155 — δεδαμαϲμένοι ═ Ba 189, 13 cf H. sch. Ζ 244, Ambr. 255 οἱ sq. Anth. 6, 131, 1—4)[*](141 cf. 146; Z 485 142 Z 487 143 Z 486 144 cf. 140 146 cf. 141 147 cf. 302 et v. Ε 200 150 cf. 304 et v. Ε 2310 151 cf. 302; Z 486 152 cf. v. Α 4665 153—5 Z 487)[*](1 Δεδηχόταϲ δέ δακόνταϲ om. GIT 144 om. l 8 Δεδήϲ AF 19 Δε· A(GITFVM) δίϲϲαι ἐκφοβῆϲαι GIT 20 παραλαμβάνει] μᾶλλον δὲ ἑπτά, μετὰ τοῦ ω τοῖ μεγάλου add T 21 καὶ δειδίϲϲω om. Gl(T) 22 υ—24 ἐκφοβῶν om V om. Bas cf. An. Ox., Εt. ὄϲϲω] ἥϲϲω A ὄπτω] ἵπτω A 28 Πάλλαδι Anth.)
16
[*](Σ)

156 Δεδοκημένοϲ: ἐκδεχόμενοϲ, ἐνεδρεύων, δοκεύων καὶ ἐπιτηρῶν.

157 Δεδοκιμαϲμένα: κεκριμένα. ἔγραψε δὲ Εὐϲέβιοϲ καὶ ἄλλα [*](Hesy.) ὑπομνήματα δεδοκιμαϲμένα.

[*](EV)

158 Δεδοξοποιημένον: δόξῃ κοϲμούμενον. Πολύβιοϲ· τὰ μὲν γὰρ ἄλλα ζῷα ταῖϲ τοῦ ϲώματοϲ ἐπιθυμίαιϲ δουλεύει· τὸ δὲ τῶν ἀνθρώπων γένοϲ καὶ προϲδεδοξαϲμένον οὐχ ἦττον διὰ τὴν ἀλογιϲτίαν ἢ διὰ τὴν φύϲιν ἁμαρτάνει.

[*](Σ)

159 Δέδορκεν: ὁρᾷ, βλέπει.

[*](Prov.)

160 Δέδοται καὶ κακοῖϲιν ἄγρα: ἐπὶ τῶν παῤ ἀξίαν εὐπρα γούντων.