Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

101 Δαφοινόν: τὸ πάνυ φοινίϲϲον. ϲᾶμα τόδε φθιμένου μενεδίου εἴϲατο Δάμιϲ ἵππου, ἐπεὶ ϲτέρνον τοῦδε δαφοινὸϲ Ἄρηϲ τύψε.

[*]( Auth.)

102 Δάψατο· ἁ μεγάλα δ᾿ Αἴγυπτοϲ ἑανῷ δάψατο χαίτην.

[*]( Suid.)

103 Δαψίδων· Πολύβιοϲ· οἵων γὰρ ἂν δέκα ϲυμβαίνῃ τὸ τοῦ τείχουϲ [*](Ε) ὕψοϲ, τοιούτων ιβ΄ δεήϲει τὰϲ κλίμακαϲ δαψίδων ὑπάρχειν. τουτέϲτιν ---

104 Δαψιλέϲτατοϲ: πολυτελέϲτατοϲ. λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ ῥευμάτων, [*](Σ) καὶ ἐπὶ τῶν μεγαλοψυχούντων.

105 Δαψίλεια: ἡ πολυτέλεια. καὶ Δαψιλήϲ, ὁ πολύϲ.

[*](Δ)

106 Δαιδάλεον: τῇ καταϲκευῇ ποικίλον. κεκρύφαλον τόνδε λαβεῖν [*](Σ) Σαμύθαϲ. δαιδάλεόϲ τε γάρ ἐϲτι καὶ ἁδύ τι νέκταροϲ ὄζει. [*](Anth.) καὶ Δαιδαλόειϲ, ὁ ποικίλοϲ.

107 Δαίδαλον: ποικίλον καταϲκεύαϲμα. ἀπὸ Δαιδάλου τινὸϲ μηχανοποιοῦ, [*](Σ) ὃϲ καταϲκευάϲαϲ διάφορα μηχανήματα γέγονε περιβόητοϲ. οὐκοῦν διαλαθὼν ἐπὶ τῷ βωμῷ κατέπηξε τὰ δαίδαλα τῶν τριπόδων, [*](Ε) ἃ ἐπήγετο.

108 Δαιδαλόχειρ: ὁ ποικίλα καὶ ἐξαίϲια ταῖϲ χερϲὶν ἐργαζόμενοϲ. Δῆριϲ ὁ δαιδαλόχειρ τῇ Παλλάδι πῆχυν ἀκαμπῆ ἄνθετο. καὶ αὖθιϲ [*](Anth.) Αἰλιανόϲ· ἦν δὲ τὰ λυχνία ἀργύρου πεποιημένα καὶ τέχνηϲ θαυμαϲτῆϲ [*](Ε) δαίδαλα. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὧ χρυϲοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κύπριδοϲ [*](Ar.) ἔρνοϲ.

[*](100 ═ Zen. Ill 12 101 φοινίϲϲον cf. H v δαφοινοί ϲᾶμα sq Anth. 7, 208, 1—3 103 Polvb 9, 19, 6 104 ═ Ba 189, 1, H 105 — πολυτέλεια ═ Ambr 99; Δαψιλήϲ sq. ═ Ambr. 2 cf, H 106 ποικίλον ═ Σa, Ap. S. 56, 7 cf. Et. M. 251, 2 (═ Lex. rhet. in Et. Gen.); ποικίλον Ba 187, 24 Ambr. 109, H cf. sch. Z 418 κεκρύφαλον—ὄζει Anth. 6, 275, 2—3 Δαιδαλόειϲ sq. cf. Ambr. 10 107 καταϲκευάϲαϲ ═ Ba 187, 25; ἀπὸ—διάφορα cf. Et. M 251, 4 οὐκοῦν sq. Aelian. fr. 287 108 Δῆριϲ—ἄνθετο Anth. 6, 204, 14 ἦν—δαίδαλα Aelian. fr. 138 sq. Ar. Eccl. 971)[*](101 Z 471; Anth. cf. v. μενεδάιοϲ ἵπποϲ 102 ex v. Ε 9 104 Z 466 106 hinc v. Σαμύθϲ 108 Z 463; Anth. hinc 491. Ar. cf. v. Θ 520)[*](1 θεῶν] ἕθνων A καὶ] φαϲιν add Daub, Rh Mus 35, 67 9 φορῶ] A(GITFVM) φέρω V 10 ἀλεξιφάρμακον] ἀλεξίκακον φάρμακον VM 11 ϲᾶμα AFM: ϲῶμα rell. μνᾶμα Anth. 12 δαφοινὸϲ] δαφοινὸν v. μενεδάϊοϲ Anth. 102 om. GTFV 15 δαψιλῶν Polyb. τουτέϲτιν om TF; lac. indic IVM 24 καταϲκεύαϲε V (non Ba) γέγονε γέγονε δὲ V 25 κατέπηξε] κατεπάτηϲε F 27 ποικίλοc V 28 ἀκαμπῆ] ἀγκακῆ M 29 δὲ om. V)
12
[*](Prov.)

109 Δαιδάλου πτερά: ἐπὶ τῶν δι᾿ ἀπορίαν προϲθήκηϲ χρωμένων παρελκύϲει.

[*](Prov.)

110 Δαιθάλου ποιήματα: ἐπὶ τῶν ἀκριβούντων τὰϲ τέχναϲ. [*](Σ) ἐπειδὴ οἱ παλαιοὶ δημιουργοὶ ϲυμμεμυκόταϲ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ ἐποίουν, ὁ δὲ Δαίδαλοϲ ἀνεπέταϲεν αὐτοὺϲ καὶ τοὺϲ πόδαϲ διέϲτηϲε. καὶ Ὅμηρό φηϲιν· ὃϲ χερϲὶν ἠπίϲτατο δαίδαλα πάντα τεύχειν· ἔξοχα γάρ μιν ἐφίλατο Παλλὰϲ Ἀθήνη· ὃϲ καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆαϲ ἐΐϲαϲ.

[*](Δ)

111 Δαιδάλλω· ῥῆμα.

[*](Σ + x)

112 Δαίει: καίει. καὶ Δαιομένη, μερίζουϲυ, διαιροῦϲα. δαίω γὰρ καὶ τὸ μερίζω. ἐξ οὗ καὶ δαιτυμών καὶ Δαίϲ, δαιτόϲ, ἡ εὐωχία.

[*](Σ)

113 Δαίμονα: ἐκϲτατικόν. φαϲὶ δὲ οἱ φιλόϲοφοι δαίμοναϲ εἶναί [*](Phil.) τιναϲ ἀνθρώπων ϲυμπάθειαν ἔχονταϲ.

[*](Δ?)

114 Δαιμονᾶν: ὑπὸ δαίμονοϲ κατέχεϲθαι, καὶ μαίνεϲθαι. καὶ [*](EV) Δαιμονήϲαϲ. ὁ δὲ ἐξέλιπε τὸν βίον δαιμονήϲαϲ, διὰ τὸ γενέϲθαι τινὰϲ ἐπιϲημαϲίαϲ τοῦ δαιμονίου διὰ τὴν περὶ τὸ ἱερὸν παρανομίαν.

[*](Σ)

115 Δαιμόνιε: μακάριε.

[*](Δ)

116 Δαιμονίᾳ: δαιμονίωϲ. ἀδελφῆϲ υἱὸϲ ἔτη ιη΄ γεγονώϲ, ἐπιδειξάμεοϲ εὐθὺϲ ἐκ νέων φύϲεώϲ τινα ῥώμην δαιμονίαν· ὃϲ ἀπὸ τέγουϲ πεϲὼν παραχρῆμα ἐτελεύτα τὸν βίον.

[*](Δ)

117 Δαιμόνιοϲ ὁρμή: τοῦ δαίμονοϲ, ἢ τοῦ θεοῦ.

[*](Δ Ε)

118 Δαιμονίωϲ: παραδόξωϲ. ἐθεραπεύθη δέ, ἔφη, δαιμονίῳ [*](Ε) τρόπῳ. ὁ δὲ ἐϲ τὰ ἀφροδίϲια δαιμονίωϲ ἐϲπουδακώϲ. ἀντὶ τοῦ παραδόξωϲ, ὑπερφυῶϲ.

[*](Ar.)

119 Δαίμων: ἡ ἑκάϲτου τύχη. Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Πλούτῳ· τοῦ ϲώματοϲ γὰρ οὐκ ἑᾷ τὸν κύριον κρατεῖν ὁ δαίμων, ἀλλὰ τὸν ἐωνημένον. [*](Soph.) καὶ Σοφοκλῆϲ· γενναῖοϲ ὡϲ ἰδόντι, πλὴν τοῦ δαίμονοϲ. τουτέϲτι τῆϲ τύχηϲ. οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ περιερχομένου καὶ τὰ νέρθε γῆϲ, φηϲίν, ἐρευνῶντοϲ, καὶ τὰ ἐν ταῖϲ ψυχαῖϲ γῶν πληϲίον [*](109 ═ Diogen. IV 25 110 τέχναϲ cf. Zen. Ill 7 ἐπειδὴ—διέϲτηϲε cf. sch. Pl. Menon. 97d; Ὅμηροϲ Ε 60—62 111 ═ Ps. Herodian 19 112 cf Ap. S. 56, 8, Et. M. 250, 43; — καίει ═ Ba 187, 27 cf. H v. δαῖε ═ sch. Ε 4 μερίζουϲα cf. H v. δαιομένων; μερίζμω ═ Apion Δαίϲ sq]. cf. Ambr. 85, Ba 188, 4 sch. α 225, H 113 — ἐκϲτατικόν ═ Ba 187, 28 φαϲὶ sq. Laert. 7, 151 114 — κατέχεϲθαι cf. H v. δαιμονᾷ ὁ sq. Polyb. 31, 9, 3—4 ═ EV 2, 186, 810 115 ═ Ba 187, 29, H, Et. M 251, 17 cf. sch. Ζ 407 116 ἀδελφῆϲ sq. Dam fr. 107 117 — δαίμονοϲ ═ Ambr. 106 118 ἐθεραπεύθη—τρόπῳ lambl. fr, 6 ὁ—ἐϲπουδακώϲ Proc. h a. 12, 27 119 — ἐμωνημένον Ar. Pl. 6—7 c. sch. γεαῖοϲ—τύχηϲ Soph. OC 76 c. sch. οὐδὲν sq. Marc. 2, 13) [*](110 hinc 437 fin. 112 cf. 124 et 126—8 114 Z 471 116 cf. v. I 631 118 Z 474 119 Marc. cf. v. ΕΙ 71) [*](A(GITFVM))[*]( 1 προϲθήκηϲ om. GlTM 4 ϲυμμεμυκότα A ὀφθαλμοὺϲ] ὄνουϲ A 9 Δαιδάλω AGlF 11 καὶ pr. om. V 14 ὑπὸ δαίμονοϲ] δαίμοναϲ V 15 ἐξέλιπε] ἐξέλι παρὰ A 18 δαιμονίωϲ] δαιμόνιοϲ Mac 20 ϲτέγουϲ FV ἐτελεύτηϲε Gl 28 χρῆϲιϲ Μάρκου mg. add. IM 29 πληϲίων F cf. Marc.)

13
διὰ τεκμάρϲεων ζητοῦντοϲ, μὴ αἰϲθανομένου, ὅτι ἀρκεῖ πρὸϲ μόνῳ τῷ ἔνδον ἑαυτοῦ δαίμονι εἶναι καὶ τοῦτον γνηϲίωϲ θεραπεύειν. θεραπεία δὲ αὐτοῦ καθαρὸν πάθουϲ διατηρεῖν καὶ εἰκαιότητοϲ καὶ δυϲαρεϲτήϲεωϲ τῆϲ πρὸϲ τὰ ἐκ θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γινόμενα. τὰ μὲν γὰρ ἐκ θεοῦ καὶ ἀνθρώπων φίλια διὰ ϲυγγένειαν, ἔϲτι δ᾿ ὅτε καὶ τρόπον τινὰ δι᾿ ἄγνοιαν ἀγαθῶν καὶ κακῶν· ἐλάττων ἡ πώρωϲιϲ αὕτη τῆϲ ϲτεριϲκούϲηϲ τὰ λειυκὰ καὶ μέλανα.

120 Δαίνυ: εὐώχει. Ὅμηροϲ· δαίνυ δαῖτα γέρουϲι. καὶ Δαινύμενοϲ [*](Σ + Δ) εἰωχουώμενοϲ.