Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

521 Bραυρ ών: τόποϲ τῆϲ Ἀττικῆϲ, ἐν ᾧ τὰ Διονύϲια ἤγοντο καὶ [*](Ar.) μεθύοντεϲ πολλὰϲ πόρναϲ ἥρπαζον. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὦ δέϲποτα. ὅϲην ἔχει τὴν πρωκτοετηρίδα. εἴρηται δὲ διὰ τὸ διὰ πενταετηροῦϲ χρόνου ἄγεϲθαι τὰϲ θεωρίαϲ τῶν Διονυϲίων. ζήτει ἐν τῷ ἄρκτοϲ.

522 Ὅτι τὰ παρ’ ἡμὶν βραχιόλια χλιδόνεϲ καλοῦνται.

[*](Suid.)

523 Βραχίων: τροπικῶϲ ἡ δύναμιϲ, ἐπειδὴ δι’ αὐτοῦ ἐργάζεϲθαι [*](Thdr.) πεφύκαϲιν οἱ ἄνθρωποι. Δαβίδ· ὅτι βραχίονεϲ ἁμαρτωλῶν ϲυντριβήϲονται.

524 Βρα χμά ν: βαϲιλεὺϲ, ὁ καὶ τῇ χώρᾳ δούϲ τὴν προϲηγορίαν. ἔγραψε νόμουϲ Βραχμάνων καὶ πολιτείαν τοῦ αὐτοῦ ἔθνουϲ ἰδίᾳ Hesy διαλέκτῳ. ὅτι οἱ Βραχμᾶνεϲ ἔθνοϲ ἐϲτὶν εὐϲεβέϲτατον καὶ βίον E ἀκτήμονα ϲφόδρα κεκτημένον, ἐϲ νῆϲον τοῦ ὠκεανοῦ κατοικοῦν, καὶ τὸν κλῆρον τοῦτον ἐκ τῶν τοῦ θεοῦ κριμάτων κληρωϲάμενον. ἐν ᾧ [*](516 Ar. Nu.129 c. sch. 517 cf. H, sch. Luc. 192,10, Cratin. fr. 404 518 Ba 181,25, B cf Et. M. 211,28 519 αἰτίαϲ sq. Ar. Pac. 640 c. sch 520 sch. Greg. Ann. n. 50, p. 238 521 — Διονυϲίων Ar. Pac. 875 — 6 c. sch. 874, 876 523 Thdr. in Ps. 36,17, PG 80, 1129c 524 vs 30 Βραχμᾶνεϲ— ὀλιγοδεΐαν Georg. 1, 35,7 — 376) [*](515 ex v. Δ 741 cf. v. κραῦρα 516 Ζ 404 517 cf. v. δυϲβράκανοϲ. Ζ 407 519 cf v. ἐπεγράψαντο et v. Α 4108 520 cf. v. ἐκτιναγμόϲ et v. Α 2104. Ζ 404 522 ex v. χλιδόναϲ 523 Ζ 404) [*](2 κατέϲκαψε] κατέκαυϲε V ἠφανίϲθηϲαν] ἠφανίϲαν Μ ἠφάνιϲε I A(GITFVM) 515 om. TF mg. M post 516 A post 517 V 3 καί—διάρροια om. V 5 κινήϲεωϲ om. A G I T δηλοῦν] λέγειν V 8 Βράϲϲει] Βραϲεύει V 9 Λακεδαιμονίων F : cp. rell. 11 πρῶτοϲ] πρὸϲ τό GI 13 περί] τὴν M 15 ΒραϲίδαV V M Βραϲίδοϲ GIT, cp. A 22 διά alt. om. A M 23 χρόνου] χρόνουϲ A. 522 om. G F mg. A post 523 I TV 24 βραχιόλια] βραχιόνια V Mac)

494
τόπῳ παραγενόμενοϲ Ἀλέξανδροϲ ὁ Μακεδὼν καὶ ϲτήϲαϲ ϲτήλην ἐπέγραψεν· ἐγώ μέγαϲ Ἀλέξανδροϲ βαϲιλεὺϲ ἔφθαϲα μέχρι τούτου. ἐν ἡ νήϲῳ κατοικοῦϲιν οἱ Μακρόβιοι. ζῶϲι γὰρ ρν′ ἔτη διὰ τὴν πολλὴν καθαρότητα καὶ εὐκραϲίαν τοῦ ἀέροϲ· παρ’ οἷϲ οὐδὲν τετράποδόν ἐϲτιν, οὐ γεώργιον, οὐ ϲίδηροϲ, οὐκ οἰκοδομὴ, οὐ πῦρ, οὐ χρυϲὸϲ, οὐκ ἄργυροϲ, οὐκ ἄρτοϲ, οὐκ οἶνοϲ, οὐ κρεωφαγία· ἀλλὰ τὸν ὑγρὸν καὶ γλυκὺν καὶ εὔκρατον ἀέρα καὶ πάϲηϲ ἀρρωϲτίαϲ καὶ φθορᾶϲ ἀπηλλαγμένον, καὶ μικρᾶϲ ὀπώραϲ καὶ διειδεϲτάτου ὕδατοϲ ἀπολαύοντεϲ ϲέβονται γνηϲίωϲ τόν θεὸν καὶ ἀδιαλείπτωϲ προϲεύχονται. καὶ οἱ μὲν ἄνδρεϲ πρὸϲ τὸ μέροϲ τοῦ ὠκεανοῦ προϲπαροικοῦϲιν, αἱ δὲ γυναῖκεϲ ἐντεῦθέν εἰϲι τοῦ Γάγγου, παραρρέοντοϲ εἰϲ τὸν ὠκεανὸν ἐπὶ τὸ μέροϲ τῆϲ Ἰνδίαϲ. οἱ οὖν ἄνδρεϲ περῶϲι πρὸϲ τὰϲ γυναῖκαϲ Ἰουλίῳ καὶ Αὐγούϲτῳ μηνί, παρ’ οἷϲ ὑπάρχουϲι ψυχρότεροι, τοῦ ἡλίου πρὸϲ ἡμᾶϲ καὶ βορρᾶν ὑψωθέντοϲ, οἵγε καὶ εὐκαρπότεροι γινόμενοι πρὸϲ οἶϲτρον αὐτοὺϲ κινεῖν λέγουϲιν ὅπερ δὴ καὶ τὸν Νεῖλόν φαϲιν οὐ κατὰ ταὐτὸν τοῖϲ ἄλλοιϲ ποταμοῖϲ πλημμυρεῖν, ἀλλὰ μεϲοῦντοϲ τοῦ θέρουϲ ἐπικλύζειν τὴν Αἴγυπτον, ὥϲ τοῦ γε παντὸϲ ἡλίου τὴν βορειοτέραν διαθέοντοϲ ζώνην καὶ τοῖϲ ἄλλοιϲ μὲν παρενοχλοῦντοϲ ποταμοῖϲ καὶ ϲυγκρύβοντοϲ, τούτου δὲ πλεῖϲτον ἀπέχοντοϲ. καὶ ποιήϲαντεϲ μετὰ τῶν γυναικῶν αὐτῶν ἡμέραϲ μ πάλιν ἀντιπερῶϲι. τῆϲ δὲ γυναικὸϲ δύο παῖδαϲ γεννηϲάϲηϲ οὐκέτι ὁ ἀνὴρ ἀντιπερᾷ πρὸϲ αὐτήν, οὕτε μὴν ἐκείνη πληϲιάζει ἄλλῳ διὰ πολλὴν εὐλάβειαν. εἰ δὲ ϲυμβῇ ϲτεῖραν ἐν αὐταῖϲ εὑρεθῆναι, μέχρι πενταετοῦϲ διαπερῶν ὁ ἀνὴρ αὐτῆϲ καὶ ϲυγγινόμενοϲ αὐτῇ, ἐὰν οὐ τέκῃ, οὐκέτι πληϲιάζει αὐτῇ. διὰ τοῦτο οὐδὲ πολυάνθρωπόϲ ἐϲτιν αὐτῶν ἡ χώρα [*](Δ) διὰ τὴν ὀλιγοδεΐαν. καὶ τὸ πληθυντικὸν Βραχμᾶ νεϲ, καὶ Βραχμᾶϲι.

[*](Σ |)

525 Βρα χυμυθίαϲ: βραχυλογίαϲ. καὶ Βραχέϲιν, ἀντὶ τοῦ εὐτελέϲι.

[*](Σ)

526 Βραχυτελῆ: ϲύντομον, μικρόν.

[*](Δ Anth)

527 Βραχυφεγγίτηϲ: ὁ ὀλιγοφαήϲ. καὶ βραχυφεγγίτου λύχνου ϲέλαϲ.

[*](Δ Suid.)

528 Βρέβιον. Βραβεῖον δέ.

[*](Σ)

529 Βρέγμα καὶ Βρεγμόν: τὸ ὑπερμετώπιον μέροϲ. πλήξαϲ Anth αἰγανέᾳ βρέγμα κυναγέτιδι. ἐν Ἐπιγράμμαϲι.

[*](524 Βραχμᾶνεϲ cf. Ambr. 851 525 βραχυλογίαϲ ═ Ba 18128 526 Ba 181,29 cf. H 527 καί sq. Anth. 6, 251, 5 528 βρέβιον Ambr. 892 529 — μέροϲ ═ Σc, Ba 182, 2, Lex.rhet. ap. Et. Gen. et Et M 212.12 cf. Po ll. 2.39, H πλήξαϲ sq. Anth. 6, 115,4)[*](525 Z 406 526 Z 407 528 hinc 512; βραβεῖον δέ ex 510)[*](A(GITFVM) 2 βαϲιλεύϲ A V Georg. ὁ β. rell. 6 ἀλλά] ἀλλὰ ἔχοντεϲ V M 9 τόν V Georg, om. rell., rasura in A 20 αὐτῶν om A 22 διά] διὰ τὴν A 23 αὐταῖϲ] αὐτῇ A M 528 om. GI 33 Βρέβιον] Βρέμιον V cf. Ambr. βραβεῖον δὲ om. FV)
495

530 Βρεκεκὲξ κοὰξ κοάξ. ἐφύμνιον παρὰ Ἀριϲτοφάνει ἐν Βατράχοιϲ. [*](A) μίμημα φωνῆϲ βατράχων.

531 Βρέμει: ταράϲϲει, ἠχεῖν ποιεῖ.

532 B ρεν θ ύεϲθαι· αἰτιατικῇ. διὰ θυμὸν μετεωρίζεϲθαι ἢ προϲποιεῖϲθαι [*](Σ) ὀργίζεϲθαι. ὁ δὲ ϲοβαρευόμενοϲ πολλῷ μᾶλλον κατεβρενθύετο. [*](EL) καὶ βρενθύεται, ἐπαίρεται. βρένθοϲ δὲ εἶδοϲ μύρου, ᾧ [*](Σ) χριόμεναι αἱ γυναῖκεϲ μέγα φρονοῦϲι. καὶ Βρενθύῃ, ϲεμνύνῃ καὶ [*](Ar.) μέγα φρονεῖϲ ἐφ’ αὑτῷ. οἱ γὰρ ἀποδεδωκότεϲ ἑαυτοῖϲ ϲοβαρῶϲ τε βαδίζουϲιν. ὡϲ τοῦ μὲν Προδίκου ὄντοϲ ϲοφοῦ, τοῦ δὲ Σωκράτουϲ κενὴν ἡμῖν ἐπὶ ϲοφίᾳ δόξαν καρπουμένου. Ἀριϲτοφάνηϲ Nεφέλαιϲ· βρενθύῃ ἐν ταῖϲιν ὁδοῖϲιν, καὶ τὼ ᾿φθαλμὼ παραβάλλῃ. ἀποϲεμνύνειϲ ϲεαυτὸν τῷ ϲχήματι καὶ ταυρηδὸν ὁρᾷϲ ἢ ἀλαζονικῶϲ. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ βρενθείου μύρου. καὶ Βρενθυόμεν οϲ, ἐπαιρόμενοϲ, μέγα [*](Σ) φρονῶν. Ἀγαθίαϲ· οἱ δὲ μειζόνωϲ, εἴπερ ἐχρῆν ἐπὶ τοῖϲ φθάϲαϲι [*](Ε) βρενθυόμενοι τῶν ἐν ποϲὶ κατωλιγώρουν. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἐϲ τὴν [*](EL.) βαϲιλίδα ἐπορεύετο ἐξωγκωμένοϲ καὶ μάλα βρενθυόμενοϲ.

533 Βρεντήϲιον: χώρα τῆϲ Ἰταλίαϲ· εἴρηται δὲ οὕτωϲ, ὅτι λιμέναϲ ἔχει κέραϲιν [*](Etym) ἐλάφου παραπληϲίουϲ. βρένδον δὲ καλοῦϲι τὴν ἔλαφον Μεϲάππιοι.

534 Βρέταϲ: εἴδωλον, ἄγαλμα. παρὰ τὸ βροτῷ ἐοικέναι. προϲπεϲεῖν [*](Σ) ποι πρὸϲ βρέταϲ. πρὸϲ τέμενοϲ, ἢ πρὸϲ ἕδοϲ, ἢ πρὸϲ ἄγαλμα Ar θεῶν ἱκέταϲ γενέϲθαι.

535 Βρέχειν: ἐπὶ τοῦ πίνειν λέγεται. καὶ Ὑπ οβ εβρεγμένοϲ, ὁ μεμεθυϲμένοϲ.

536 Bρ ῆνν ον· ὡϲ οὖν μετὰ τὴν ἅλωϲιν τῆϲ Ῥώμηϲ ἐπανῆλθεν ὁ Κάμιλλοϲ καὶ [*](Suid.) τοὺϲ περὶ τὸν Βρῆννον βαρβάρουϲ ἀνεῖλεν, εἰϲ κρίϲιν ἀγαγὼν τὴν ὑπόθεϲιν ἀπέδειξε πάντων γεγονέναι τῶν πεπραγμένων αἴτιον τὸν Φεβρουάριον.

537 Βριάρεω.

[*](Δ)

538 Βριαροί: βαρεῖϲ, ἄγριοι, ϲτερεοὶ, φοβεροί.

[*](Σ)[*](530 sch. Ar. Ran. 209 531 ═ Ba181,30. Bk. 222, 33 cf. sch. Δ 425 Et. M 212.19; H 532 διά —ὀργίζεϲθαι Ba181,32. Bk. 223.1, Et. M.21256 cf. Lex. rhet. ap. Et Gen , H ὁ —κατεβρενθύετο Th. Simoc. 1,312 EL. 478,15 —16 βρενθύεται —vs 6 μύρου cf. Lex. rhet. ap. Et. Gen., Et. M. 212, 48; Hellad ap. Phot bibl. 532 b 13 βρενθύῃ —vs. 14 μύρου Ar. Nu. 362 c sch. βρενθυόμενοϲ —φρονῶν Σc. Bk 223. 3, Ba182.1 cf. Et. M.213,1 H v. βρενθύεται, Moer. Ἀγαθίαϲ —κατωλιγώρουν Agath. 5,16, p.313 ὁ δέ sq. Men. Prot. fr.17. FHG 4, 223 ═ EL 447.19 — 20 533 ═ Et. M. 212,23 cf Steph. Byz. 534 — ἄγαλμα ═ Ba181,31, Bk.223,4, Et. M.213,5 παρά sq. Ar. Eq. 31 c. sch. cf. H, Et. M 213,: 3, Georg. 2,586, 3 535 — λέγεται Ath.1,23a ὑποβεβρεγμένοϲ cf. sch. Luc. 89 28;109, 3 587 cf. Ambr. 824 538 Ba 182,4, Bk. 223.6 cf. H, Et. M. 21321.)[*](530 Z 410 534 cf. v. διοπετέϲ. 407 535 cf. v. ὑπέβρεχον. Z 409 536 ex v. Φεβρουάριοϲ)[*](8 αὐτῷ] ἑαυτῷ FV Mac 16 μάλα] μέγα V 533 om. A FV post 534 GIM A(GITFVM) 17 χώρα G M χωρίον T Et., cp. l 536 om. TF post 539 G 24 et 25 Βρῆννον AV Βρήν GΙM)
496
[*](Σ)

539 Βριθομένη: βαρυνομένη διὰ πλῆθοϲ ὧν ἔφερεν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Anth.) γήραϊ νουϲοφόρῳ βριθομένηϲ παλάμηϲ.

[*](Δ?)

540 Βρῖθοϲ: βάροϲ. τοὺϲ πύργουϲ ἀμήχανον ἑλεῖν, μήτε ἀνατραπῆναι [*](Ε) ῥᾳδίωϲ διὰ τὸ βρῖθοϲ, μήτ’ ἐμπρηϲθῆναι διὰ τὸν ϲίδηρον. [*](Ar.) καὶ αὖθιϲ· ϲιδηροβριθέϲ τ᾿ ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον.