Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

481 Βῶλοϲ, Δημόκριτοϲ, φιλόϲοφοϲ. Ἱϲτορίαν καὶ Τέχνην ἰατρικήν.[*](Hesy.) ἔχει δὲ ἰάϲειϲ φυϲικὰϲ ἀπό τινων βοηθημάτων τῆϲ φύϲεωϲ.

482 Βῶλοϲ, Μενδήϲιοϲ, Πυθαγόρειοϲ. Περὶ τῶν ἐκ τῆϲ ἀναγνώϲεωϲ [*](Hesy) τῶν ἱϲτοριῶν εἰϲ ἐπίϲταϲιν ἡμᾶϲ ἀγόντων, Περὶ θαυμαϲίων, Φυϲικὰ [*](470 sch. Ar. Av 662 472 Ba181,18 cf. Et. Gen. Et. M. 21018 sch. Ap. R. 2, 91, H 474 sch. Ar. Nu. 985 cf H, Harp.; Et. M. 210,30 Androt. fr.13. FHG 1, 372 475 sch. Ar. Nu. 985 476 μέγα sq. Anth. 6 222, 3 —4 477 βουχανδήϲ alt. sq. Anth. 6, 153,1 —2 cf. H 478 Harp. ═ Et. M.210, 34; Philochor.fr.186, FH G1,415 479 Πᾶνεϲ — Ἀρκαδίηϲ Anth.6,108, 2) [*](471 Ζ 402 473 ex v. Α 3019 474 cf. v. Θαύλων 477 hinc v. Ἐραππίδαυλοϲ. Z 398 478 hinc v. Θέμιν 479 cf. v. κράντορεϲ. Z 400 480 Πολύβιοϲ sq. ex v. ἐκτενῶϲ) [*](5 βοοθύτηϲ A T Ba βουθύτηϲ rell. πέλυκι A G F Μar Ba πελέκει TMcc A(GITFVM) πέλεκι V πελεκύει I 473 ex M 9 Διϊπολείοιϲ] Διϊπολίοιϲ FV, ν. Θαύλων, Hes. cf. sch. 475 non nov. gl. A 14 βοόϲ] βοῦϲ A Διϊπολίων sch. Διϊπολῶν F Διϊπολέων V Διϊπόων Gl, cp. A M 15 Βουφόρτων] Βουφόρτον A πολυφόρτων om. A 18 Ἐραππίδαυλοϲ] Ἐρραππίδαυλοϲ l Ἐραπίδαυλοϲ V Ἐριαϲπίδα υἱόϲ Anth. Κεύβοτοϲ] Κεύματοϲ V Κλεύβοτοϲ Anth. 20 Φιλόχοροϲ] Φιλόχωροϲ FV cf. Harp. ep Φιλοϲτέφανοϲ Harp. plen. 22 ὄνομα —Βούχιλον om. FV 23 εὐτρόφου Zon., Port.: εὐϲτρόφου omnes 24 Πολύβιοϲ —26 μέροϲ om. FV T mg. A 27 Δημόκριτοϲ] Δημοκρίτειοϲ Holsten.in Steph.Byz.v. Ἄψυνδοϲ cf. etiam sch. Nicand. Th. 764 28 δέ] δὲ καί V 30 ἀγόντων] ἀγαγόντων M)

490
δυναμερά· ἔχει δὲ περὶ ϲυμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν λίθων κατὰ ϲτοιχεῖον· Περὶ ϲημείων τῶν ἐξ ἡλίου καὶ ϲελήνηϲ καὶ ἄρκτου καὶ λύχνου καὶ ἴριδοϲ.

[*](Prov.)

483 Bῶλοϲ ἄρουρα: ἐπὶ τῶν τοῖϲ μεγάλοιϲ τὰ μικρὰ προϲφιλοτιμουμένων. [*](Suid.) ὁμοίωϲ τῷ, θαλάττῃ ἐκ χαράδραϲ ὕδωρ. Βόλοϲ δὲ ἡ δρόϲοϲ.

[*](Σ)

484 Βωμακεύματα.

[*](Σ)

485 Βώμαξ: βωμολόχοϲ. ὁ ἀπὸ τῶν βωμῶν πρὶν καρπωθῆναι αἴρων. τάϲϲεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν μαλακιζομένων.

[*](Harp.)

486 Βωμολοχεύεϲθαι· βωμολόχοι κυρίωϲ ἐλέγοντο οἱ ἐπὶ τῶν θυϲιῶν ὑπὸ τοὺϲ βωμοὺϲ καθίζοντεϲ καὶ μετὰ κολακείαϲ προϲαιτοῦντεϲ, ἔτι δὲ καὶ οἱ παραλαμβανόμενοι ταῖϲ θυϲίαιϲ αὐληταὶ καὶ μάντειϲ. ἐκ μεταφορᾶϲ δὲ τούτων ἐλέγοντο βωμολόχοι καί τινεϲ εὔκολοι καὶ ταπεινοὶ ἄνθρωποι καὶ πᾶν ὁτιοῦν ὑπομένοντεϲ ἐπὶ κέρδει διὰ τοῦ παίζειν τε καὶ ϲκώπτειν. ὥϲτε τοὔνομα τρία ϲημαίνει.

[*](Ar.?)

487 Βωμολοχεύμαϲι: πανουργεύμαϲι.

[*](Ar.)

488 Βωμολοχεύϲαιτο: ἀντὶ τοῦ ἀγοραῖόν τι εἴποι ἢ εὐτελέϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ περὶ διαφθοράϲ ἁρμονικῶν· ἐντειναμένουϲ τὴν ἁρμονίαν, ἣν οἱ πατέρεϲ παρέδωκαν. εἰ δέ τιϲ αὐτῶν βωμολοχεύϲοιτ᾿ ἢ κάμψειέ τινα καμπήν· οἱονεὶ κεκλαϲμένῃ τῇ φωνῇ τὴν ᾠδὴν προενέγκοιτο· οἵαϲ οἱ νῦν τὰϲ κατὰ Φρύνιν, ταύταϲ τὰϲ δυϲκολοκάμπουϲ, ἐπιτριβέϲθω τυπτόμενοϲ πολλὰϲ, ὡϲ τὰϲ Μούϲαϲ ἀφανίζων. καὶ [*](Ε) αὖθιϲ· πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα τῆϲ τούτου βωμολοχίαϲ τε καὶ αἱμυλίαϲ μαρτύρια διαρρεῖ, ἐν δὴ τοῖϲ ἄρα καὶ ἐκεῖνοι.

[*](Σ)

489 Βωμολόχοϲ: ὁ περὶ τοὺϲ βωμοὺϲ λοχῶν, ὑπὲρ τοῦ λαβεῖν τι παρὰ τῶν θυόντων. μεταφορικῶϲ δὲ καὶ ὁ παραπληϲίωϲ τούτῳ ὠφελείαϲ ἕνεκά τιναϲ κολακεύων. καὶ βωμακεύματα καὶ βωμολοχεύματα. Ἀπολλόδωροϲ Κυρηναῖοϲ, ὁ εὐτράπελοϲ καὶ γελωτοποιόϲ. τινὲϲ τὸν μετά τινοϲ εὐτραπελίαϲ κόλακα. καὶ τὸν πανοῦργον δὲ καὶ ϲυκο φάντην.

[*](Ar.)

490 Βωμολόχοϲ: ὁ κακοῦργοϲ, ἀϲεβήϲ. παρὰ τούϲ λοχῶνταϲ τὰ ἐν τοῖϲ βωμοῖϲ ἐπιτιθέμενα θύματα, ἢ τοὺϲ θύονταϲ, ἵνα αἰτήϲαντεϲ [*](483 — ὕδωρ cf. Zen. II 74 485 ═ Et. Gen., ═ Et. M. 218,16; —βωμολόχοϲ ═ H 486 Harp. cf. Lex. rhet. ap. Et. Gen. ═ Et. M. 217, 55; Bk. 185 7, 222, 12; παραλαμβανόμενοι ═ Sabb. 487 cf. H v. βωμακεύμαϲι, fort. sch. Ar. Eq. 901 488 — ἀφανίζων Ar. Nu. 968 — 972 c. sch. 969 πολλά sq. Aelian. fr. 108 489 ═ sch. Luc. p. 227, 29, sch. Pl. Rep. 606d cf. Et. Gen. ═ Et. M. 217, 55, Ba 183, 5 cf. 3, Bk. 222,12 490 — p. 491, 1 τι sch. Ar. Nu. 910 cf. sch. Greg. Ann. p. 235; H; βωμολόχοιϲ —θυόντων sch. Ar. Ran. 357) [*](483 Prov. hinc v. θαλάττῃ, Z 414. βόλοϲ sq. ex 368 484 cf. 489 488 Ar. cf. v. κυκλίων, v. δυϲκολοκάμπτουϲ, v. πολλάϲ; Z 414 489 cf. 484) [*](A(GITFVM) 5 βόλοϲ —6 δρόϲοϲ om. TFV 8 βωμολόχοϲ —10 Βωμολοχεύεϲθαι om. V βωμολόχοϲ nov. gl. GITF 11 ὑπό] ἐπί GITF 17 Βωμολοχεύϲοιτο] Βωμολοχεύϲαιτο F 18 διαφθορᾶϲ] διαφορᾶϲ FVM, v. κυκλίων 20 καμπήν] καμπτήν GIF 21 δυϲκολοκάμπουϲ] δυϲκολοκάμπτουϲ TF cf. v. 22 ἐπιτριβέϲθω] ἐπιτρίβεϲθαι GIT 24 δή] δέ pr. ἐκεῖνοι] ἐκεῖνο Bas. 27 τιναϲ] τινοϲ Ba, sch. Pl., var.  lect. Etym. τινα var. lect Etym. 490 non nov. gl. A)

491
λάβωϲί τι. καὶ B ωμολόχοιϲ ἔπεϲι, τοῖϲ πρὸϲ χάριν καὶ ἀπὸ κολακείαϲ. ἀπὸ δὲ τῶν λοχώντων περὶ τούϲ βωμοὺϲ καὶ βουλομένων τι λαβεῖν μετήνεκται ἡ λέξιϲ. οὗτοι γὰρ ἐπὶ τῶν βωμῶν πολλὰ ἐλιπάρουν κολακεύοντεϲ λαβεῖν τι τῶν θυόντων. Ἀγαθίαϲ· οὐ γὰρ [*](Ε) ϲύνηθεϲ, ὁ Ναρϲῆϲ, ἔμοιγε, ἔφη, βωμολοχίαιϲ τε καὶ γλιϲχραῖϲ ἐλπίϲινἐγκαλλωπίζεϲθαι. καὶ περὶ Ἰϲιδώρου Δαμάϲκιοϲ· ὁ δὲ ἐπίχαριϲ ἦν, εὐτραπελίαϲ μὲν καὶ βωμολοχίαϲ ὅτι πορρωτάτω.

491 Βωμόν: ϲταπίδα Λάκωνεϲ.

492 Βωμόϲ: τέμενοϲ. καὶ τόποϲ ἀνάβαϲιν ἔχων πρὸϲ τὸ λέγειν [*](Σ) ἐπήκοα· ἐφ’ ὃν Κράτηϲ ἀναβὰϲ, Κράτηϲ ἀπολύει τὰ Κράτητοϲ, εἴρηκε. Greg?  καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὁ γὰρ βωμὸϲ θύραϲι καὶ δή. ἀντὶ τοῦ ἐξ ἑτοίμου Ar. ἐϲτὶ παρεϲκευαϲμένοϲ.

493 Βωμοί: οὕτωϲ λέγονται αἱ βάϲειϲ, ϲτιβάδεϲ.

[*](Σ?)

494 Βῶν: ἀϲπίδα Ἀργεῖοι. ἀντὶ τοῦ βοῦν, ἤτοι βύρϲαν.

[*](Δ)

495 Βῶν οϲ, ϲτρατηγὸϲ τῆϲ Μυϲίαϲ, τῆϲ παρὰ τῷ Ἴϲτρῳ ποταμῷ [*](Ε) παρατεταμένηϲ, ἀνὴρ ϲυνέϲεωϲ ἐϲ ἄκρον ἥκων καὶ λίαν ἀγαθὸϲ τά τε πολιτικὰ καὶ πολέμια. ἦν ἐπὶ Ἰουϲτινιανοῦ.

496 Βών υϲοι: ἄποικοι, βουκόλοι.

497 Βῶξ.

498 Βῶροϲ: ὄνομα κύριον.

499 Βῶροι: ὀφθαλμοί.

500 Bῶϲ: βύρϲα, ἀϲπίϲ.