Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

41 Βαθύϲχοινον: ὑψηλὰϲ ϲχοίνουϲ φέροντα.

[*](Ε)

42 Βαθύτατα: παχέα. Αἰλιανόϲ· αἰθρίαϲ γὰρ οὔϲηϲ καὶ πανηλίῳ ἡμέρᾳ ἄφνω καὶ ἀδοκήτωϲ νέφη ϲυνδραμεῖν οἷα δή που βαθύτατα καὶ καταρρῆξαι πάμπολυν ὑετόν.

[*](Δ)

43 Βακάντηϲ: ὁ ϲχετλιαϲτήϲ.

44 Βακάντιβοϲ: ϲχολαϲτὴϲ, μὴ παραμένων τῷ πράγματι αὐτοῦ.

[*](Δ)

45 Βακκαῖοι: ὥϲπερ Ἐϲϲαῖοι. ἔϲτι δὲ ἔθνοϲ Ἰβηρικόν.

[*](ΣΔ)

46 Βάκηλοϲ: μέγαϲ μὲν, ἀνόητοϲ δὲ καὶ γυναικώδηϲ. Βάκηλοϲ, [*](Prov.) εὐνοῦχοϲ, ἀπόκοποϲ. καὶ παροιμία· Βάκηλοϲ εἶ, κατὰ τῶν ἐκλύτων καὶ ἀνάνδρων. τοιοῦτοι γὰρ οἱ ἀπόκοποι.

[*](Δ)

47 Βάκιϲ: ἐπίθετον Πειϲιϲτράτου. ἦν δὲ χρηϲμολόγοϲ. Φιλητᾶϲ [*](Ar.) δὲ ὁ Ἐφέϲιόϲ φηϲι τρεῖϲ Βάκιδαϲ· ὁ μὲν ἐξ Ἐλεῶνοϲ τῆϲ Βοιωτίαι, ὁ δὲ Ἀθηναῖοϲ, ὁ δὲ Ἀρκὰϲ ἐκ πόλεωϲ Καφύηϲ, ὃϲ καὶ Κύδαϲ ἐκαλεῖτο καὶ Ἀλήτηϲ. Θεόπομποϲ δὲ ἐν τῇ θ΄ τῶν Φιλιππικῶν ἄλλα τε πολλὰ περὶ τούτου τοῦ Βάκιδοϲ ἱϲτορεῖ παράδοξα, καὶ ὅτι ποτὲ τῶν [*](31 Eunap. fr. 63, FHG 4, 42 32 ═ Ba 178, 5 cf. H 33 ═ Ba 178, 6, H 34 καί sq. Anth. 6, 306, 1—2 35 ═ Ba 178, 8 cf. sch. Β 147, H 6 ═ Ba 178, 7 37 εὐδαίμονα sq. fort Aelian. 38 cf Ambr. 24 39 Μένανδροϲ fr. 1001 40 τόν—νύμφη Babr. 32, 7—8 41 ═ Ba 118, 9 42 αἰθρίαϲ sq. Aelian. fr. 67 43 ═ Ambr. 4 44 l. cf. Ambr. 3; gl. iuris 45 l. ═ Ambr. 107 46 γυναικώδηϲ ═ Ba 178, 10, Lex. rhet. ap. Et. M. 185, 18 cf. H βάκηλοϲ sec.—ἀπόκοποϲ cf. Ambr 9; ἀπόκοποϲ cf. H, Bk. 222, 4 βάκηλοϲ εἶ sq. cf. Zen. Il 62, Philol. Suppl. 6, 261, n. 295; Men. com. fr. 477 Alexid. fr. 100 47 — Πειϲιϲτράτου ═ Ambr. 15 χρηϲμολόγοϲ sq. sch. Ar. Pac. 1071 cf. Zacher, Jahrb. f. cl. Phil., Suppl. 16, 726, 1; Theopomp. hist. FGr Hist 115 fr. 77) [*](31 hinc v. Γ 287 extr. cf. v. Ῥουφῖνοϲ 32 Z 369 34 Z 372 35 Z 375 36 Z 372 37—8 Z 369 37 cf. 26 41 Z 375 44—7 Z 369 47 hinc v Φιλητάϲ 2, v. Κύδαϲ, v. κάθαρϲιϲ) [*](A(GITFVM))[*]( 1 Γλίχων] Στελίχων v. Ῥουφῖνοϲ 5 καμπτομένην AFV καμπτόμενον GIT 12 Βαθύϲτρωτοϲ FVM Βαθύϲτροτοϲ AG Βαθύϲτρατοϲ IT 14 φέροντα] φέρον GIT Zon. 20 ἔθνοϲ FVM ἔθοϲ A ἐθνικόν GIT 27 Θεόπομποϲ] Θεόϲπονδοϲ V)

449
Λακεδαιμονίων τὰϲ γυναῖκαϲ μανείϲαϲ ἐκάθηρεν, Ἀπόλλωνοϲ τούτοιϲ τοῦτον καθαρτὴν δόντοϲ.

48 Βακτηρεύειν: ϲτηρίζεϲθαι.

[*](Σ)

49 Βακτηρία καὶ ϲύμβολον· οἱ λαχόντεϲ δικάζειν ἐλάμβανον παρὰ [*](Σ) τῶν δημοϲίων ὑπηρετῶν ϲύμβολον καὶ βακτηρίαν, καὶ οὕτωϲ ἐδίκαζον. τὴν χρόαν ὁμοίαν εἶχε τῇ βακτηρίᾳ τὸ δικαϲτήριον. τὸ μέντοι ϲύμβολον μετὰ τὴν κρίϲιν ἀποδιδοῦντεϲ ἐκομίζοντο τριώβολον· ὅπερ καὶ δικαϲτικὸν γέγονεν.

50 Βάκτρον: ῥάβδοϲ. γηραλέον νῦν ἀντὶ πανοπλίηϲ βάκτρον [*](Δ) ἀμειψάμενοϲ. λέγεται καὶ ϲκηπάνιον. ἀντὶ δὲ πλήκτρου, ϲκηπανίῳ [*](Anth.) τρομερὸϲ χεῖραϲ ἐρειϲάμεθα.

51 Βάκχαι καὶ Σάτυροι καὶ Πᾶνεϲ καὶ Σιληνοί, ὀπαδοὶ Διονύϲου.

52 Βακχέβακχον ᾆϲαι: ἀντὶ τοῦ εὐφημῆϲαι τὸν Διόνυϲον. [*](Ar.) Βάκχαν γὰρ ὁ Διόνυϲοϲ.

53 Βακχευούϲαϲ ϲὺν τῷ μέλει τῷ βακχείῳ τε καὶ ἐνθέῳ.

54 Βακχεύων: μαινόμενοϲ. καὶ Κατεβακχεύοντο, τουτέϲτιν [*](Δ) ἐνεθουϲίων ἐπιπνοίαϲ τινὸϲ πληρωθέντεϲ. ἐπ᾿ αὐτήν που τὴν τελε [*](x + Ε) ϲιουργὸν κατεβακχεύοντο πρᾶξιν χωρεῖν ϲώφρονι μανίᾳ ἐϲ ϲυμπλοκὴν ἐξοιϲτρούμενοι.

55 Βακχεία ποιμαντική· καὶ Βακχεῖοϲ.

56 Βάκχηϲ τρόπον: ἐπὶ τῶν ἀεὶ ϲτυγνῶν καὶ ϲιωπηλῶν· παρόϲον [*](Prov.) αἱ Βάκχαι ϲιγῶϲιν.

57 Βάκχοϲ: οὕτωϲ οὐ μόνον τὸν Διόνυϲον ἐκάλει, ἀλλὰ καὶ πάνταϲ [*](Ar.) τοὺϲ τελοῦνταϲ τὰ ὄργια· οὐ μὴν καὶ τοὺϲ κλάδουϲ οἱ μύϲται φέρουϲιν. ἔϲτι δὲ καὶ ϲτεφάνου εἶδοϲ. Βάκχοιϲιν κεφαλὰϲ πολυανθέϲιν ἐϲτέψαντο. καὶ Πιϲίδηϲ· πολλοὺϲ δὲ Βάκχουϲ ἦν ὁρᾶν ἀκουϲίωϲ τὴν ἐϲχάτην ὄρχηϲιν ἐξορχουμένουϲ.

58 Βακχίδηϲ: ὁ τοῦ Διονύϲου υἱόϲ.

59 Βακχυλίδηϲ, Κεῖοϲ, ἀπὸ Κέω τῆϲ νήϲου, πόλεωϲ δὲ Ἰουλίδοϲ [*](Hesy.) (ἔχει γὰρ πόλειϲ δ΄, Ἰουλίδα, Καρθαίαν, Κορεϲϲίαν, Ποιήεϲϲαν), Μέδωνοϲ υἱὸϲ, τοῦ Βακχυλίδου τοῦ ἀθλητοῦ παιδόϲ· ϲυγγενὴϲ Σιμωνίδου τοῦ λυρικοῦ, καὶ αὐτὸϲ λυρικόϲ.

[*](48 l. ═ Ba 178, 11 49 cf. Bk. 185,4 et 220, 17, sch. Patm. in Dem. 18, 210 (Bull. corr. hell. 1, 144) 50 — ῥάβδοϲ cf. H v. βακτηρία; l. ═ Ambr. 202 γηραλέον—ἀμειψάμενοϲ Anth. 6, 81, 5—6; ἀντί sq Anth. 6, 83, 5—6 52 — Διόνυϲον sch. Ar. Eq. 408 Βάκχαν sq. cf Ambr. 93 54 — μαινόμενοϲ cf. H, Ba 178, 13, Et. M. 185. 10 ἐπ᾿ sq. Th. Simoc. 5, 5, 1 55 Βακχεῖοϲ cf. Ba 178, 13, Ambr. 93 et 121 56 cf. Diogen. lll 43, Cohn, Z. d. P. 75 57 — ἐϲτέψαντο sch. Ar. Eq. 408 cf. Bk. 224, 32; Βάκχοιϲιν—ἐϲτέψαντο Nicand. fr. 130 πολλούϲ sq. Pisid. fr. 67 58 ═ Ambr. 16 cf. 64 et 122)[*](48 Z 377 49 cf. v. ϲύμβολον 1 50 Z 375 52 Z 376 54 Th. cf. v. τελεϲιουργήϲαϲ 56 cf. v. ϲτέγανον 59 Z 369)[*](4 οἱ—6 ϲύμβολον om. A 6 χρόαν] χρόαν δέ T 7 ⟨μετά⟩ add. m. rec. in G. A(GITFVME) Port. ἀπδιδοῦντεϲ] ἀποδιδὸντεϲ T 52 om. GIT 14 Βάκχαν AFMEac Βάκχηϲ V Βάκχοϲ Eac 23 Βάκχοϲ om. V ἐκάλει] ἐκάλουν VMac 24 καὶ τοὺϲ κλάδουϲ] ἀλλὰ καὶ τοὺϲ κλάδουϲ, οὕϲ sch. 30 Καρθαίαν Gsf, s. v.: Καρθέαν omnes)
450
[*](Prov.)

60 Βάκχυριϲ: ἐπὶ τῶν δικαιοτάτων. τοιοῦτοϲ γὰρ οὗτοϲ, βαϲιλεὺϲ Αἰγύπτου.