Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

341 Βλιμά ζειν: κυρίωϲ τὸ τοῦ ὑπογαϲτρίου καὶ τοῦ ϲτήθουϲ ἅπτεϲθαι· [*](Ar.) ὅπερ ἐποίουν οἱ τὰϲ ὄρνιθαϲ ὠνούμενοι· οἱονεὶ θλιμάζειν. οἱ δὲ βλιμάζοντεϲ, ἀντὶ τοῦ κακοῦντεϲ. ἀποτίλλουϲι γὰρ καὶ κατεϲθίουϲι. λιμάζειν, τὸ ταῖϲ χερϲὶ διαθλίβειν. καὶ τὸ τὰ κηρία [*](Harp.) θλίψαι βλίϲαι λέγεται. καὶ Bλιμάζων, ἀποϲτάζων τὸ μέλι τοῦ [*](Σ) κηρίου. καὶ Βλιμάττομεν, ψηλαφῶμεν, ἐπιθυμοῦμεν.

[*](Ar.)

342 Βλιτά δαϲ οἱ παλαιοὶ τὰϲ εὐτελεῖϲ γυναῖκαϲ.

343 Βλίττειν: ἀφαιρεῖν τὸ μέλι ἀπὸ τῶν κηρίων. πειράζειν. καὶ τὸ [*](Ar.) ψηλαφᾶν. καὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελιϲϲῶν. θλίβειν. ἀλλὰ καθείρξαϲ αὐτὸν βλίττειϲ. οὕτωϲ Ἀριϲτοφάνηϲ.

344 Βλιττομάμμαϲ· καί ϲε καλοῦμεν βλιττομάμμαν. τουτέϲτι [*](Ar.) μωρόν. καὶ γὰρ τὸ βλίττον μωρόν ἐϲτι λάχανον.

345 Βλίτοϲ: εἶδοϲ βοτάνηϲ.

[*](Δ)

346 Bλίτυρι: χορδῆϲ μίμημα.

[*](Suid.)

347 Βλοϲυρόϲ: ἀξιωματικὸϲ, καταπληκτικὸϲ, φοβερὸϲ, ϲεμνόϲ.

[*](Σ)

348 Βλωθρή: χλωρὰ, ἁπαλὴ, εὐαξήϲ. οὐκέτι ϲυρίγγων νόμιον [*](Σ) μέλοϲ ἀγχόθι ταύταϲ ἁρμόϲῃ βλωθρᾶϲ, Θηρίμαχε, πλατάνου.

[*](Anth.)

349 B λύζει· αἰτιατικῇ.

350 Βοανεργέϲ: υἱοὶ βροντῆϲ.

[*](Synt.)

351 Λύϲιϲ ὀνείρου Nικηφόρου πατριάρχου ἰαμβικοί. B όαϲ θεωρεῖν εἰϲ κακὴν [*](On.) πρᾶξιν φέρει. Nνεκροὶ β όεϲ δη λοῦϲι το ὺϲ λιμο ῦ χρόνουϲ.

352 Βοά ϲομαι τὴν ὑ πέρτατον β οάν· Ἀριϲτοφάνηϲ. εἰ οὕτω, [*](Ar.) φηϲὶ Στρεψιάδηϲ, ὁ παῖϲ ἐκπεπαίδευται, μέγιϲτον ὑπὸ τῆϲ χαρᾶϲ βοήϲομαι.

353 Βόεια: μεγάλα. ῥήματ’ ἂν βόεια δώδεκ’ εἶπεν· Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) Βατράχοιϲ.

[*](340 ═ Lex. rhet. ap. Et. M. 200,13 cf. Heraclid. Miles. in sch. Θ 178 ═ Εust l. 705, 61 ; An. Οx.1, 95.8; — ἀϲθενέϲ Ba180,15, Η cf. Ambr. 552 ἰϲχυροῦ cf. Bk. 322,1 Ὁμήρῳ cf. ad v. Α 58; Ἀλκαίῳ (lyr.) fr.16; Πίνδαροϲ fr.245 341 — κατεϲθίουϲι sch. Ar. Av.530 cf H, Et. M.200, 37 βλιμάζειν alt. —λέγεται Harp. ═ An. Ox. 2, 491.33 cf. sch. Ar. Eq 794 βλιμάζων —μέλι cf. Ba 180,16; Ambr. 574 ═ Ps. Herodian 6 βλιμάττομεν sch Ar. Lys. 1164 cf. Ambr. 566 342 cf. Men com. fr. 955 343 Ar. Eq. 794 c sch., Et. Gen.: θλίβειν Et. M.200, 32; κηρίων ═H, Tim., sch. Pl.Rep.564e, Ambr.575 πειράζειν — ψηλαφᾶν Bk 221,16; τὰ κηρία sq. ═ Lex Rhet. ap. Et Gen. cf. Ambr. 578 344 Ar. Nu.1001 c. sch. λάχανον cf. Et. M. 201,41, An. Ox. 2,184.17, H, Phryn. 55,7. Ps. Herodian. 7 347 Ba 180,17 ; καταπληκτικὸϲ, φοβερόϲ ═ Σ, Εt. M. 201,6 cf H καταπληκτικόϲ ═ Ambr. 531 cf. sch. H 212. Ap. S. 51,27 348 εὐαξήϲ Σ, Ba180, 20; εὐαξήϲ H cf. sch. Π 483 οὐκέτι sq. Anth. 7,174,1 —2 350 ═ Lagarde 188. 77 cf. Ambr. 764 Ps. Herodian. 7, Lagarde 201.49 cf. 176, 36 351 Astramps. 352 Ar. Nu. 1154 c. sch 353 Ar. Ran. 924 c. sch.)[*](340 cf. v Α 58 341 hinc v. Α 3319, v. διαθλίβειν, v. θλίβειν, Z 394 342 Z 393 344 Z 391 346 ex 335 348 Z 393 — 4 350 z 401 352 cf. v ὑπέρτονον 353 Z 401)[*](13 βλιττομάμαν] βλιττομάμαν A G I Τ post 344 ἦν δὲ καὶ ἀρχαῖοϲ μωρόϲ· A(GITFVM) ὄνομα κύριον add. Τ post 345 ὅτι τὸ βλίττον μωρόν ἐϲτι λάχανον add A. 346 om. A ΙΤ, ζήτει ἀνώτερον ss. Μ 19 ἁρμόϲῃ] ἁρμόϲει VacM)
478
[*](Hom.)

354 Βοείαϲ: Βύρϲαϲ

355 Bοα δρόμοϲ: ὁ βοηθόϲ. ὧδ’ ὑπὲρ Ἀμβρακίαϲ ὁ βοαδρόμοϲ [*](Anth.) ἀϲπίδ’ ἀείραϲ τεθνάμεν ἢ φεύγειν ἤθελεν.

[*](Σ)

356 Bοηδρ ομεῖ ν: μετὰ ϲπουδῆϲ παραγίνεϲθαι· Κᾶρεϲ δὲ ἀντὶ τοῦ [*](Ε) βοηθεῖν. καὶ βοηδρομούντων ἐπὶ τοῦτο τῶν δημοτῶν, ἄλλοϲ τιϲ παρῶν βάρβαροϲ ἔτρωϲε τὸν ἕτερον ἐπιόντα, καὶ διεκέκριτο οὐδέν.

[*](Harp.)

357 B οηδρομία· βοηδρομεῖν μὲν τὸ βοηθεῖν ὠνομάζετο, τουτέϲτιν ἐπὶ μάχην δραμεῖν. ἔϲτι δὲ ἡ Βοηδρομία ἑορτή τιϲ Ἀθήνηϲι καλουμένη, καθ’ ἣν ἡμέραν ἐβοήθηϲεν ὁ Ξούθου ϲπουδῇ πολλῇ πολεμουμένοιϲ Ἀθηναίοιϲ ὑπὸ Εὐμόλπου τοῦ Ποϲειδῶνοϲ. Ἐρεχθεὺϲ δὲ τότε Ἀθηναίων ἐβαϲίλευεν.

[*](Σ?)

358 Βοή θοον: ἀντὶ τοῦ ἐν μάχῃ ἔτρεχον. ἀλλ’ οὐχὶ τὸ ἐβοήθουν. [*](Ar.) τουτέϲτι ϲυνεμάχουν. καὶ B οηθ εῖ· δοτικῇ. ἀντὶ τοῦ μάχεται. ἐϲμὸϲ γυναικῶν οὑτοϲὶ θύραϲι βοηθεῖ.

[*](Synt.|)

359 Bo ηθ ῶ δοτικῇ. καὶ Βοηθοίη ϲ, εὐκτικόν. 

[*](Suid.)

360 Βόθυνοϲ: εἰδοϲ ἀϲτέροϲ. ζήτει ἐν τῷ κομήτηϲ.