Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

221 Βέβριθε: βαρύνεται.

[*](Σ)

222 Βεβριθυῖα. βαρεῖα, ἰϲχυρά.

[*](Σ)

223 Βέβρυχεν: ἠχεῖ.

[*](Σ)

224 Βεβυϲμένα: λαθραῖα, ἢ πεπρωμένα. καὶ Βεβυϲμένον, [*](Σ Hom.) πεπληρωμένον. κεκαλυμμένον. Ἀριϲτοφάνηϲ· δόϲ μοι χυτρίδιον [*](Ar.) ϲπογγίῳ βεβυϲμένον. ἢ ὅτι χύτραν ἔφερον, ἐν ᾗ ἦν ϲπόγγοϲ πεπληρωμένοϲ [*](210 —μικραί cf. Ambr 148, Ps Ηerodian. 5, H ═ Et M. 192. 48 βαιὸϲ —δεύτερα Soph. 0 T 750 — 1 c. sch. (ed. Dindorf Oxon. p. 42) cf. H; Soph. fr. 39; ὁ sq. Soph. Ai 292 — 4 211 cf. Ambr. 31 et 151 212 διφθέρα Ambr. 150, Herodian. gramm. 1, 344, 3; 2, 426, 14; sch. Theocr. 3, 25 d, 5, 14 —16f cf. H, Et M. 193, 3 213 ═ Ambr. 149 214 Ar. Eccl. 239 — 40 c sch. 215 ═ An. Ox. 4, 288, 12 216 Harp. cf. Bk. 219. 33 217 ἕϲτηκεν ═ rec. man Ba 179, 18; ἐπέπηκτο cf. H v. βεβήκει 218 vs 18 βέβηλοι sch. Soph. 0C 10 cf. Lex. rhet. ap. Et. Gen., Et. M. 193, 58, Ba 179, 20, H; Eur. fr. 648 ἀείδω — βέβηλοι Orphic. fr. ed. Kern fr. 334 βεθηλοῦνται sq. ═ An. Ox. 2, 431, 22. H 219 ═ Ba. 179, 18, H 221 ═ Ba 179, 21 cf. H 222 Ba 179 ,22 cf. H, sch. Φ 385 223 ═ Ba 179, 23, sch. ε 412 cf H 224 — πεπρωμένα ═ Ba 179, 24 βεβυϲμένον, πεπληρωμένον sch. δ 134 cf. H δόϲ sq. Ar. Ach. 463 c. sch. cf Pap. Oxyrrb. 15 p.153) [*](212 Z 374 214 cf. v. πρωκτόϲ. Z 385 217 Z 385 223 Z 385 224 cf. v. ϲπογγιά. Z 384) [*](2 λοχίταϲ] λοχίαϲ τούϲ A 211 om. GTFV post 212 A 7 θέρει —8 ἀγα. A(GITFVM) θόν] χειμῶνι κάν θέρει καλόν Mein. Jahns Jb. 87, 380 213 om. GTFV post 211 AI 13 δίκηϲ om. FV δικάζοντεϲ] δικάζονται T Harp. 18 δόμων] δ’ ὅμω A βέβηλοι] βεβήλοιϲ GTa 19 καί — μιαίνονται om. TV 21 Βέβιοϲ M Βέβαιοϲ Al 25 πεπρωμένα] λεπρωμένα V πεπυρωμένα Zon. πεπληρωμένα Kust. 26 πεπληρωμένον —27 βεβυϲμένον om. A 21 ϲπογγίῳ ϲπογγιᾷ GIT, s. v.)

466
μέλιτοϲ, ἣν ἐτίθεϲαν ἐν τῷ ϲτόματι τῶν παίδων, διὰ τὸ ἐκμυζᾶν· ἢ ὅτι οἱ πένητεϲ τὰ τρήματα τῆϲ χύτραϲ ϲφηνοῦϲι ϲπόγγοιϲ. τετρημένα πανταχοῦ.

[*](Call.)

225 Βέβυϲτο: ἐπεπλήρωτο. βέβυϲτο δὲ πᾶϲα χόλοιο.

[*](Thdr.)

226 Βεελφεγώρ: Βέελ, ὁ Κρόνοϲ· Φεγώρ, ὁ τόποϲ, ἐν ᾧ ἐτιμᾶτο. [*](Ps.) ἐτελέϲθηϲαν οὖν τῷ Βεελφεγώρ. ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ τόπῳ τοῦ Φεγὼρ εἰδώλου.

227 Βεζέκ: ἀϲτραπή. Ἱεζεκιήλ ἀνέκαμπτον δὲ ὡϲ εἶδοϲ τοῦ Βεζέκ. ὁ ἐϲτι τῆϲ ἀϲτραπῆϲ.

[*](Ar.)

228 Βεκεϲέληνε: ἤτοι ἀπόπληκτε καὶ ϲεληνόπληκτε· ἢ τὰ β′ ϲύγκειται ὡϲ ἓν, τὸ βέκοϲ καὶ ἡ ϲελήνη· ἀρχαῖα δὲ ἀμφότερα. ἢ ὅτι οἱ Λυδοὶ τὸν ἄρτον βέκοϲ ἐκάλουν ἢ Φρύγεϲ. διεβάλλοντο δὲ ὡϲ ἀνόητοι. ἀπὸ τῆϲ οὖν διαλέκτου ϲκώπτει αὐτούϲ. ἡ δὲ περὶ τοῦ βέκε ἱϲτορία, ἥ ἐϲτι φωνὴ Φρυγῶν ϲημαίνουϲα τὸν ἄρτον, παρὰ Ἡροδότω φανερά ἐϲτιν ἐν β′.

[*](Ar.)

229 Βεκεϲέληνε: ἀρχαῖε, τουτέϲτιν ἀνοητότατε. παρῆκται δὲ ἀπὸ τοῦ προϲέληνε. τοὺϲ γὰρ Ἀρκάδαϲ ἀρχαιοτάτουϲ καὶ πρὸ τῆϲ ϲελήνηϲ φάϲκονταϲ γεγονέναι προϲελήνουϲ ἐκάλουν. βεκεϲέληνε οὖν ὡϲ προϲέληνε. ἔχεται δὲ καὶ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ τὸ βεκεϲέληνε ἱϲτορίαϲ τοιαύτηϲ. Ψαμμήτιχοϲ Αἰγυπτίων βαϲιλεύϲαϲ ἠθέληϲε γνῶναι, τίνεϲ πάντων ἀνθρώπων πρεϲβύτεροι καὶ πρῶτοι γένοιντο. ὡϲ δὲ πάνυ πολυπραγμονῶν οὐχ οἷόϲ τε ἦν ἀνευρεῖν τὸ ἀκριβὲϲ διὰ τὸ πολλούϲ περὶ τούτου φιλονεικεῖν, μηχανᾶταί τι τοιοῦτο. λαβὼν ἀρτίτοκα δύο παιδία εἰϲ οἴκημα κατέκλειϲεν ἀνακεχωρηκὸϲ παντάπαϲι. καὶ οἱ μὲν λέγουϲιν, ὡϲ αἶγαϲ ὑπέπεμπεν αὐτοῖϲ, ἃϲ θηλάζοντα ἐτρέφετο τὰ παιδία· οἱ δὲ, ὡϲ τροφὺϲ παρέϲτηϲε τὰϲ γλώϲϲαϲ αὐτῶν ἐκτεμῶν ὥϲτε τῆϲ φωνῆϲ αὐτῶν μὴ ἀκούειν τὰ παιδία. ταῦτα δὲ ὁ Ψαμμήτιχοϲ ἐποίει βουλόμενοϲ εἰδέναι, τίνα ποτὲ τὰ παιδία πρώτην προήϲουϲι φωνὴν, ἀπαλλαγέντα τῶν ἀϲήμων κνυζημάτων. ὡϲ οὖν τριετὴϲ αὐτοῖϲ διεγεγόνει χρόνοϲ τῆϲ τοιαύτηϲ τροφῆϲ, εἰϲέπεμψεν εἰϲ τὸν οἶκόν τινα τῶν φιλτάτων ἐντειλάμενοϲ ϲιωπῇ παρελθεῖν. τοῦ δὲ ἀνεώξαντοϲ τὰϲ θύραϲ, ὀρέγοντα τὰϲ χεῖραϲ τὰ παιδία βέκοϲ ἐκάλουν. Φρύγαϲ δὲ τὸν ἄρτον οὕτωϲ καλεῖν. καὶ οὕτω μὲν Ψαμμήτιχον εὑρεῖν τε καὶ πιϲτεῦϲαι γεγονέναι πρώτουϲ Φρύγαϲ. εἰ δὲ ὁ πρῶτοϲ λόγοϲ ἀληθὴϲ, ὅτι ἐξέθρεψαν τὰ παιδία αἱ αἶγεϲ καὶ οὐ γυνὴ, θαυ μαϲτὸν οὐδὲν, κατακούοντα τῆϲ αἰγὸϲ μιμήϲαϲθαι τὴν ἐκείνηϲ φων, [*](225 Call. fr. 109 K., an. 11 S. c. sch. cf. Babr. p. 217 226 —ἐτιμᾶτο Thdr. in Ps 105,28, PG 80, 1729 a ἐτελέϲθηϲαν —Βξεελφεγώρ Ps. 105, 28 ἐν sq. ═ An. Ox. 2, 431, 26 227 — Ἱεζεκιήλ (1,14) ═ I 228 sch. Ar. Nu 397; ϲεληνόπληκτε cf. H, Ambr. 251 ἄρτον — Φρύγεϲ cf. Ambr. 252, H; Ἡρο δότω 2, 2 229 sch. Ar. Nu 397 cf. sch. Ap. R 4, 262) [*](226 cf. v. Φεγώρ. Z 382 227 cf. Z 381 229 cf. v. προϲέληνοι) [*](A(GITFVM))[*]( 3 τετρημένα M τετριμένα l τετρημένα rell 6 ἐτελέϲθηϲαν —εἰδώλοι om. ATFV 227 ex GIT 11 οἱ Λυδοί] ἄμφοδοι V om. in lac. F, del. Bhd. ἤ] οἱ A Bhd. 13.14 Ἡροδότῳ] Ἡροδότου A cp. l 17 βεκεϲέληνε] βιαϲκε ϲέληνε A 22 τοιοῦτο AGM τοιοῦτον ΙΤ 29 διεγεγόνει] ἐγεγόνει V Hdt.)

467
ϲυμπεϲεῖν δὲ καὶ παρὰ Φρυξὶ τὸ τοιοῦτον ῥῆμα. οὕτωϲ οὖν καὶ τὸ βεκεϲέληνε τὸ ἀρχαῖον δηλοῖ, ϲυγκειμένηϲ τῆϲ λέξεωϲ ἐκ τοῦ βέκουϲ, διὰ τὴν εἰρημένην ἱϲτορίαν· καὶ τοῦ προϲέληνε, διὰ τὸ τοὺϲ Ἀρκάδαϲ προϲελήνουϲ καλεῖϲθαι.

230 Βέλεμνα. βέλη.

[*](Hom.)

231 Βελλεροφόντηϲ· ὃν ὁ Προῖτοϲ ἐβούλετο διὰ γραμμάτων αὐτοῦ τῶν πρὸϲ [*](Suid.) Ἰοβάτην ἀνελεῖν.

232 Βελεϲτίχη.

[*](Suid.)

233 Βελιϲάριοϲ, ὁ ϲτρατηγὸϲ, ἦν μὲν τὸ ϲῶμα καλόϲ τε καὶ μέγαϲ [*](Ε) καὶ εὐπρόϲωποϲ πάντων μάλιϲτα. οὕτω δὲ πρᾶόν τε καὶ εὐπρόϲοδον παρεῖχεν αὑτὸν τοῖϲ ἐντυγχάνουϲιν ὥϲτε ἀνθρώπῳ πένητί τε λίαν καὶ ἀδόξῳ ἐμφερῆ εἶναι. ἔρωϲ δὲ αὐτοῦ τῆϲ ἀρχῆϲ πρόϲ τε ϲτρατιωτῶν ἀεὶ καὶ ἀγροίκων ἄμαχόϲ τιϲ ἐγίνετο, ὅτι δὴ ἐϲ μὲν ϲτρατιώταϲ φιλοδωρότατοϲ ἐγεγόνει ἀνθρώπων ἁπάντων· τῶν τε γὰρ ἐν ξυμβολῇ ἠτυχηκότων χρήμαϲι μεγάλοιϲ παρεμυθεῖτο τὰ τραύματα καὶ τοῖϲ εὐδοκιμήϲαϲι ψέλιά τε καὶ ϲτρεπτοὺϲ ἆθλα παρείχετο, ἵππου δὲ ἢ τόξου ἢ ἄλλου ὁτουοῦν ϲτρατιώτου ἐν τῇ μάχῃ ἀπολωλότοϲ ἕτερον ἀντ’ αὐτοῦ πρὸϲ Βελιϲαρίου αὐτίκα ὑπῆρχεν· ἐϲ δὲ τοὺϲ ἀγροίκουϲ, ὅτι δὴ τοϲαύτῃ φειδοῖ τε καὶ προνοίᾳ ἐχρῆτο ὥϲτε βιαϲθῆναι μὲν αὐτοῖϲ οὐδὲν πώποτε ϲτρατηγοῦντοϲ Βελιϲαρίου τετύχηκεν. ἀπεδίδοντο γὰρ αὐτοῖϲ κατὰ γνώμην τὰ ὤνια πάντα, καὶ ἡνίκα ἀκμάζοι τὰ λήια, εἰϲ τὸ ἀκριβὲϲ διεφύλαϲϲε, μή τινι παριοῦϲα ἡ ἵπποϲ λυμήνηται, τῶν δὲ ὡραίων ἐν τοῖϲ δένδροιϲ ὄντων ἅψαϲθαι αὐτῶν οὐδενὶ τοπαράπαν ἐξῆν. ἦν δὲ καὶ ϲώφρων καὶ λίαν ἐνάρετοϲ.

234 Βέλοϲ: καὶ τὸ τραῦμα ὁμωνύμωϲ τῷ τιτρώϲκοντι παρ’ Ὁμήρῳ.

[*](Hom.)

235 Βελονοπώληϲ: οὗτοϲ παράϲιτοϲ ἦν, ὥϲ φηϲιν Ἀριϲτοφάνηϲ.

[*](Ar.)

236 Βέμβηξ: ὁ ξύλινοϲ ϲτρόμβοϲ. οἱ δ’ ἄρ’ ὑπὸ πληγῇϲι θοὰϲ [*](Δ) βέμβηκαϲ ἔχοντεϲ ἔϲτρεφον εὐρείῃ παῖδεϲ ἐνὶ τριόδῳ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Anth) βέμβηκοϲ οὐδὲν διαφέρειν δεῖ. ἀντὶ τοῦ εὐκίνητον καὶ εὔϲτροφον [*](Ar.) εἶναι δεῖ. ἔϲτι δὲ βέμβηξ ἐργαλεῖον, ὃ μάϲτιγι ϲτρέφουϲιν οἱ παῖδεϲ. ἢ παίγνιον τῶν παίδων, ὡϲ τροχὸϲ, ὃϲ μάϲτιγι δακόμενοϲ ϲτρέφεται. καὶ Βεμβηκιᾶν, τὸ περιϲτρέφεϲθαι. καὶ Βεμβηκίζωϲιν. [*](Δ) Ἀριϲτοφάνηϲ· ἵν’ ἐφ’ ἡϲυχίαϲ ἡμῶν πρόϲθεν βεμβηκίζωϲιν [*](Ar.) ἑαυτούϲ. Βέμβηξιν.

237 Βενεβεντόϲ: ὄνομα πόλεωϲ Καλαβρίαϲ, ἣν κτίζει Διομήδηϲ. εἰϲ γὰρ τὸν ἀπόπλουν καταχθεὶϲ εἰϲ τὰ ἴδια οὐκ ἐδέχθη, ἀλλὰ διωχθεὶϲ [*](230 sch. O 284 ═ Ap. S. 51, 1. Et. M. 194, 32, H cf. Ambr 313 233 Proc. bell. 7, 1, 6 —11 234 ═ sch. A in Θ 513; τραῦμα ═ Ba 179, 25, H 235 sch. Ar Pl. 175 236 ϲτρόμβοϲ cf Ambr. 243 οἱ —τριόδῳ Anth. 7, 89, 9 10 ═ Laert. 1, 80 βέμβηκοϲ — ϲτρέφεται Ar Av. 1461 c. sch. ἵν’—ἐαυτούϲ Ar Vsp 1517 237 ═ Cedrea. 1, 234,12 —16 cf Patzig, Byz Zt 1, 138; 9, 362) [*](231 ex v. Ἰοβάτηϲ 282 ex v. Σωτάδηϲ 2 234 Z 384 237 hinc v. Α 2791 V. Διομήδειοϲ ἀνάγκη fin; Z 383) [*](231 om. GTFV post 229 A 232 ex A M 21 αὐτοῖϲ] αὐτούϲ M A(GITFVMB) 30 ὃ TM: ὅν rell. 31 δακόμενοϲ] διωκόμενοϲ Mec B δερόμενοϲ sch. 34 βέμβηξιν om. V 36 εἰϲ pr. —p. 468, 2 Βενεβεντόν] καὶ τὰ ἐξῆϲ F om. V)

468
ἀπῆλθεν εἰϲ Καλαβρίαν καὶ κτίζει πόλιν, ἣν ἐκάλεϲεν Ἀργυρίππην, τὴν μετονομαϲθεῖϲαν Βενεβεντόν.

238 Βενεβεντὸν λέγουϲι πνευμάτων βίαν.

[*](Δ)

239 Βενετιανόϲ: ὄνομα κύριον.

240 Βενιαμίν· ἐπὶ Σαμῶ κρίνοντοϲ τὸν Ἰϲραὴλ διὰ τὴν παράνομον μίξιν τοῦ Βενιαμὶν π καὶ ζ΄ κατηναλώθηϲαν χιλιάδεϲ. ζήτει ἐν τῷ Σαμψῶν.