Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

181 Βατήρ: ἡ ἀρχὴ τοῦ τῶν πεντάθλου ϲκάμματοϲ. αὐτὸν κέκρουκαϲ [*](Σ) τὸν βατῆρα τοῦ λόγου, φηϲί τιϲ. οἷον τὸ ἐπικαιρότατον καὶ τὸ πρῶτον.

[*](171 Philostr. 4, 26 172 An. Ox. 4, 288, 9 179 ἄγε —αἱρὴϲομαι Eup. fr. 303 δῆλον —,β’ Polyb. 36, 6, 7 174 ὁ sq. Laert. 4,59 175 cf. Paroem. ed. Gsf. 24, n. 242 176 πάντα sq. Arr. 4, 21, 3 177 Ba 179, 13, sch. Dem. 18,180 cf Et. M. 191, 15, Bk 185, 3 178 ═ sch. Dem 18, 180 cf. Et. M 191, 14 ═ Bk. 221. 26 179 Ambr. 159 cf. 176 180 Ba 179, 14 cf. H. 181 Lex. rhet. (═ Et. Gen .) ap. Et. M. 192, 3 cf. Ael. D. fr. 90 ex Eust. O. 1404, 58, Seleuc ap. Bk. 224, 12, H)[*](173 hinc v. Δ 750, Z 379 cf. v. ἐβάϲταϲεν; διαϲκέψαϲθαι cf. 128 176 cf. 184 Z 376 178 cf. v. Α 3760, v. Δ 454 180 cf. Z: 371 181 cf. v. Α 4511)[*](10 τὸν] τὸ A 13 δῆλον] δήλων FV 14 πλεῖον] πλείων F πλείονα pr. A(GITFVM) 15 β’ Kust. coll. App. Pun. 80, β’ IFVM, δύο AG 25 et 26 Βάταλοϲ] Βάταλοὲ FV 30 πεντάθλου] πεντάθλων FM, Eust. Bk. Hes.)
462
[*](Ar.)

182 Βατίϲ: εἶδοϲ ἰχθύοϲ. καὶ Βατιδοϲκόποι, οἱ ὀψοφάγοι.

[*](Ecl.)

183 Βαττολογία: ἡ πολυλογία. ἀπὸ Βάττου τινὸϲ, μακροὸϲ καὶ πολυϲτίχουϲ ὕμνουϲ ποιήϲαντοϲ, ταυτολογίαϲ ἔχονταϲ.

[*](Σ)

184 Βατόϲ: ὁ βάϲιμοϲ τόποϲ.

[*](EV)

185 Βάττοϲ: ὄνομα κύριον. ἰϲχνόφωνοϲ καὶ τραυλόϲ. πόλιϲ ἦν Κρητικὴ Ὁαξόϲ, ἐν τῇ Ἐτέαρχοϲ βαϲιλεὺϲ, ὃϲ ἐπὶ θυγατρὶ ἀμήτορι. τῇ οὔνομα ἦν Φρονίμη· παρέχουϲά τε κακὰ καὶ πᾶν ἐπ’ αὐτῇ μηχανωμένη,: καὶ τέλοϲ μαχλοϲύνην ἐπενεγκοῦϲά οἱ πείθει τὸν ἄνδρα ταῦτα ἔχειν οὕτωϲ. ὁ δὲ ἀναγνωϲθεὶϲ ὑπὸ τῆϲ γυναικὸϲ ἔργον οὐχ ὅϲιον ἐμηχανᾶτο ἐπὶ τῇ θυγατρί. ἦν γὰρ δὴ Θεμίϲων ἀνὴρ Θηραῖοϲ ἔμποροϲ ἐν τῆ Ὁαξῷ· τοῦτον ὁ Ἐτέαρχοϲ παραλαβὼν ἐπὶ ξεινίᾳ ἐξορκοῖ ἦ μέν οἱ διηκονήϲειν ὅ τι ἄν δεηθείη. ἐπεί τε δὴ ἐξώρκωϲεν, ἀγαγών οἱ παραδιδοῖ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα καὶ ταύτην ἐκέλευε καταποντῶϲαι ἀπαγαγόντα. ὁ δὲ Θεμίϲων περιεμέκτηϲεν ἐν τῷ πελάγει, καὶ ἀφοϲιούμενοϲ τὴν ἐξόρκωϲιν τοῦ Ἐτεάρχου ϲχοινίοιϲ αὐτὴν διαδήϲαϲ καθῆκεν ἐϲ τὸ πέλαγοϲ, ἀναϲπάϲαϲ δὲ ἀφίκετο ἐϲ τὴν Θήραν. ἐντεῦθεν δὲ τὴν Φρονίμην παραλαβὼν Πολύμνηϲτοϲ, ἐὼν τῶν Θηραίων ἀνὴρ δόκιμοϲ, ἐπαλλακεύετο. χρόνου δὲ περιιόντοϲ ἐξεγένετό οἱ παῖϲ ἰϲχνόφωνοϲ καὶ τραυλὸϲ, τῷ οὔνομα ἐτέθη Βάττοϲ.

[*](Σ)

186 Βάἄττου ϲίλφιον: ἐπὶ τῶν ϲπανίουϲ τιμὰϲ λαμβανόντων. οἱ γὰρ Κυρηναῖοι ἑνὶ τῶν Βάττων ἐξαίρετον ἔδοϲαν τὸ ϲίλφιον, καὶ τοῦ νομίϲματοϲ ἐπὶ μὲν θατέρου Ἄμμωνα, ἐπὶ δὲ θατέρου ϲίλφιον ἐτύπωϲαν. οἱ δὲ ἐπὶ Λιβύηϲ Ἀμπελιῶται εἰϲ Δελφοὺϲ ἀνέθεϲαν καυλὸν ϲιλφίου.

[*](Ar.)

187 Βάττου ϲίλφιον· Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· οὐδ’ ἂν δοίηϲ γέ μοι καὶ τὸ Βάττου ϲίλφιον. τὸ ἐν τῆ Λιβύῃ, ὃ θεραπεύει πολλά· ηδύοϲμόν ἐϲτι καὶ πολύτιμον. Βάττοϲ γὰρ τὴν Κυρήνην κτίζει.

[*](Hesy.)

188 Βάτων, κωμικόϲ· δράματα αὐτοῦ Συνεξαπατῶν, Ἀνδροφόνοϲ, Εὐεργέται.

[*](Ar.)

189 Bατράχειον: εἶδοϲ χρώματοϲ. ἀπὸ τούτου καὶ βατραχὶϲ ἱμάτιον. ἐχρίοντο δὲ τῷ βατραχείῳ τὰ πρόϲωπα πρὶν ἐπινοηθῆναι τὰ προϲωπεῖα. καὶ Βατραχίϲ, εἶδοϲ ἐϲθῆτοϲ ἀνθίνηϲ, ὅμοιον τῷ ὀνόματι ἐχούϲηϲ τὸ χρῶμα. καὶ Βατράχειοϲ μοῖρα.

[*](182 sch. Ar. Pac. 811, 808 cf H ═ Bk. 224, 20 183 Et. Gen., An. Ox 2, 431, 12, Et. M. 191, 281; l. ═ Ambr. 182 184 Ba 179, 11 cf. H, Philop. diff. 185 Hdt. 4, 154 —155, 1 ═ EV 2, 14, 7 —1 5, 2 186 cf H, Paroem. ed. Gsf. 27, n. 258, Bk. 224, 30 187 πολύτιμον sch. Ar. Av. 533; Ar. Pl. 925 Βάττοϲ sq. sch. Ar. Pl. 925 188 cf Wagner, Symb. com. graec. 54 189 — προϲωπεῖα sch. Ar. Eq. 522; vs. 32 βατραχίϲ —33 χρῶμα sch. Ar. Eq. 1406 βατράχειοϲ sq. ═ Ambr. 187)[*](182 cf. v. Μελάνθιοϲ 184 cf. 176 185 hinc v. Α 1584 et v. περιεμεκτήϲαϲ, cf v. Α 1882 (et v. Θεμίϲων), v. Α 4639 187 cf. v. ϲίλφιον I 188 cf v Πλάτων 2 in fine 189 cf. v. Μάγνηϲ 1. Z 376)[*](A(GITFVM))[*]( 5 Βάττοϲ] Βάττηϲ IM cf. 19 12 διηκονήϲειν AM διακονήϲειν GIV 19 Βάττοϲ GacVM Bάττηϲ AGec IM 20 τῶν V M τούϲ rell.)
463

190 Βάτραχοϲ ἐκ Σερίφου: ἐπὶ τῶν ἀφώνων. παρόϲον οἱ ἐν [*](Prov.) Σερίφῳ βάτραχοι κομιϲθέντεϲ εἰϲ Σκῦρον οὐκ ἐφθέγγοντο.

191 Βατράχῳ ὕδωρ: ὡϲ γαλῇ ϲτέαρ. ἐπὶ τῶν ταῦτα διδόντων, [*](Prov.) οἷϲ χαίρουϲιν οἱ λαμβάνοντεϲ. καὶ Βατράχοιϲ οἰνοχοεῖϲ, ἐπὶ τῶν ταῦτα παρεχόντων, ὧν οὐ χρῄζουϲιν οἱ λαμβάνοντεϲ.

192 Βαΰζων: ὑλακτῶν. Ἀριϲτοφάνηϲ· βαΰζων καὶ γὰρ ἐγῶτοιοῦτοϲ [*](Ar.) ἦν. ἀντὶ τοῦ ἤμην.

193 Βαυκαλᾶν. τιθηνεῖϲθαι μετ ᾠδῆϲ τὰ παιδία.

194 Βαῦνοϲ. κάμινοϲ. ἐξ οὐ καὶ βάναυϲοι. οἱ διὰ πυρὸϲ ἐργαζόμενοι, [*](Ε) οἱ τεχνῖται.

[*](Suid.)

195 Bαυὠ καὶ Δημώ: ὀνόματα ϲοφῶν γυναικῶν. ἐξένιϲεν ἡ Βαυὼ τὴν Δημώ.

[*](Suid.)

196 Βάψαϲ τὴν κώπην ἔπλευϲαϲ, ἐλθὼν πρὸϲ τοὺϲ ναυτοδίκαϲ, [*](Σ) οἳ τὰϲ τῆϲ ξενίαϲ ἐδίκαζον. ἢ ἀπὸ τῶν φαρμακοποιούντων. λέγουϲι γὰρ τὸ βάψαϲ ποιήϲω μέλαν.

197 Βδέλλα· ὁ Σολομών φηϲι· τῇ βδέλλῃ ἦϲαν γ′ θυγατέρεϲ ἀγαπήϲει ἀγαπώμεναι· καὶ αἱ γ αὗται οὐκ ἐνεπίμπλαντο, καὶ ἡ δ′ οὐκ ἠρκέϲθη εἰπεῖν ἱκανή. βδέλλα ἡ ἁμαρτία. θυγάτηρ αὐτῆϲ πορνεία, φθόνοϲ, εἰδωλολατρία, αἳ οὐκ ἐμπίπλανται διὰ τῶν ἀτόπων πράξεων. ἡ δ′ ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία.

198 Βδέλλεται: ἀμέλγει. Πλάτων εἰϲ τὸν Θεαίτητον βδάλλεται [*](Σ) λέγει.

199 Βδέλυγμα: πᾶν εἴδωλον καὶ πάν ἐκτύπωμα ἀνθρώπου οὕτωϲ [*](Ε) ἐκαλεῖτο παρὰ Ἰουδαίοιϲ.

200 Βδέλυγμα ἐρημώϲεωϲ. τὸν Ἀδριανοῦ τοῦ βαϲιλέωϲ ἀνδριάντα. [*](Ε) ὁ γὰρ Ἀδριανὸϲ καθεῖλε τὴν πόλιν ἄρδην. μετὰ γὰρ τὴν Οὐεϲπαϲιανοῦ καὶ Τίτου γενομένην ἐρήμωϲιν ἐπὶ Ἀδριανοῦ ϲυϲτάντεϲ οἱ Ἰουδαῖοι ἐϲπούδαζον ἐπὶ τὴν προτέραν ἐπανελθεῖν πολιτείαν. ϲταϲιάϲαντεϲ οὖν εἰϲ παντελῆ ἐρήμωϲιν ἑαυτούϲ κατέϲτηϲαν· καὶ τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ἐπέθηκε τοῖϲ λειψάνοιϲ τῆϲ πόλεωϲ Αἰλίαν αὐτὴν προϲαγορεύϲαϲ· Αἴλιοϲ γὰρ Ἀδριανὸϲ ἐκαλεῖτο.

[*](190 Paroem. ed. Gsf. 25, n. 248 cf. Diogen. III 44 191 — λαμβάνοντεϲ ═ Ζen II 79; βατράχοιϲ sq. Zen. II 78 192 ὑλακτῶν cf. H; βαύζων alt. sq. Ar. Th 173 c. sch. 193 ef H 194 — κάμινοϲ ═ Ba 179, 15, 178, 21, Et, M. 192, 14, 187, 38 cf. sch. Ar. Ach. 86 195 cf. Ar. fr. 225 ex Harp. (et fr. com. ad. 7431!); H; ναυτοδίκαϲ—ἐδίκαζον cf. P v. ναυτοδίκαι 1 197 Prov. Sal. 30, 15 c. sch. 198 cf. Et. M 192, 25 (═ An. Ox. 2, 352, 1), Orion. 35, 24 — ἀμέλγει ═ Ba 179, 16 Πλάτων Theaet. 174 d cf. sch., H. Moeris 192, 15 sch. Luc. 239,25 199 Georg. 416, 16—17 200 Georg. 415, 16 —416, 8)[*](192 — 3 Z 379 194 cf. 92, unde οἱ sq. 195 ex v. Δ 473 197 Ζ 380 198 Ζ 381 199 Ζ 380 200 hinc v. Αἴλιοϲ, cf. v. Αἰλία)[*](2 Σκῦρον IT Κῦρον rell. 4 βατράχοιϲ Prov. βατράχουϲ onnes 9 οἱ— A(GITFVM) 10 τεχνῖται om. FV 195 om. TFV mg. A post 192 l 11 Βαυώ pr. Al βαβώ M ἐξένιϲεν lM ἐξενίϲαϲ A Βαυώ alt l Βαυβώ A Βαβιώ M. 15 ἀγαπήϲει —19 ἐπιθυμία] καὶ τὰ ἐξῆϲ F om.V 16 ἐνεπίμπλαντο] ἐνεπίμ— πλανται A 18 ἐμπίπλανται] ἐπίμπλανται AI 20 βδάλλεται] βδέλλεται FM.)