Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Suid.)

161 Βαϲιλίνδα: εἶδὸϲ παιδιᾶϲ.

[*](Σ)

162 Βαϲιλίϲ: ἡ τοῦ βαϲιλέωϲ γυνή· ὡϲ καὶ βαλανίϲ, ἡ τοῦ βαλανέωϲ.

[*](Ε)

163 Βαϲιλίϲκοϲ, Βηρίνηϲ ἀδελφὸϲ τῆϲ βαϲιλίδοϲ, ἐπὶ Λέοντοϲ τοῦ βαϲιλέωϲ ἀντὶ Ῥουϲτικίου ϲτρατοπεδάρχου ᾑρέθη, εὐεπίτευκτοϲ μὲν ὢν ἐν μάχαιϲ, βραδύνουϲ δὲ καὶ φενακίζουϲιν ὑπαγόμενοϲ ῥᾳδίωϲ.

[*](E)

164 Βαϲιλίϲκοϲ· ὅτι Βαϲιλίϲκοϲ, ὁ Ῥωμαίων τῶν ἑῴων βαϲιλεὺϲ, τῶν ἐκκληϲιῶν τοὺϲ ἐπιϲκόπουϲ εἰϲέπραττε χρήματα καὶ Ἀκάκιον τὸν Κωνϲταντινουπόλεωϲ ἐπίϲκοπον μικροῦ δεῖν ἀπώϲατο, εἰ μὴ τῷ πλήθει τῶν λεγομένων μοναχῶν ἀπεκρούϲθη. πολύϲ τε ἦν πρὸϲ ἐπιθυμίαν χρημάτων, ὡϲ μηδὲ αὐτῶν τῶν τὰϲ εὐτελεῖϲ καὶ βαναύϲουϲ μετιόντων ἐπιϲτήμαϲ ἀπέχεϲθαι. καὶ ἦν ἅπαντα μεϲτὰ δακρύων τῆ τῶν τοιούτων είϲφορῶν εἰϲπράξει. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἁρμάτοϲ.

[*](Σ)

165 Βάϲιμοϲ: πορευτικὴ. εὐεπίβατοϲ. καὶ Βάϲιμοι τό ποι, οἱ πορεύϲιμοι.

[*](Soph.)

166 Βάϲιϲ: βάδιϲιϲ. κυνὸϲ Λακαίνηϲ ὥϲ τιϲ εὔρινοϲ βάϲιϲ.

[*](Δ)

167 Βαϲκανία καὶ Βάϲκανοϲ. ὅτι τὸ βάϲκανοϲ ἁπλῶϲ ἐπὶ [*](Ar.) λοιδορίαϲ τιθέαϲιν. οὐ ψεύδει καίπερ ϲφόδρα βάϲκανοϲ οὖϲα.

[*](Harp.)

168 Βαϲκαίνει· δοτικῇ. ἀντὶ τοῦ αἰτιᾶται καὶ μέμφεται καὶ ϲυκοφαντεῖ. οὕτωϲ Δημοϲθένηϲ ἐν τῶ ὑπὲρ Κτηϲιφῶντοϲ. καὶ ἐν τοῖϲ ἑξῆϲ, βάϲκανον δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηθεϲ οὐδέν ἐϲτι πολίτευμα ἐμὸν, φηϲίν. ἀντὶ τοῦ φιλαίτιον καὶ ϲυκοφαντικὸν.

[*](Synt.)

169 Bαϲκαίνω ϲοι ἀεί ὁ δὲ Λιβάνιοϲ αἰτιατικῇ· τὸν προϲήκοντα βαϲκαίνουϲι.

[*](Σ)

170 Βαϲμοί: βαθμοί.

[*](158 Harp. 160 cf. Ambr. 135, sch. Soph. Ant 941 161 ═ cf. Poll 9, 110, Eust. 1425, 41 (Ael. D. fr. 91) 162 ═ Ba 179, 5, Et. M. 189, 7 163 Malch. fr.7, FHG 4, 116 104 Malch. fr. 7, FHG 4,116 165 — πορευτικὴ ═ Ba 179, 3 cf. H 166 Soph. Ai. 8 c. sch. 7 167 Βαϲκανία cf. Ambr. 175 τό sq Ar. Pl. 571 c. sch. 168 δοτικῇ cf. An. Ox. 4, 287, 28, Bk. 130, 21 ἀντί sq Harp. ═ Et. M. 190, 28 cf. Sabb; Dem. 18, 189; βάϲκανον —ἐμόν Dem. 18, 108 169 cf. Synt. Gud. p. 389, Thom. 60, 12 170 Ba 179, 10 cf. H. Moeris 192, 30. Phryn. ecl. 324)[*](160 Z 374 161 ex v. Κῦροϲ 4 162 Z 374 164 cf. v Α 183 fin. 165 cf Z 373, 376)[*](A(GITFVM))[*]( 161 ex I (post 158), M 13 Ῥουϲτικίου] Ῥουϲτικοῦ A 19 μηδέ] μηδέν A. μή V 20 μεϲτὰ] μετά AV 169 om. G TFV post 170 A 31 τόν] ἀεὶ τόν A.)
461

171 Βάϲϲοϲ Κορίνθιοϲ· Ἀπολλώνιοϲ πρὸϲ τοῦτον διηνέχθη. πατραλοίαϲ μὲν γὰρ οὗτοϲ ἐδόκει καὶ ἐπεπίϲτευτο, ϲοφίαν δὲ ἑαυτοῦ κατεψεύδετο, καὶ χαλινὸϲ οὐκ ἦν ἐπὶ τῇ γλώττῃ. λοιδορούμενον δὲ αὐτὸν ἐπέϲχεν ὁ Ἀπολλώνιοϲ, οἷϲ τε ἐπέϲτειλεν οἷϲ τε διελέχθη κατ’ αὐτοῦ. πάν γὰρ ὅπερ ὡϲ ἐϲ πατραλοίαν ἔλεγεν, ἀληθὲϲ ἐδόκει· μὴ γὰρ ἄν ποτε τοιόνδε ἄνδρα ἐϲ λοιδορίαν ἐκπεϲεῖν μηδὲ ἀνειπεῖν τὸ μὴ ὄν.

172 Βαϲτάζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

173 Βαϲτάϲαϲ: ἀντὶ τοῦ δοκιμάϲαϲ. Εὔπολιϲ· ἄγε δὴ, πότερα βούλεϲθε [*](Σ) τὴν διάθεϲιν ᾠδῆϲ ἀκούειν ἢ τὸν ἀρχαῖον τρόπον, ἀμφότερ’ ἐρεῖϲ. ἐγὼ δ’ ἀκούϲαϲ τὸν τρόπον, ὃν ἂν δοκῇ μοι βαϲτάϲαϲ, αἱρήϲομαι. πᾶν τὸ ϲυμβηϲόμενον ἐπὶ λόγον ἄγων καὶ βαϲτάζων. ἀντὶ τοῦ δοκιμάζων. καὶ Βἀϲταγμα· δῆλον ἐγένετο διότι μέγα τὸ [*](Ε) βάϲταγμα τῆϲ πόλεωϲ ἦν. πλεῖον γὰρ κ΄ μυριάδων ὅπλα παρέδωκαν Ῥωμαίοιϲ καὶ καταπέλταϲ β′. καὶ Βαϲτάϲαι οὐ τὸ ἆραι δηλοῖ [*](Σ) παρὰ τοῖϲ Ἀττικοῖϲ, ἀλλὰ τὸ ψηλαφῆϲαι καὶ διαϲηκῶϲαι καὶ διαϲκέψαϲθαι τῇ χειρὶ τὴν ὁλκήν.

174 Βαϲταχθείη. ἀρθείη, κλαπείη. ὁ δὲ Λακύδηϲ ϲφραγιϲάμενοϲ διὰ τῆϲ ὀπῆϲ τὸν δακτύλιον ἐρρίπτει, ὡϲ μηδέποτε αὐτοῦ περιαιρεθείη καί τι βαϲταχθείη τῶν ἀποκειμένων.

175 Βάτα Κάροϲ: ἐπὶ τῶν παχέων καὶ δυνατῶν. κατὰ διαϲτολὴν [*](Prov.) δὲ ἀναγνωϲτέον.

176 Βατά. βάϲιμα. Ἀρριανόϲ· πάντα δὲ τῷ Ἀλεξάνδρῳ βατά τε[*](Σ + Ε) καὶ ἐξαιρετέα εἶναι ἐδόκει.

177 Βάταλοϲ: βδελυρὸϲ, αἰϲχρόϲ.

[*](Σ)

178 Βάταλοϲ: οὕτωϲ ἐκλήθη ὁ Δημοϲθένηϲ νέοϲ ὢν, ὡϲ γυναικώδηϲ· [*](Σ) γηράϲαϲ δὲ ἀργὰϲ, ἀπὸ ὄφεωϲ οὕτω καλουμένου.

179 Βαταναία: χώρα.

[*](Δ)

180 Βατταριϲμοί: φλυαρίαι.

[*](Σ)