Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

882 Ἀκινάκηϲ: μικρὸν δόρυ Περϲικόν.

[*](Δ)

883 Ἀκίναϲιϲ: ὄνομα τόπου.

[*](Δ)

884 Ἀκινδυνί: χωρὶϲ κινδύνου. καὶ Ἀκινδυνότατοϲ.

[*](Δ)

885 Ἀκίναιδοϲ: ὁ μὴ κινῶν τὰ αἰδοῖα, ὁ ϲώφρων. καὶ Ἀκίναιδα.

[*](Δ)

886 Ἀκινηϲία: ἠρεμία. καὶ τοὺϲ ἵππουϲ ἐξελαύνειν προϲέταξεν, [*](Ε) ὡϲ διαλύοιτο αὐτοῖϲ τὸ ὑπὸ τοῦ παράπλου νεναρκηκὸϲ ὑπὸ ἀκινηϲίαϲ.

[*](Δ)

887 Ἀκινητίζω: μὴ κινεῖϲθαι ἐπιθυμῶ.

[*](Prov.)

888 Ἀκίνητα κινεῖν: ἐπὶ τῶν καθ᾿ ὑπερβολήν. ὅτι μὴ δεῖ μηδὲ βωμοὺϲ κινεῖν, ἢ τάφουϲ.

[*](Suid.)

889 Ἄκιτιν ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ ψήκτραν ἄκιτιν ἀπέπτυϲεν.

[*](Hom.)

890 Ἀκίχητα: ἀκατάληπτα.

[*](Δ)

891 Ἀκλαυϲτί: χωρὶϲ κλαυθμοῦ.

[*](Δ)

892 Ἀκλείδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](877 — ἀϲθενέϲ ═ H cf. Ambr. 1047, Et. M. 48, 14; ἀκιδνότεροϲ sq. ═ Ambr. 956 878 — ἐθέλειν ═ Ba 54, 13, P cf. Et M. 49, 3 οὐδενόϲ — ἄνδρα Aelian. fr. 123 ἀκκιζόμενοϲ Σκύθηϲ — ἐπονεῖτο ═ Paroem. ed Gsf. 103 n. 841 ἀκκιϲμούϲ, προϲποιήϲειϲ ═ P, Σc cf. Ba 54, 12, H, Et. M. 49, 8 ἀκκιϲμόϲ sq. — Ambr. 879 879 ═ Ambr. 869 880 ═ Ambr. 1042 881 ═ Ambr. 897 882 ═ P, Ba 54, 11, sch. Pl. Rep. 553 c cf H, Et. M 48, 27 883 cf. Ambr. 966 884 Ἀκινδυνί ═ Ambr. 1106; ἀκινδυνότατοϲ ═ Ambr. 948 885 — αἰδοῖα ═ Ambr. 877 880 καί sq. ═ Arr. Parth. R. Ap. 50 887 l. ═  Ambr. 1085 888 ═ Ζen. I 55, sch. Pl. Theaet. 181b 890 ═ Ap. S 20, 6, cf. Et. M. 48, 54 sch. P 75 891 ═ Ambr. 1098 892 cf. Ambr. 922 Ἀκείδηϲ)[*](878 Z 100, 114; Aelian. cf. v. ὑγρῶϲ. Prov. hinc v. δεῖπνον, cf. v. τὸν ἵππον 883 Z 104 884 Z 116 886 Z 104 887 Z 114 889 e v. φάϲγανον, cf. v. ϲυλόνυχαϲ et v. ψήκτραν 890 cf. 873 891 Z 116)[*](A (GITSM))[*]( 1 ἀκιδνότεροϲ] ἀκιδνότερον GT Ὅμηροϲ om. SM 2 οὐδέν om. S 5 ἐθέλειν] κακουργεῖν add. S 6 δή om. SM 10 τιϲ om. SM 11 καί om. SM 12 γάρ] δέ M post 882 Συνέϲιοϲ· τὸν ἀκινάκην ϲπαϲάμενοϲ add. T 17 τόπου] πόλεωϲ S, fort ποταμοῦ cf. Ambr. 19 ἀκίναιδα] θηλυκόν add. S 889 om. S mg. A post 891 GIT)
83

893 Ἀκλειῶϲ: ἀδόξωϲ.

[*](Hom.)

894 Ἀκληρεῖ: οὐ μετέχει, οὐ κεκλήρωται.

[*](Σ)

895 Ἀκληρήμαϲι: ϲυμφοραῖϲ, δυϲτυχίαιϲ. διὰ τοῦτο δοκεῖ μοι μάλιϲτα περιπεϲεῖν τοῖϲ ἀκληρήμαϲι, διὰ τὸ πάντων βούλεϲθαι ϲτοχάζεϲθαι [*](Ε?) καὶ μερίζεϲθαι εἰϲ διάφορα.

896 Ἀκληρίαϲ: δυϲτυχίαϲ. ὁ δὲ ᾤετο πόρον ἐξευρεῖν τοῦ διώϲαϲθαι τὰϲ ἀκληρίαϲ.

897 Ἀκληρούντων: δυϲτυχούντων. τοὺϲ ἐν τῷ ϲυνεδρίῳ ἀχανεῖϲ γενέϲθαι καὶ παρεκϲτῆναι ταῖϲ διανοίαιϲ, ϲυμπάϲχονταϲ τῇ τῶν [*](Ε) ἀκληρούντων ὑπερωδυνίᾳ.

898 Ἀκλητί: χωρὶϲ κλήϲεωϲ. καὶ παροιμία· Ἀκλητὶ κωμάζουϲιν [*](Δ) εἰϲ φίλουϲ φίλοι. ὁμοία τῇ, αὐτόματοι ἀγαθοὶ ἀγαθῶν [*](Prov.) ἐπὶ δαῖταϲ ἵενται.

899 Ἄκλητον: ἀνώνυμον. δέδωκαϲ ϲεαυτὸν ἄκλητον τῷ δευτέρῳ. [*](Σ) ἀντὶ τοῦ ἀνώνυμον. ἄκλητοϲ ὁ θεὸϲ καὶ καλούμενοϲ παρέϲται· οὐ παρορᾷ γὰρ ὁ θεὸϲ τοὺϲ ἀρετῆϲ ἀντιποιουμένουϲ. οὕτω γὰρ ἐδόθη χρηϲμὸϲ τοῖϲ Λακεδαιμονίοιϲ· καλούμενόϲ τε κἄκλητοϲ θεὸϲ παρέϲται ἔξω πάϲηϲ αἰϲθήϲεωϲ. οὐ γὰρ φωνῆϲ δεῖται πρὸϲ τὸ διδάξαι τὰ δέοντα, οὐδὲ ἀκοῆϲ πρὸϲ τὸ μαθεῖν.

900 Ἀκλόνητον: ἄϲειϲτον, ἀδόνητον.

[*](Σ)

901 Ἀκμάζει: νεάζει. Ἀκμάζειϲ, τὰ νέων πράττειϲ. οὕτωϲ [*](Σ) Ὑπερίδηϲ καὶ Λυϲίαϲ.

[*](Harp.)