Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

862 Ἀκηδία: ῥᾳθυμία, ἀχθηδὼν, λύπη. Δαβίδ· καὶ ἠκηδίαϲεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμα μου.

[*](848 ἀκεϲμόν sq. ═ P, Ba 53, 25 cf. H 850 — θεραπευτικόν cf Ambor. 1040 851 (÷ ἀκέϲτοροϲ) ═ Ba 53, 26, P; — ἰατρούϲ cf. sch. X 2, Et. M. 51, 7; ἀκέϲτωρ sq cf. H 853 — ἄτιμοϲ cf. Artem. I 35 ἀκέφαλοϲ μῦθοϲ sq. ═ Macar. l 70 854 ═ Ambr. 1063 cf. sch. Π 29. ξ 383 855 ═ P, Ba 53, 16 856 — θεραπεύει ═ sch. Pl. Rep. 364 c ἀκεῖϲθαι alt. sq. ═ Ba 53,19 cf. P, Phryn. 48, 13 857 ═ P, Ba 54, 1, H 858 Harp. ═ P, Ba 53, 29 859 — ἄταφοι ═ P, Ba 54, 3 Ἀκήδιϲτοι sq. cf. Ambr. 871, Et. M. 47, 31 860 — ἀμέληϲ cf. Ba 54, 2 H, P ἀκηδῶϲ — ἀτάφωϲ cf. Ambr. 1108 v. ἀκηδεί ἰδών — θεϲμῷ Aelian. fr. 242 πικρή — ἀκηδήϲ Babr. p. 216, 11 διαλύει — πόλιϲ Aelian. fr. 63 861 ═ Ambr. 1064 cf. sch. Ξ 427 862 — ῥᾳθυμία ═ Ambr. 1018 καί sq. Ps. 142, 4)[*](852 cf. v. Ἰουλιανὸϲ Ἁλικαρναϲϲεύϲ 853 Ζ 98 855 cf. 839; Ζ 98 856 113 857 — 8 Ζ 103 860 Ζ 99, 115 861 Ζ 113 862 Ζ 104)[*](A(GITSM))[*]( 852 om. GTS mg. Al 6 τιϲ om. M Σευῆροϲ] Σεβῆροϲ M καί A om. lM 11 Ἀκεῖϲθαι θεραπεύειν om. S Ἀκεῖϲθαι alt. — κωμῳδοῦντα S om. rell. Zon 15 φηϲιν AGI Phot φαϲιν TSM Ba 18 ἀκήδιϲτοι] ἀκήδεϲτοι S 19 ἑαυτῶν] ἑαυτοῖϲ A 21 ἐτόλμηϲεν] ἐτόλμηϲα M 23 ἀκηδήϲ] ἀκηδέϲ M 24 πικρή] πικροί l Lachmann λύκοιϲ] λύκοιϲιν Kust. αὐτάρ] ἀτάρ] ἀτάρ GTM ἀκηδήϲ] ἀκηδεῖϲ Lachmann 861 om. S)
81

863 Ἀκήκοα· αἰτιατικῇ· ἠνωτίϲθην. καὶ Ἐἰϲακήκοα.

[*](Synt.)

864 Ἀκήλητον: ἄθελκτον, ἀπηνῆ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι περὶ Ὀρφέωϲ· [*](Anth.) ὃϲ καὶ ἀμειλίκτοιο βαρὺ Κλυμένοιο νόημα καὶ τὸν ἀκήλητον θυμὸν ἔθελξε λύρᾳ.

865 Ἀκηλίδωτον: ἄϲπιλον, ἀκήρατον. Ἀκηλιδότεροϲ δέ.

[*](ΣΔ)

866 Ἀκήματα: ἰάματα. καὶ Ἄκη πόνων, τὰ λουτρά· καὶ κόπον [*](Σ) μὲν θαλάττῃ λύουϲιν, ἣ μάλιϲτα τοῖϲ νεύροιϲ ἐϲτὶ πρόϲφοροϲ, ἀναχαλῶντεϲ δὲ τὰϲ τῶν μυῶν ϲυϲτάϲειϲ, εἶτ᾿ ἐπαλείφοντεϲ λίπα πρὸϲ τῷ μὴ ῥανθέντοϲ τοῦ ὕδατοϲ ἀπεϲκληρυμένα γίνεϲθαι τὰ ϲώματα.

867 Ἀκήν: ἡϲύχωϲ.

[*](Δ)

868 Ἀκηράϲιον: ἀκέραιον. ἀθάνατον, ἄφθαρτον. καὶ Ὅμηροϲ· [*](Σ) ἡδὺν ἀκηράϲιον θεῖον ποτόν.

[*](Δ)

869 Ἀκήρατοϲ: ἄφθαρτοϲ, ἀπαθὴϲ, ἀκέραιοϲ. Ἀκήρωτοϲ δὲ [*](Σ) ὁ δίχα κηροῦ.

870 Ἀκηρυκτεί: ἄνευ κήρυκοϲ. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τοὺϲ αἰχμαλώτουϲ [*](EL) λαβόντεϲ ἀκηρυκτεὶ πόλεμον αὐτοῖϲ ἐψηφίϲαντο.

871 Ἀκηρύκτωϲ ἐμίγνυντο: παρὰ Θουκυδίδῃ· τουτέϲτιν ἄνευ [*](Thuc.) κηρυκείου, ὡϲ πρὸϲ φίλουϲ δῆθεν. οἱ γὰρ πρὸϲ ἐχθρούϲ ἀπιόντεϲ ἀϲφαλείαϲ ἕνεκεν ὅϲοι ἐβούλοντο μετὰ κηρυκείου ἀπῇεϲαν, οὓϲ ἀνόϲιον ἡγοῦντο καὶ ἀϲεβὲϲ κακουργεῖν.

872 Ἀκηχέδαται: λυποῦνται.

[*](Hom.)

873 Ἀκίχητοϲ: ἀκατάληπτοϲ.

[*](Σ)

874 Ἀκίβδηλον: καθαρόν. καὶ ἀκιβδήλουϲ φαϲὶν εἶναι τοὺϲ ϲπουδαίουϲ, [*](Σ) φυλακτικούϲ τε εἶναι τοὺϲ ἐπὶ τὸ βέλτιον τὰ περὶ αὑτοὺϲ παριϲτάνειν [*](Phil.) διὰ παραϲκευῆϲ δυναμένουϲ τῆϲ τὰ φαῦλα μὲν ἀκοκρυπτούϲηϲ, τὰ δὲ ὑπάρχοντα ἀγαθὰ φαίνεϲθαι ποιούϲηϲ ἀπλάϲτωϲ. περιῃρηκέναι γὰρ ἐν τῇ φωνῇ τὸ πλάϲμα καὶ τῷ εἴδει.

875 Ἀκιδαλία: ὄνομα κρήνηϲ.

[*](Δ)

876 Ἀκίδοϲ: τῶν βελῶν τὰϲ ὀξύτηταϲ. καὶ Ἀκιδωτόν, τὸ ἔχον [*](Σ) ἀκίδαϲ.

[*](Δ)[*](863 αἰτιατικῇ ═ An. Ox. 4, 276, 28 864 ἄθελκτον cf. sch. κ 329 ὃϲ sq. Anth. 7, 9, 7 —8 865 ἀκήρατον P. Ba 54, 5 cf. H ἀκηλιδότεροϲ cf. Ambr. 960 866 ἰάματα P, Ba 54, 6, H, sch. O 394 cf. Ambr. 1044 ἄκη πόνων sq. Ath. 1, 24c 867 Ambr. 1113, sch. Δ 429 868 — ἀκέραιον ═ Ba 54, 7 cf. sch. ι 205, H, Et. M. 47, 57 ἄφθαρτον cf. H; ἡδύν sq. ι 205 869 ἀκέραιοϲ ═ P; — ἀπαθήϲ Ba 54, 8 ἄφθαρτοϲ ═ Ambr. 888, Et. M. 47, 49 ἀκήρωτοϲ sq. ═ Ambr. 883 b 870 οἱ sq. Cass. D. fr. 36 ═ EL 410, 12 —13 871 sch. Thuc. 1, 146 872 sch. 637 ═ Ambr. 1068, Et. M. 48, 5 cf. Ap. S. 18, 29 878 ═ Ambr. 849 874 — καθαρόν ═ P. Ba 54, 9, H cf. Et. M. 48, 55 ἀκιβδήλουϲ sq. Laert. 7, 118 875 ═ Ambr. 1014 b, Et. Gen., Et. M. 48, 22 876 ὀξύτηταϲ ═ P, Ba 54, 10, H ἀκιδωτόν cf. Ambr. 1038)[*](864 Z 105, 109; Anth. cf. v. Κλύμενοϲ 873 cf. 890 875 Ζ 104)[*](863 om. GTS mg. l 1 ἠνωτίϲθην IM ἠρωτίϲθην A 7 ἀναχαλῶντεϲ| A(GITGSM) ἀναϲχαλῶντεϲ A 8 τῷ] τό Mec 11 Ἀκηράϲιον F Ba Ἀκήραϲον AGIM Ἀκήρατον TS ἀθάνατον, ἄφθαρτον] ἄφθαρτον, ἀθάνατον SM 871 non nov. gl. SM)
82
[*](Δ)

877 Ἀκιδνίν: τὸ ἀϲθενέϲ. καὶ Ἀκιδνότεροϲ ὁμοίωϲ. Ὅμηροϲ· οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο.

[*](Σ)

878 Ἀκκιζόμενοϲ: προϲποιούμενοϲ, γυναικιζόμενοϲ, ἢ μωραίνων, ἀπό τινοϲ γυναικὸϲ μωρᾶϲ, ἥτιϲ ἐκαλεῖτο Ἀκκώ. ϲημαίνει δὲ καὶ τὸν [*](Ε) λέγοντά τι προϲποιεῖϲθαι μὴ ἐθέλειν. καὶ Αἰλιανόϲ· οὐδενόϲ τε τῶν ἐπ᾿ ᾄϲμαϲι θαυμαζομένων ἐκρίθη δευτέρα, ἅτε δὴ οὐκ ἄπειροϲ ἐρωτικῆϲ περιεργίαϲ ἀκκιζομένη ϲὺν καιρῷ καὶ πρὸϲ ζηλοτυπίαν εὐφυῶϲ [*](Prov.) ἄγουϲα τὸν ἄνδρα. καὶ παροιμία· Ἀκκιζόμενοϲ Σκύθηϲ τὸν ὄνον. ἐπὶ τῶν βδελυττομένων λόγῳ, ἔργῳ δὲ ἐφιεμένων. ἰδὼν γάρ τιϲ νεκρὸν ὄνον ἔφη πρὸϲ Σκύθην παρόντα, δεῖπνόν τι, ὦ Σκύθα. ὁ Σ δὲ ἐμυϲάξατο μὲν, ὕϲτερον δὲ ἐπονεῖτο. καὶ Ἀκκιϲμούϲ, προϲποιήϲειϲ. [*](Δ) Ἀκκιϲμὸϲ γὰρ καὶ ἡ μωρία.

[*](Δ)

879 Ἄκικυϲ: ὁ μὴ ὀξύϲ.

[*](Δ)

880 Ἄκιμον: ἀθεράπευτον.

[*](Δ)

881 Ἄκιμοϲ: ὄνομα κύριον.