Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

802 Ἀκαρῆ: ἀκαρῶϲ, ἐπίρρημα· ἐν βραχείᾳ ὥρᾳ, ἐν ἀτόμῳ. ἐν [*](Ar.) ἀκαρεῖ δὲ Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· γυμνὸϲ θύραζ᾿ ἔπεϲον ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ. τῷ ἐλαχίϲτῳ, ὃν οὐχ οἷόν τε διακεῖραι καὶ κόψαι διὰ τὸ βραχ τοῦ χρόνου. πεποίηται δὲ ἀπὸ τῶν μικρῶν τριχῶν, τῶν διὰ βραχύτητα μὴ δυναμένων καρῆναι. ἔϲτι δὲ ἐπίρρημα τὸ ἀκαρῶϲ. ἀφ᾿ οὗ τὸ ἀκαρὲϲ ἐπιρρηματικὸν ὄνομα. καρὶ δὲ τῷ καρί, κάρ, καρόϲ, καρί.

803 Ἀκαρίδιοϲ: ὁ βραχύτατοϲ. ἀκαρίδιοϲ ὁ ἀνθρώπινοϲ βίοϲ καὶ μετ᾿ ὀλίγον πάντεϲ ἐξετάθημεν.

[*](Σ)

804 Ἀκαριαῖον: μικρὸν, βραχὺ, ῥοπή. καὶ Ἀκαριαῖοϲ, ὁ βραχὺϲ [*](Δ) καιρόϲ. Ἀκαριαῖον· τὸ μὴ δυνάμενον καρῆναι ἢ τὸ οἷον ἀκέφαλον [*](Ecl.) διὰ ϲμικρότητα ἢ ἀδιάϲτατον κατὰ μέγεθοϲ καὶ οὐδ᾿ ἀρχὴν ἔχον. ὅτι Καρία ἡ κεφαλὴ κατὰ γλῶϲϲαν, ὅθεν καὶ κέρατα.

805 Ἀκαρνᾶνα· ἐγὼ δὲ ἄγαμαι τοὺϲ ἄνδραϲ, τὸν δὲ Ἀκαρνᾶνα μέγιϲτον καὶ πρὸ τούτων. καὶ Ἀκαρνανάδεϲ· ζήτει ἐν τῷ ἀπαλγοῦντεϲ.

[*](Prov.)

806 Ἀκαρπότεροϲ ἀγρίππου: ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων. Λάκωνεϲ γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦϲιν.

[*](Prov.)

807 Ἀκαρπότεροϲ Ἀδώνιδοϲ κήπου: ἐπὶ τῶν μηδὲν γενναῖον τεκεῖν δυναμένων. λέγονται δὲ τὰ εἰϲ τὰ ὄϲτρακα φυτευόμενα.

[*](Ar.?)

808 Ἄκαϲ: ποιητὴϲ τραγῳδίαϲ.

[*](Suid.)

809 Ἄκαϲτοϲ· ὁ δὲ Ἄκαϲτοϲ λόχον ὑφήϲαϲ ἐπεβούλευϲε τῷ Πηλεῖ. καὶ ὃϲ αἰϲθόμενοϲ ἐϲ πόλεμον κατέϲτη. ζήτει ἐν τῷ Ἀταλάντη.

[*](797 Thdr. in Ps. 31, 4, PG 80, 1088 d — 89a 798 cf. H, Et. M. 45, 11 799 ═ P, Ba 46, 8 800 Harp. P, Ba 53, 10 Antiph. fr.149 801 — κεῖραι ═ P, Ba 53, 2, sch. Pl. Ax. 366 c οὐκ οἶδ᾿ sq. Ar. Vsp. 699 — 703 802 — ἐπίρρημα ═ Ambr. 1095 ἐν ἀκαρεῖ — ὄνομα Ar. Pl. 244 c sch.; βραχύ sq. cf. sch. Luc. 55, 29 803 ἀκαρίδιοϲ alt. sq. Marc. 11, 18, 10 804 — ῥοπή ═ P, Ba 53, 7 Ἀκαριαῖοϲ —καιρόϲ ═ Ambr. 838 Ἀκαριαῖον —καρῆναι cf. Et. Gud; ἀκέφαλον —ἔχον cf. Et. M. 45, 29. H 805 — τούτων Philostr. 4, 23 806 ═ Zen. I 60 807 δυναμένων Macar. I 63 808 fort. sch. Ar. Av 31)[*](797 Z 103 798 cf. 4687 800 Z 115 801 Ar. cf. v. ἐγκεκύκληϲαι 802 Ζ 115 803 Ζ 98 804 ὅτι καρία sq. hinc v. καρία, v. κεραϲοῦϲ, v. κατὰ γλῶϲϲαν 805 Philostr. cf. 138 306 cf. 364 807 cf. 517 808 cf. v. Σάκαϲ 809 ex 4309)[*](A(GITSM))[*]( 798 om. GTS mg A 4 ἀχέταϲ Al ἀχέτην M 11 ἐπίρρημα post ἀτόμῳ A ἐν — ἀτόμῳ om. S 16 καρί pr. — καρί tert. om. AGT post 803 l; περιϲϲόν ss. M 24 καὶ Ἀκαρνανάδεϲ —ἀπαλγοῦντεϲ om. S 809 om. GTS mg. AM)
77

810 Ἀλκατάληπτον ἀπροϲίτου διαφέρει· καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀπρόϲιτον.

[*](Suid.)

811 Ἀκατάβλητον: ἀήττητον· παρὰ τὸ μὴ καταβάλλειν· τουτέϲτι [*](Ar.) τὸν μηδὲν καταβάλλοντα. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· οὐ γάρ πω τότ᾿ ἐξηπίϲτατο Φειδιππίδηϲ μοι τὸν ἀκατάβλητον λόγον.

812 Ἀκαταλήκτωϲ: ἀκαταπαύϲτωϲ.

[*](Σ)

813 Ἀκαταλλήλωϲ: ἀναρμοδίωϲ.

[*](Σ)

814 Ἀκαταμάχητοϲ.

[*](Δ)

815 Ἀκαταῖοϲ: ἵπποϲ ὠνομαϲμένοϲ.

[*](Δ)

816 Ἀκαταιτίατοϲ: ὁ ἀναίτιοϲ.

[*](Δ)

817 Ἀκατεύναϲτοϲ: ἀκοίμιϲτοϲ.

[*](Σ)

818 Ἀκάτειρα: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

819 Ἀκάτιον: εἶδοϲ πλοίου ἁλιευτικοῦ.

[*](Δ)

820 Ἀκατίροιϲ: ἐθνικόν. ὥϲπερ καὶ οἱ Σαράγουροι ἐλαθέντεϲ κατὰ [*](Δ + EL) ζήτηϲιν πρὸϲ τοῖϲ Ἀκατίροιϲ Οὔννοιϲ ἐγίνοντο.

821 Ἀκατονόμαϲτοϲ: ὁ μὴ ὠνομαϲμένοϲ.

[*](Δ)