Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

742 Ἆθλον: ἀγώνιϲμα, ἡ τιμὴ, ὁ μιϲθὸϲ, τὸ τοῦ ἀγῶνοϲ βραβεῖον.[*](Σ) καὶ Ἆθλοϲ ἀρϲενικῶϲ, τὸ ἔργον καὶ τὸ ἀγώνιϲμα καὶ τὸ ἔπαθλον. διαφέρει δὲ τοῦτο τοῦ οὐδετέρου, ὅτι τὸ μὲν οὐδέτερον δηλοῖ κυρίωϲ τὸ ἔπαθλον, τοῦτο δὲ τὸν ἀγῶνα.

743 Ἀθμωνεύϲ: Ἀθμωνία δῆμόϲ ἐϲτι φυλῆϲ τῆϲ Κεκροπίδοϲ, ἀφ᾿ [*](Harp.) οὗ ὁ δημότηϲ Ἀθμωνεύϲ. καὶ Ἀθμωνίϲ, ὄνομα κύριον. τὸν [*](Δ) Πειραῖα κάρηνα τὰ ἄκρα τρύβλιον.

744 Ἀθόλωτοϲ: ὁ ἀτάραχοϲ.

[*](Δ)

745 Ἄθων: τὸ ὄροϲ. ϲὺν τῷ ν λέγουϲιν.

[*](Σ)

746 Ἀθωνίϲ: πόλιϲ.

[*](Δ)

747 Ἀθῷοϲ: ἀζήμιοϲ. ἐνιψάμην ἐν ἀθῴοιϲ τὰϲ χεῖράϲ μου. ἀντὶ τοῦ [*](Σ) ἀθῷον ἐμαυτὸν ἐτήρηϲα, οὐκ ἐκοινώνηϲα τοῦ κακοῦ. Ἀθῷοϲ οὖν ἀναίτιοϲ. [*](Ps.) ἀντὶ τοῦ περιάγων, λάλοϲ.

748 Ἀθώπευτον: ἀκολάκευτον, ἄϲπλαγχνον. θηρὸϲ ἀθωπεύτου [*](Σ) Πανὶ καθῆψε δέραϲ. περὶ κάπρου φηϲί. τοιούτοιϲ γὰρ κακοῖϲ ἐντυγχάνω.

[*](Anth. Suid.)

749 Ἄθωϲ καλύπτει πλευρὰ Λημνίαϲ βοόϲ: παροιμία ἐπὶ τῶν [*](Prov.) τιναϲ λυπούντων ἢ βλαπτόντων· ἐπειδὴ τὴν βοῦν τὴν ἐν Λήμνῳ λευκοῦ λίθου πεποιημένην ὁ Ἄθωϲ τὸ ὄροϲ ἐπιϲκιάζει.

750 Ἄθραυϲτον: ἰϲχυρὸν, ἄκλαϲτον.

[*](Σ)

751 Ἄθρει: ὅρα, βλέπε. καὶ Ἀθρείοντεϲ, ἰδεῖν ἐπιθυμοῦντεϲ.

[*](ΣΔ)

752 Ἀθρεῖν: τὸ περιϲκοπεῖν καὶ μετ᾿ ἐπιτάϲεωϲ ὁρᾶν. παραδειγμάτων [*](Σ) δὲ πάντα μεϲτά.

[*](739 = Ambr. 712 740 Αἰλιανόϲ cf. Byz. Zt. 21, 417 sq.; τοιγαροῦν sq. Polyb. 8, 9, 8—9 ═ EV 2, 109, 14 —17 ═ Theopomp. FHG 1, 320; Ath. 6, 260 e 741 οἱ δέ Polyb. attr. Valck. Diodoro Bhd. 742 ═ Ba 37, 5, P cf. sch. Thuc. 1, 6, 5; ἔργον —ἔπαθλον cf. H 743 — Αθμωνεύϲ Harp. = Ba 37, 16 Ἀθμωνίϲ cf. Ambr. 752 744 ═ Ambr. 707 745 — ὄροϲ cf. P, Ba 40, 9, Ambr. 736 746 ═  Ambr. 753 747 — ἀζήμιοϲ ═ P, Ba 40, 10, Et. M. 26, 23; l. ═ Ambr. 722 ἐνιψάμην —μου Ps. 25, 6 vs. 19 ἀθῷοϲ —ἀναίτιοϲ ═ An. Ox. 2 429, 10, Ambr. 722, H 748 — ἄϲπλαγχνον ═ P cf. Ba 40, 8, H θηρόϲ —δέραϲ Anth. 6, 168, 8 749 ═ Macar. l 46 cf. Philol. Suppl. 6, 258, n. 70 750 ═ P, Ba 37, 12 751 — βλέπε ═ P, Ba 37, 13, H; βλέπε ═ Ambr. 767 ἀθρείοντεϲ sq. ═ Ambr. 773 752 ═ P, Ba 37, 18)[*](740 cf. 4170 747 cf. v. θωή 748 τοιούτοιϲ sq. ex v. δυϲτράπελοϲ 749 cf. Z 58 751 ἀθρείοντεϲ sq. Z 62)[*](1 Ἀθιμών] Ἀθιμῶν A 4 παρεϲκεύαζεν AGIT εἶναι M ἐποίηϲεν Exc. Ath. A(GITSM) 13 καί om. SM, nov. gl. Ἀθμωνίϲ] Ἀθμανίϲ A τόν — 14 τρύβλιον ex mg. SM τόν S om. M 14 τά S om. M 16 ϲύν —λέγουϲιν om. S 18 ἀζήμιοϲ] ὁ ἀ. GIT; nov. gl. A ἐνιψάμην — ἀναίτιοϲ om. GTS mg. M ante ἀζήμιοϲ A post λάλοϲ I 20 ἀντί — λάλοϲ om. SM 21 ἀθωπεύτου] ἀθεραπεύτου GIT 22 τοιούτοιϲ — ἐντυγχάνω om. SM 28 μετ᾿ ] ἐν S ἐπιτάϲεωϲ] ἐπιτάϲεϲιν SM)
72
[*](Δ)

753 Ἀθρήνη: εἶδοϲ μελίϲϲηϲ.

[*](Δ)

754 Ἀθρηνί: χωρὶϲ θρήνου.

[*](Δ)

755 Ἀθρήνιον: ὁ Μουϲῶν τόποϲ.

[*](Δ)

756 Ἀθρήϲειεν: ἀπίδοι.

[*](Δ)

757 Ἀθριβίϲ: πόλιϲ Αἰγύπτου.

[*](ΔΣ)

758 Ἀθρόωϲ: ταχέωϲ. Ἀθρόουϲ· καὶ Ἄθρουϲ λέγουϲι διϲυλλάβωϲ.

[*](Σ)

759 Ἄθρου: εἰϲ ἅπαν ϲυνηγμένουϲ ὁμοῦ, ἢ ἀθρόωϲ. τοιαῦτα [*](Ε) μὲν ἐποίκιλλεν ἄθρουϲ δεδιϲϲόμενοϲ.

[*](Σ)

760 Ἀθροίζει: ϲυνάγει. τούτουϲ ἀθροίζοντεϲ ἀλλήλουϲ παρεκρότουν. [*](Ε) Ἰώϲηποϲ.

[*](Ecl.)

761 Ἀθροίζω: ἀπὸ τοῦ θροῦϲ, θροὸϲ, θροΐζω, θροίζω, καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθροίζω.