Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

662 Ἀήϲυλον: τὸ ἄδικον.

[*](Call. + Δ)

663 Ἀήϲυρον: τὸ λεπτὸν, τὸ μετέωρον καὶ κοῦφον, τὸ ἐλαφρόν, παρὰ τὸ ἀέρι ϲύρεϲθαι. ἐπὶ ὀρνέων. ἀήϲυρον γόνυ κάμψοι.

[*](651 vs 6 ἀηδών sq. ═ Ambr. 678 653 ἀήθειϲ cf. Et. M. 23, 54; ἀηθέϲϲουϲιν —εἰϲίν ═ Ambr. 697 cf. sch. Κ 493, H v. ἀήθεϲκον ἀηθέϲϲω sq. cf. Et. M. 24, 1. 654 cf. Ambr. 689 655 — πνοή ═ Ambr. 690 δεινόν sq. Soph. Ai. 674—683 656 — Παλλάδοϲ Anth. 6, 124, 1—2 657 ═ Ambr. 694, H 658 ═ H cf. Ambr. 685 659 ═ Ambr. 668 660 Ambr. 692 661 ἔμμι sq. Anth. 6, 264, 6 663 κοῦφον—ἐλαφρὸν ═ H; κοῦφον—ϲύρεϲθαι cf. Ap. S. 12, 6; κοῦφον ═ Et. M 23, 21; ἐλαφρόν ═ Ambr. 688 vs 31 ἀήϲυρον sq. Call. fr. 68 K., an. 3 S)[*](653 Ambr. Z 58 654 Z 57 655 cf. v. ἐχθραντέοϲ et v. λιμήν 656 cf. 1281 et v. Τιμάνωρ 657—9 Z 57)[*](A(GITSM))[*]( 4 αὐτοῦ] αὐτῆϲ M 11 η] ι AS 12 τῷ pr.] τὸ A τῷ alt. M τό S τὸῦ AGIT 13 τῷ alt. M τό S τοῦ AGIT 15 ἐκοίμιϲε GTM ἐκοίμηϲε AIS 17 λαχών] λαβών Mac 18 ἐχθραντέοϲ] ἐχθραντέτοϲ A 21 ἑταιρείαϲ] ἀϊδέϲ add. M ἀϊδήϲ ss. l 22 Τιμάνωροϲ AGIT Τιμάνοροϲ SM. cf. Anth. 23 ὑπορροφίαϲ AIMac 1283, ὑπωροφίαϲ GT ὑπωροφίαϲ Mec ὑπερροφίαϲ S cf. Anth.)
65

664 Ἀήτηϲ: ὁ ἄνεμοϲ. καὶ ὥϲπερ ἡγήϲω, ἡγητήϲ· ποιήϲω, ποιητήϲ· [*](Δ) οὕτωϲ ἔδει ἄω, ἀήϲω, ἀητήϲ. ἀλλ᾿ ἡμάρτηται. Καρπαθίην ὅτε [*](Ecl.) νυκτὸϲ ἅλα ϲτρέψαντοϲ ἀήτου.

[*](Anth.)

665 Ἀήττητοϲ: ὁ ἀκαταπόνητοϲ.

[*](Δ)

666 Ἄητον: τὸ καταπνεόμενον.

[*](Δ)

667 Ἄητοϲ: ὁ ἀκόρεϲτοϲ.

[*](Δ)

668 Ἀϊδάαϲ: ὁ δεϲπότηϲ.

[*](Δ)

669 Ἀΐδαϲ: ὁ τάφοϲ.

[*](Δ)

670 Ἀϊδέϲ: τὸ ἀκατάληπτον.

[*](Δ)

671 Ἀΐδηλον πῦρ: τὸ ἀφανιϲτικόν. καὶ Ἀϊδήλωϲ, ἀφανιϲτικῶϲ.

[*](Hom.)

672 Ἀΐδηϲ: ὁ ᾍδηϲ, κατὰ διάλυϲιν. καὶ Ἀϊδωνεῖ, καὶ Ἀϊδωνῆϊ, [*](Δ) τῷ ᾍδῃ.

673 Ἀΐδιοϲ: ὁ αἰώνιοϲ.

[*](Δ)

674 Ἀϊδνήϲ: ὁ μὴ βλεπόμενοϲ.

[*](Δ)

675 Ἄϊδοϲ κυνῆ: παροιμία πρὸϲ τοὺϲ ἐπικρύπτονταϲ ἑαυτοὺϲ διά [*](Prov.) τινων μηχανημάτων. τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ ᾍδου κυνῆ, ᾗ Περϲεὺϲ χρηϲάμενοϲ τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμηϲεν.

676 Ἄϊδοϲ κυνῆ· Ἀριϲτοφάνηϲ· λάβε δ᾿ ἐμοῦ γ᾿ ἕνεκα παῤ Ἱερωνύμου [*](Ar.) ϲκοτοδαϲυπυκνότριχα τὴν Ἄϊδοϲ κυνῆν. ἐπὶ τῶν ἀφανῶν εἴρηται ἡ παροιμία. νῦν δὲ ἐπὶ τῶν ἄγαν κομώντων. οὗτοϲ γὰρ ὁ Ἱερώνυμοϲ μελῶν ἦν ποιητὴϲ καὶ τραγῳδὸϲ ἀνώμαλοϲ καὶ ἀνοικονόμητοϲ, διὰ τὸ ἄγαν ἐμπαθεῖϲ γράφειν ὑποθέϲειϲ καὶ φοβεροῖϲ προϲωπείοιϲ χρῆϲθαι· ἐδόκει κροτεῖϲθαι. ἐκωμῳδεῖτο δὲ ὡϲ πάνυ κομῶν· διόπερ Ἄϊδοϲ κυνῆν ἔφη αὐτὸν κωμῳδικῶϲ, ὡϲ κουρειῶντα.

677 Ἀϊδρείη: ἡ ἀπειρία.

[*](Δ)

678 Ἄϊδριϲ: ἀμαθὴϲ, ἄπειροϲ. ἐγὼ δ᾿ ὁ πάντα κωφὸϲ, ὁ πάντ᾿ [*](Σ) ἄϊδριϲ, κατημέληϲα. ἀντὶ τοῦ ὁ ἀναίϲθητοϲ. ἴδριϲ γὰρ ὁ ἔμπειροϲ. [*](Shop.) ὁ Θεολόγοϲ· γέρων μέν εἰμι καὶ πολλῶν κακῶν ἴδριϲ.

679 Ἀϊδρόν: τὸ διαφανέϲ.

[*](Δ)

680 Ἀΐδυλοϲ: ὁ θραϲύϲ.

[*](Δ)

681 Ἄϊεν: ἐξέπνεεν.

[*](Δ)