Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

582 Ἀζαίνεϲθαι: ξηραίνεϲθαι.

[*](Δ)

583 Ἀζέμιλκοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)[*](572 cf. Nicet. p. 660; Ambr. 564 573 ═ P, Zen. ll 49 574 cf. Macar. l 36, Philol. Suppl. 6, 257, n. 38 575 ═ Zen. ll 50 576 Harp ═ An Ox. 2, 488, 17 cf. P, Ba 35, 10 577 ═ Zen. II 38 578 Ar. Av. 1110 c. sch. 579 sch. A in Λ 494 580 ═ Ambr. 652 cf. sch. Η 239 ═ H, Et. M. 22, 51 581 ═ Ambr. 639 582 ═ Ambr. 664 583 ═ Ambr. 637)[*](572 hinc 4676, cf v. λυχνίτηϲ; Z 50 575 cf. v. αἰετὸϲ ἐν νεφέλαιϲ 583 Z 55 12 καὶ ἀχάτηϲ—λίθου AGIT εἶδοϲ λίθου ὡϲ καὶ ἀχάτηϲ καὶ λυχνίτηϲ M A(GITSM) λίθοϲ S εἶδοϲ] εἴδη IT 13 διδάϲκειϲ] διδάϲκει A ἐγχειρούντων AGIT ἐπιχειρούντων SM 23 ἀμείνων] μείζων S 24 ϲτεγάϲματα] ϲτεγαϲμάτων AMac)
60
[*](Δ)

584 Ἀζειάδηϲ: παῤ Ὁμήρῳ. ὄνομα κύριον. καὶ πατρωνυμικῶϲ Ἀζείδαο.

[*](Δ)

585 Ἀζείδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

586 Ἀζειῶται: Τρωϊκὸν ἔθνοϲ.

[*](Suid.)

587 Ἀζείρει: τὸ ζέει. Ἀζηρεῖ δὲ τὸ ξηραίνει.

[*](Δ)

588 Ἀζήϊοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

589 Ἀζηλόεν: τὸ μέλαν.

[*](Soph.)

590 Ἄζηλον: ὃ οὐκ ἄν τιϲ ζηλώϲει. ἄζηλον οὕτωϲ ἔργον ἐργάϲθαι με φῄϲ. καὶ Ἄζηλοϲ βίοϲ. ὁ εὐτελήϲ. ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦϲαι βίον, χωροῦϲι πρὸϲ ϲέ.

[*](Δ)

591 Ἀζήμιθρον: ἀζήμιον.

[*](Ar.)

592 Ἀζήμιοϲ: ἀβλαβήϲ. κυρίωϲ δὲ ζημία ἡ τῆϲ ζωῆϲ μείωϲιϲ, ἢ τὸ ἐν ζωῇ μιαρόν. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· μῶν ἀξιοῖϲ φενακίϲαϲ ἡμᾶϲ Soph. ἀπαλλαγῆναι ἀζήμιοϲ; ἢ ὁ ἀληθὴϲ ἀζήμιοϲ, ὁ μὴ ὑπέχων ζημίαν τοῦ πάθουϲ.

[*](Δ)

593 Ἀζηνᾶϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Ἀζηνεύϲ.

[*](Harp.)

594 Ἀζηνιεύϲ· Ἀζηνία δῆμοϲ ἐϲτὶ φυλῆϲ τῆϲ Ἱπποθοωντίδοϲ, ἀφ᾿ [*](Σ) ἧϲ ὁ φυλέτηϲ Ἀζηνιεύϲ. καὶ Ἀζηνιεῖϲ καὶ Ἐρχιεῖϲ καὶ Ἀλιεῖϲ καὶ πάντα τὰ ὅμοια δαϲέωϲ φαϲὶ φθέγγεϲθαι τοὺϲ Ἀττικοὺϲ τοὺϲ παλαιὺϲ Πολέμων ἐν τοῖϲ πρὸϲ Ἀδαῖον καὶ Ἀντίγονον.

[*](Δ)

595 Ἄζηροϲ: ὁ μὴ ξηρόϲ.

[*](Δ)

596 Ἀζηρεῖ: τὸ ξηραίνει. Ἀζείρει δὲ τὸ ζέει.

[*](Prov.)

597 Ἀζηϲία: ἡ κόρη, Ἁμαία δὲ ἡ Δημήτηρ. καὶ παροιμία· ἡ Ἀμαία τὴν Ἀζηϲίαν μετῆλθεν. ἐπὶ τῶν πολυχρονίωϲ ζητήϲεϲι χρωμένων.

[*](Harp.)

598 Ἀζήτητον: τὸ ζήτηϲιν καὶ κατηγορίαν ἔχειν κεκωλυμένον. οὕτωϲ Αἰϲχίνηϲ.

[*](Δ)

599 Ἀζητόϲ: ὁ ϲεβαϲτόϲ.

600 Ἀζηχέϲ: ἀδιαλείπτωϲ.

[*](584 πατρωνυμικῶϲ cf. Et. M. 22, 55, Ambr. 635, H ═ sch. Β 513 585 ═ Ambr. 635 586 cf. H; l. ═ Ambr. 649 588 ═ Ambr. 643 589 ═ Ambr. 657 590 φῄϲ Soph. Tr. 745 c. sch. (═sch. 284); ἐξ sq. Soph. Tr. 284—5 591 ═ Ambr. 658 592 ἀζήμιοϲ sec. Ar. Pl. 272 c. sch. ἤ ὁ sq. sch. Soph. El. 1102 593 κύριον ═ Ambr. 636; Ἀζηνεύϲ cf. Ambr. 651 594 — vs. 18 Ἀζηνιεύϲ Harp. ═ Ba 35, 19 cf. An. Ox. 2, 488, 19, P, H Ἀζηνιεῖϲ sq. ═ P; Polem. fr. 65 Preller 595 Ambr. 628 596 — ξηραίνει ═ Ambr. 660 cf. H v. ἀζείρει: ἀζείρει sq. cf. Ambr. 661 597 ═ Zen. lV 20 598 Harp. ═ P; Aeschin. 3, 22 599 ═ Ambr. 626 600 ═ Ambr. 666 cf. sch. Δ 435, Et. M. 22, 46, H)[*](584—6 Z 55 587 ex 596 588—9 Z 55 591 Z 55 593—6 Z 55 596 hinc 587 597 cf. 1541 598—9 Z 55)[*](A(GITSM))[*]( 1 παῤ Ὁμήρῳ om. AS ss. M πατρωνυμικῶϲ] πατρωνυμικόν GIT 2 Ἀζείδαο] Ἀζείδαϲ A, Et. M. Ἀζειάδα Zon. Αζήδαο Ambr. 4 Τρωϊκόν] πατρικόν A 8 ζηλώϲει GITS ζηλώϲοι A ζηλώϲῃ M ζηλώϲειεν sch. ἐργάϲθαι AGIT εἰργάϲθαι M 12 ἀβλαβήϲ] ὁ ἀβλαβήϲ S 13 μιαρόν] μικρόν T 18 Ἐρχιεῖϲ] Ἀρχιεῖϲ A 24 πολυχρονίωϲ] πολυχρονίαιϲ S, pr. 28 ἀδιαλείπτωϲ] οἷον ἀδιεχέϲ ἀδιαλείπτωϲ I)
61

601 Ἀζμώθ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)