Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

542 Ἄδυτον: ϲπήλαιον, ἢ τὸ ἀπόκρυφον μέροϲ τοῦ ἱεροῦ.

[*](Etym.)

543 Ἀεκήλια: οὐχ ἥϲυχα, οὐδ᾿ εἰρηναία, ἀλλὰ ταραχώδη πρὸϲ τὴν [*](Hom.) ϲυναλοιφὴν ἐκληπτέον κατὰ ἀπόφαϲιν τοῦ ἑκήλου· ἐφ᾿ οἷϲ οὐχ οἷόν τε ἡϲυχάζειν, ἀλλὰ τοὐναντίον ταράϲϲεϲθαι· ἢ ἀεκούϲια, ἃ οὐκ ἄν τιϲ ἑκὼν πάθοι. ἢ ἀεικέλια, οἷον ἀπεοικότα. Ὅμηροϲ· ἀεκήλια ἔργα.

[*](Hom.)

544 Ἀέκητι: τῇ ἀβουλίᾳ.

[*](Σ)

545 Ἄελλα: ἀνέμων ϲυϲτροφή.

[*](Σ)

546 Ἀελλάδεϲ ἵπποι: αἱ ταχεῖαι. καὶ τοῦτο τραγικόν.

[*](533 πολύ cf. H μέγα—ὑψηλότηϲ ═ P, Ba 28, 13 cf. H ἁδροῖϲ— ἀναιρεῖ Aelian. fr. 193 τινάϲ—πείθει Aelian. fr. 71 ἑκάϲτου—ἁδροῖϲ Aelian. fr. 194 584 cf. Ambr. 452 535 ═ P, Ba 28, 12 cf. Ambr. 511—512 536 Theocr. 1, 1 c. sch. 537 λέξεωϲ ═ P. Ba 29, 1; Thuc. 1, 59, 2 ἀδύνατον — ἵπταται Laert 7, 75 538 ═ Zen. l 29 540 Harp.; Philoch. fr. 67 GHG 1, 395 541 ═ Σc, P, Ba 32, 21 542 ═ P, Ba 32, 23, H 543 — ταραχώδη ═ Et. M 19, 37 πρόϲ—πάθοι sch. A in Σ 77 ═ Et. M. 19, 37; ἅ—πάθοι ═ Ap. S. 10, 1. H; 77 544 sch. γ 28 cf. H 545 ═ P, Ba 34, 6 546 ═ P, Ba 34. 1 cf. H)[*](534 Z 45 536 cf. 3220, v. τήνα, v. ψιθυρίζει 537 Z 47; vs. 15 ἀδύνατα sq. cf. v. κύβον 339 Z 49 540 Z 42 544 Z 51)[*](A(GITSM))[*]( 531 ex A mg. 532 ex GIT (post 533) 9 Ἅδρηϲιϲ] Ἅδροϲιϲ S ἄπραξία] ἀπροϲεξία A 10 Ἁδρύνοιτο] Ἀδρύνατο A 536 om. S mg. A. 19 ἀδυνάτωϲ nov. gl. AS 21 φαϲιν Harp. Bast φ AGIT πεντακόϲιοι M ἐφ᾿ Zon. 25 οὐχ—ταραχώδη om. AS πρόϲ—26 ἐκληπτέον om. GITM)
57

547 Ἀελλόπουϲ: ταχεῖα τοὺϲ πόδαϲ.

[*](Σ)

548 Ἀελπέων: οὐκ ἐλπίζων.

[*](Δ)

549 Ἀελπτέοντεϲ: ἀνελπιϲτοῦντεϲ. Ἡρόδοτοϲ· ἀελπτέοντεϲ [*](Ε) τοὺϲ Ἕλληναϲ ὑπερβαλέϲθαι.

550 Ἄελπτον· Σοφοκλῆϲ· οὐκ ἔϲτ᾿ ἄελπτον οὐδὲν, ἀλλ᾿ ἁλίϲκεται [*](Soph.) χὠ δεινὸϲ ὅρκοϲ καὶ περιϲκελεῖϲ φρένεϲ. Αἴαϲ λέγει. Ἄελπτον δὲ ἀνέλπιϲτον. ἢ ϲκληρὸν, δυϲχερέϲ.

551 Ἄελπτα: ἀνέλπιϲτα, ἀπροϲδόκητα. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἦ πόλλ᾿ ἄελπτ᾿ [*](Δ + Ar.) ἐϲτὶν ἐν τῷ μακρῷ βίῳ.

552 Ἀένναον. τὸ ἄπαυϲτον.

[*](Δ)

553 Ἀένναοϲ: ὁ ἀεὶ νάων, ὅ ἐϲτι ῥέων. ὁ δὲ Ἰουϲτινιανὸϲ, [*](Δ) ὥϲπερ ποταμὸϲ ἀένναοϲ, ἐϲ ἡμέραν ἑκάϲτην ἐδῄου τε καὶ ἐληΐζετο [*](Ε) τοὺϲ ὑπηκόουϲ.

[*](Suid.)

554 Ἀέρα δαίρειν.

[*](Δ)

555 Ἀέξετο: ἠυξάνετο.

[*](Δ)

556 Ἀερέθονται: λίαν παροξύνονται.

557 Ἀεργηλή: ἀργὴ, ἄπρακτοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τρομερῷ γήραϊ [*](Δ) κάμνων χειρὸϲ ἀεργηλᾶϲ ἀνέθηκε κορύναν.

[*](Anth.)

558 Ἀεργόϲ: ὁ ἀργόϲ.

559 Ἀέριον ὕδωρ: τὸ ἐν τῷ ἀέρι. καὶ Ἀέριοϲ, ὁ ἐν τῷ ἀέρι.

[*](Δ)

560 Ἀέρκτον: ἀντὶ τοῦ ἄφρακτον καὶ πανταχόθεν δρώμενον. Λυϲίαϲ.

[*](Harp.)

561 Ἀεροβατεῖν: εἰϲ τὸν ἀέρα περιπατεῖν. τῷ ἀέρι ἐπιβαίνειν. [*](ΣAr.) καὶ ὁ Σωκράτηϲ ἔφη· ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον, ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν ἰκμάδ᾿ [*](Suid.) ἐϲ τὰ κάρδαμα.