Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

3846 Ἀρημένοϲ: ὁ βεβλαμμένοϲ. καὶ Ἀρήμεναι.

[*](Δ)

3847 Ἀρήνη. ὄνομα πηγῆϲ.

[*](Harp.)

3848 Ἀρρηνοφορεῖν: δ′ μὲν ἐχειροτονοῦντο τῶν εὐγενῶν, δύο δὲ ἐκρίνοντο, αἵτινεϲ ἦρχον τῆϲ ὑφῆϲ τοῦ πέπλου καὶ τῶν ἄλλων τῶν περὶ αὐτήν. λευκὴν δὲ ἐϲθῆτα ἐφόρουν. εἰ δὲ χρυϲία περιέθεντο, ἱερὰ ταῦτα ἐγίνετο.

[*](Δ)

3849 Ἀρήνωρ: ὁ φύλαξ.

[*](Δ)

3850 Ἀρήρει. εὖ ἥρμοϲτο. καὶ Ἀρηρόϲ, τὸ εὐάρμοϲτον. Ἀρηρὼϲ δὲ ὁ ἡρμοϲμένοϲ.

[*](3837 μαινόμενοϲ ═Ambr. 2892; Ἀρειμένηϲ sq. ═Ambr. 2965 cf. 2963 3838 vs 11 α΄ ═Ba 142, 22 cf. Et. M.139,7, sch Pl. Phaedr. 229 d, Bk 197, 22 H; Hellanic. fr. 38, F Gr Hist 4 Ἀρειον τεῖχοϲ ═ Ambr. 3304; Ἀρειοπαγίτηϲ cf Ambr. 3187 b 3839 ═ Ambr. 3329 cf. Et. 141, 5, H 3841 ═ Ambr 2918, Et. M. 139,57 3842 ═ Ambr. 2969 3843 πολεμικόϲ ═ Ambr. 2923 sch. B 698, Et. M. 139,42, H Ἀλκαῖοϲ (fr. 23)—ἀρήιοι alt. sch. Soph 0T 56 3844 Ambr. 2883 cf. sch Ω 415, Et. M. 140, 2, Ba 143,20, Β 3845 cf Ambr. 2896 3846 ═ Ambr. 3331 et 3342 cf. scb. V 435, H 3847 ═ Ambr 3282 3848 Harp. ═ Ba 145, 24 cf. Bk 202, 3 3849 ═ Ambr. 2894 3850 ἥρμοϲτο ═ Ambr. 3330, sch. Γ 388, Et. M. 141,23 cf. H; ἀρηρόϲ cf. Ambr. 3292; ἀρηρώϲ sq. ═ Ambr. 3336)[*](3837 cf Z 290 3838 cf. 1243 fin. et 3824 3840 cf. 3876 2844 Z 289 3846 Z 307 3847 Z 297)[*](A(GITFVM))[*](1 Ἀρειμάνειοϲ AGITF Et Gud., Ἀρειμάνιοϲ VM Et. M. cf. Ambr. Ἀρειμένηϲ AGITF Ἀρειμάνηϲ V M cf. Hes., Ἀριμεάνηϲ Ambr. 3053 6 δέ] δἑ καί M ἤτοι] F Et. 15 Ἀρηϊλύκοιο] Ἀρηϊλύκοιϲ A 18 ἔλεγε] ἔλεγον GI καί om. M 20 Ἄρεωϲ] Ἄρεοϲ GIacTVecMec)
349

3851 Ἀρηρομένη. ἠροτριαϲμένη.

[*](Hom.)

3852 Ἄρηϲ.κυρίωϲ ὁ ϲίδηροϲ. βαψαμένη κοίλων ἐντὸϲ Ἄρη [*](Ecl. Anth.) λαγόνων. ϲημαίνει δὲ καὶ τὸν πόλεμον. παρὰ τὸ ῥῶ τὸ λέγω, [*](Ecl.) ὁ μέλλων ῥήϲω, ῥῆϲ, καὶ μετὰ τοῦ ϲτερητικοῦ α Ἄρηϲ. ἐν γὰρ πολέμῳ οὐ λόγων ἀλλ’ ἔργων χρεία. καὶ Ὅμηροϲ· ἐν γὰρ χερϲὶ τέλοϲ πολέμου, ἐπέων δ’ ἐνὶ βουλῇ. τὸ α καὶ μακρὸν καὶ βραχύ. Ὅμηροϲ· Ἆρεϲ, Ἄρεϲ βροτολοιγέ. κλίνεται δὲ Ἄρηϲ, Ἄρου, καὶ Ἄρηϲ, Ἄρητοϲ, καὶ Ἄρηϲ, Ἄρεοϲ. Ἄρηϲ γάρ ἐϲτι καὶ ταράττει τὴν κλίϲιν.

3853 Ἄρηϲ τύραννοϲ. ἐπὶ τῶν μετὰ βίαϲ τι διαπραττομένων. [*](Prov.) 3854 Ἀρρήϲιοϲ, μοναχόϲ· ὃϲ τοὺϲ νέουϲ πταίϲανταϲ οὐκ ἀφώριζεν, [*](Ε) ἀλλὰ τοὺϲ προκόψανταϲ λέγων, ὅτι ὁ νέοϲ ἀφοριϲθεὶϲ καταφρονητὴϲ γίνεται, ὁ δὲ προκόψαϲ τῆϲ ἐκ τοῦ ἀφοριϲμοῦ ὀδύνηϲ ταχεῖαν λαμβάνει τὴν ϲυναίϲθηϲιν.

3855 Ἀρήτη: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

3856 Ἀρήτιον.

[*](Δ)

3857 Ἀρητῖνοι: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Δ)

3858 Ἀρήϲαϲθαι: εὔξαϲθαι.

[*](Δ)

3859 Ἀρητήϲιον πεδίον.

[*](Δ)

3860 Ἀρητόν: τὸ βλαβερόν. Ἄρρητον δὲ λόγον, κακόφημον, [*](Δ) μὴ ῥηθῆναι ὀφείλοντα. Σοφοκλῆϲ· πῶϲ δῆτα λέγω λόγον ἄρρητον. [*](Soph.) ἀρρήτων ἀρρητότερον καὶ κακῶν πέρα γεγραφὼϲ ἢ καὶ πεπραχώϲ. τίϲ οὖν οὐ μιϲήϲειεν ὑπερβολὴν ἀρρητουργίαϲ ἑτέροιϲ μὴ ἀπολελεῖφθαι; λαμβάνεται δὲ ἡ λέξιϲ καὶ ἐπὶ ἀκαταληψίᾳ, ὡϲ τό· ἄρρητον τὸ θαῦμα τῆϲ ϲῆϲ κυήϲεωϲ, μητροπάρθενε.

3861 Ἀρρητοποιΐα: ἀϲέλγεια, αἰϲχρουργία.

3862 Ἀρητοϲ: ὄνομα κύριον.

3863 Ἀρρηφορία. θυϲία. εἰ μὲν διὰ τοῦ ἄλφα ἀρρηφορία, [*](Δ) ἐπειδὴ τὰ ἄρρητα ἐν κίϲταιϲ ἔφερον τῇ θεῷ αἱ παρθένοι· εἰ δὲ διὰ [*](Ar.) τοῦ ε ἑρϲεφορία· τῇ γὰρ Ἕρϲῃ ἐπόμπευον τῇ Κέκροποϲ θυγατρί. καὶ Ἀρρηφόροιο. καὶ Ἀρρηφόροι, αἱ τὰ ἄρρητα φέρουϲαι [*](Δ) μυϲτήρια. ἀρρηφόροι καὶ παναγεῖϲ γυναῖκεϲ.

[*](Σ + Ε)[*](3851 sch. Σ 548 cf. H, Ambr. 3334, Apion 3852 — ϲίδηροϲ + ϲημαίνει — vs. 6 βουλῇ cf. Et. M 140,17; ϲίδηροϲ cf. Artem. 5, 87; κλίνεται — Ἀρεοϲ cf. Herodian gramm. 2.638,26, Ambr.2960; Π 613, Ε 31 vs.2 βαωαμένη —λαγόνων Anth 7. 531.2 3853 Μacar. Il 39 cf. Η 3854 Socr. h e 4. 23, PG 67. 512 c 3855 ═ Ambr. 3228 3856 cf. Ambr. 3316 3857 ═ Ambr 3178 3858 ═ Ambr. 3337. H cf sch. Z 115 3859 ═ Ambr. 3317 3860 — βλαβερόν ═ Ambr. 3295 cf. sch. P 37. H vs 19 ἄρρητον —20 ἄρρητον Soph. Ai. 214 c sch. ἀρρή— των — πεπραχώϲ lul. or. 7. 210 d 3862 ═  Ambr. 3057 2863 εἰ pr —θυγατρί sch. Ar Lys. 642 cf. Et. M. 149.13, Herodian. gramm. 2,479, 3 ἀρρηφόροι pr. —μυϲτήρια cf. Ba 146, 3, Et. M. 149, 15; ἀρρηφόροι alt. sq. Aelian. fr 310)[*](3852 Z 289 2863 hinc. v. ἑρϲεφορία; Aelian. cf. v. παναγέϲ)[*](4 Ἄρηϲ] ἄρηϲιϲ A cf. Et. M. 140, 26 5 λόγων] λόγῳ A 11 προ— A(GITFVM) κόψανταϲ] προκοίψανταϲ A προκόπτονταϲ V 3836 non non gl. A om. GT 3858 extra ord 27 Ἀρρηφορία] Ἀρρητοφορία V utrob. cf. Ambr. 3325 30 Ἀρρηφόροιο] Ἀρρηφόροιϲ pr. Ἀρρηφόροι] Ἀρρητοφόροι V)
350
[*](Δ)

3864 Ἀρία: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Suid.)

3865 Ἄριάδνη: γυνὴ τοῦ Θηϲέωϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Αἰγαῖον πέλαγοϲ.

[*](Δ)

3866 Ἀριαμένηϲ: ὄνομα κύριον.