Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

3604 Ἀπὸτουδί: ἀπὸ τοῦ νῦν. Ἀλριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ.

[*](Ar.)

3605 Ἀπὸ τοῦ κρατίϲτου. μετὰ δυνάμεωϲ. ἅτε πεπειθαρχηκότων [*](Ε) Καρχηδονίων ἀπὸ τοῦ κρατίϲτου πᾶϲι τοῖϲ ἐπιτατιομένοιϲ. καὶ [*](Ε) [*](3593 vs 1 ἀποτειχίϲαι —Θουκυδίδηϲ(1,64?)Ηarp. ═Ba135,23, An.Ox.2,490.26; Antiph. fr. 9 ἀποτείχιϲιϲ sq. ═Ambr 2557 3594 — ἐποιοῦντο Thuc 1, 15, 2 οἷον sq. sch. Thuc 1, 15, 2 3595 ἀποτίθεμαι sq ═Synt Gud 3596 ═ Ba. 135,26, Σ 3597 Harp. ═Ba135,10; Dem 31, 3 3598 sch. Soph OT 215 3599 cf. Ambr. 2563 3600 πλείονα =Diogen.Ill 32 3602 οἱ —οὐ Diod. 29, 4 ═ EL. 328.27 — 28 ἀπότομον sq. ═Ambr. 2642 cf. H v ἀποτόμωϲ 3604 sch. Ar. Nu. 431 3605 ἅτε —ἐπιταττομένοιϲ Polyb. fr. 118) [*](3596 — 7 Z 241 3597 cf. 3083 3604 cf. v. Γ 335) [*](1 τό —τειχίον om. S 3 ὁ— τείχει om. S; τειχομαχεῖον δέ mg. add A(GITFSM) 5 Θουκυδίδηϲ om. S 3595 om. G T FS 7 καὶ ἀποτίθεμαι IM, om. A. 19 οὕτωϲ] οὕτωϲ φηϲί GITM 25 Ἀποτολμᾷ M Ἀποτολμῶ l 3602 om. F 31 πεπειθαρχηκότων] πειθαρχηκότων FM)

326
Πολύβιοϲ· καὶ τὸ μὲν παλαιὸν ἀπὸ τοῦ κρατίϲτου ἐγίνετο παρὰ Ῥωμαίοιϲ ἡ μοναρχία· ἐν δὲ τοῖϲ καθ’ ἡμᾶϲ πολλαὶ ὁδοὶ εὕρηνται.

[*](Harp.)

3606 Ἄπο τοῦ πράγματοϲ: ἀντὶ τοῦ ἄποθεν.

[*](Ar.)

3607 Ἀπὸ τοῦ φρονεῖν ἀποϲπάϲαϲ: τουτέϲτι τὴν φρόνηϲιν αὐτῶν ἀφελόμενοϲ.

[*](Ε)

3608 Ἀπὸ τῶν οὐχ ὁμοίων. ἐξ ἀνομοίων. ἀμυνόμενοι ἀπὸ τῶν οὐχ ὁμοίων ὅπλων ὅμωϲ τῇ οἰκείᾳ ἀλκῇ θαρροῦντεϲ.

[*](Ε)

3605 Ἀποτραχηλίζοντεϲ: ἀπάγχοντεϲ. Εὐνάπιοϲ·καὶ οἱ μὲν αὐτοὺϲ [*](Ar.) διέφθειρον ϲχοίνοιϲ ἀποτραχηλίζοντεϲ. καὶ αὖθιϲ· οὐ μὴ παύϲηϲθε τῶν ψηφιϲμάτων, πρὶν ἂν ὑμᾶϲ τοῦ ϲκέλουϲ λαβών τιϲ ἐκτραχηλίϲῃ.

[*](Σ)

3610 Ἀποτραχύνεται: θραϲύνεται.

[*](Synt.)

3611 Ἀποτρέπω· αἰτιατικῇ.

3612 Ἀποτρέχει τοῦ ἐπιτρέχειν διαφέρει.

[*](Synt.)

3613 Ἀποτρίβω· αἰτιατικῇ· καὶ Ἀποτρίβεϲθαι· αἰτιατικῇ.

3614 Ἀπότριψιϲ, μέλληϲιϲ, ἀπάγγελϲιϲ, ἀγώνιϲιϲ, προάγγελϲιϲ, τέκμαρϲιϲ, κάθεξιϲ, πλάνηϲιϲ, διάφευξιϲ, ἐφόρμηϲιϲ, ὅπλιϲιϲ, ξένιϲιϲ. κούφιϲιϲ, βλάψιϲ, ἐπαίνεϲιϲ, ψόφηϲιϲ, διάρπαϲιϲ, γυναίκιϲιϲ, λάληϲιϲ, ὁμοιοκατάληκτα ὀνόματα. καὶ Ἀποτριβόμενοϲ, ἀντὶ τοῦ ἐμποδίζων, [*](Ε) ἀπείργων. ὁ δὲ Ἀννίβαϲ ἐν κακοῖϲ ὢν ἔμενε τοὺϲ πολεμίουϲ ἀποτριβόμενοϲ.

[*](Σ)

3615 Ἀποτρόπαίοι: φευκτοὶ, μιϲεῖϲθαι ἄξιοι· ἢ ἀποτρέποντεϲ τὰ [*](EL) κακά. οὕτω γὰρ ἐδόκουν ἀποτρόπαιοί τινεϲ εἶναι καὶ ἀλεξίκακοι.

3616 Ἀποτροπιαζόμενοι: ἀποτρεπόμενοι καὶ ἀποϲτρεφόμενοι καὶ [*](Soph.) μιϲοῦντεϲ. εἰώθαϲι τῶν ἀναιρουμένων εἰϲ τὰϲ κεφαλὰϲ ἀπομάϲϲειν τὰ ξίφη, ὥϲπερ ἀποτροπιαζόμενοι τὸ μύϲοϲ τὸ ἐν τῷ φόνῳ. καὶ [*](Σ) Ἀποτροπίαϲμα, ἐξίλαϲμα, ἀποτρέπον τὰ μὴ προϲήκοντα. ἢ τὸ ἀποτροπῆϲ ἄξιον, οἷον ἀποτρόπαιον.

3617 Ἀποτρόφουϲ: τοὺϲ μὴ ὄνταϲ τροφίμουϲ τῆϲ φιλοϲοφίαϲ.

[*](Suid.)

3618 Ἀπότρωκτον· ἄλφιτον· τοῦτο δέ φαϲι τὸ ἀπότρωκτον πρῶτον εὐρέῖν Ἐπίχαρμον.

[*](3605 καί sq. Polyb. fr. 19 3606 Harp. ═ Ba 135, 27 3607 Ar. Ran. 962 c.sch. 3609 καὶ οἱ — ἀποτραχηλίζοντεϲ Eunap fr. 95. FHG 4, 54 οὐ sq. Ar. Lys. 704 — 5 3610 Ba135.28, Σa, H 3611 cf. Synt Gud. 3613 cf. Synt. Gud. 3614 λάληϲιϲ Ba135, 30 cf. Lobeck in Phryn. 351 ὁ sq. Polyb. 3102, 5 3615 ἄξιοι ═Ba 135.29, Σa, sch. Luc. 3,11 cf ach. Pl. Leg. 854b. H; ἀποτρέποντεϲ τὰ κακά ═scb. Pl. Leg. 854b cf. H, sch Luc. 87,14 οὕτω sq Men. Prot. fr. 20, FH 4. 227 ═ EL 193, 7 —8 3616 εἰώθαϲι — φόνῳ sch Soph. El 445 ἀποτροπίαϲμα —τά Σ cf. H; ἐξίλαϲμα ═Ba 136,1; ἤ sq ═Ba 136, 1 ἀποτροπῆϲ sq. cf. Ambr. 2636)[*](3609 Ar. cf. v ψηφοφορία 3612 cf. v. ἐπιτρέχειν 1 3614 — κάθεξι. Z 245; ἀποτριβόμενοϲ sq. Z 273 3615 Z 238 3616 sch Soph. cf. v. μαϲχαλιϲθῆναι 3017 Z 237 3618 ex 1451)[*](A(GITFSM))[*](1 καὶ τὸ μέν ] τὸ γάρ S 2 μοναρχία A T S μονομαχία IFM 5 αὐτῶν] αὐτοῦ GT 9 ϲχοίνοιϲ] ϲχοινίοιϲ pr. 3611 —2 ex M 3613 ex lma M. 14 αἰτιατικῇ alt. om. l 17 ψόφηϲιϲ] ψίφηϲιϲ S; ψήφιϲιϲ add TM; περιϲϲό ss. M 25 τὸ ἐν] τῷ ἐν A G 3618 om. TF mg. A post 3614 G post 3616 S)
327

3619 Ἀποτρύειν· Σοφοκλῆϲ· οὐκ ἀποτρύειν ἐλπίδα τὴν ἀγαθὴν [*](Soph.) χρῆναί ϲε, ἀνάλγητα γὰρ οὐδ’ ὁ πάντα κραίνων βαϲιλεὺϲ ἐπέβαλε Θνητοῖϲι Ζεύϲ.

3620 Ἀποτυμπάνιϲον: ἀνηλεῶϲ τι φόνευϲον. ζήτει ἐν τῷ [*](Σ) τυμπανίζεται.

3621 Ἀποτύχω· γενικῇ. καὶ Ἀποτυγχάνω· γενικῇ.

[*](Synt.)

3622 Ἀπ’ οὔατοϲ ἄγγελοϲ ἔλθοι. παρὰ Καλλιμάχῳ. τουτέϲτι [*](call.) δύϲφημοϲ, μὴ ἄξιοϲ τοῦ μὴ ἀκουϲθῆναι.

3623 Ἀπουργοὶγωνίαι: εὐτελεῖϲ, εἰϲ ἃϲ τὰ ϲαρώματα ϲυνῆγον.

[*](Σ)