Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
3244 Ἀπο: πόρρω, μακράν. ἐν τοῖϲ Οὕϲβαιϲ τοῦ κινδύνου ἄπο [*](Σ) ἐγένετο, ἀποδράϲαϲ τὰ ξίφη. τὸ ἄπο καὶ ἄποθεν διὰ τοῦ ο μικροῦ [*](Ε) ἀπωτάτω δέ.
3245 Ἀπρβαδίζειν. οὐδὲν πλέον τοῦ βαδίζειν δηλοῖ.
[*](Σ)3246 Ἀποβάθραϲ: καὶ τὰ λάϲανα, ἃ λέγονται οἱ χυτρόποδεϲ. καὶ τὰ μαγειρεῖα, ὅπου τῇ βουλῇ ϲκευάζεται μετὰ τὰϲ θυϲίαϲ κρέα.
3247 Ἀπὸ βαλβίδοϲ. ἀπ’ ἀρχῆϲ.
[*](Ar.)3248 Ἀποβαλεῖν· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)3249 Ἀποβαλομένη: δι’ ἑνὸϲ λ, ἀντὶ τοῦ ἀποβαλοῦϲα.
[*](Synt.)3250 Ἀποβάτηϲ καὶ Ἀποβαίνειν καὶ Ἀποβατικοὶ τροχοί: [*](Harp.) ἀποβάτηϲ μὲν ἱππικόν τι ἀγώνιϲμά ἐϲτι, καὶ ἀποβῆναι τὸ ἀγωνίϲαϲθαι τὸν ἀποβάτην. ἀποβατικοὶ δὲ τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίϲματοϲ.
3252 Ἀποβεβιωκἐναι: ἀποθανεῖν. ἀνάγκη μὴ ἀποκρύπτειν, ὡϲ ἂν [*](EL) μὴ ὑπόνοια γένηται ϲφίϲι τοῦ ἀποβεβιωκέναι αὐτόν.
3253 Ἀποβλεπόμενοι: ἀντὶ τοῦ θαυμάζοντεϲ. οὕτωϲ Αἰϲχίνηϲ.
[*](Σ)[*](3242 Laert. 8,59 — 61 3244 μακράν Ba 122, 12, Σᵃ cf. H. sch. α 75 νs.16 ἄπο sq. cf. Ambr. 2866, 2862 3245 Ba 122,14 3247 sch. Ar. Vsp. 548 3248 =Synt. Laur cf. Gud. 325 Harp. = Ba122, 20, An. Ox. 2,490.10 3251 γενικῇ =An. Ox. 4. 281,7 3252 ἀνάγκη sq. Men. Prot. fr 27. FHG 4. 232 = EL 456, 27 — 9 3253 θαυμάζοντεϲ Ba 122, 15; Αἰϲχίνηϲ fort. 1, 141 vel 189)[*](3242 hinc v. Kωλυϲάνεμοϲ 3244 cf. v. Οὕϲβαιϲ 3247 cf. 3271 3250 Ζ 234, 261)[*](4 ἑαυτοῦ] αὐτοῦ A 13 λήξαντοϲ] ληξάνταϲ A 3248 om. TFV A(GITFVM) 14 Ἀπνευϲτί] ὁ Ἀπ. A ἀπονητί Gl om. A M 15 τοῖϲ] τοῖϲδε V 16 τὸ — 17 δὲ om. TFV mg. AI 3249 om TFV mg A 26 ἀποβάτην ] ἐπιβάτην IM 28 γενικῇ om. F ὡϲ —29 ἵππων om. A T F 31 αὐτόν ] ἀπ’ αὐτόν V)3255 Ἀποβλίλίϲαι. ἀποπιέϲαι Ἀριϲτοφάνηϲ· λωποδύτηϲ παίει δοπάλῳ [*](Suid.) με τὸ νῶτον, κἀγὼ πίπτω μέλλω τε βοᾶν· ὁ δ’ ἀπέβλιϲε θοιμάτιόν μου. ἀντὶ τοῦ ἐξέραϲεν.
3256 Ἀπβλύζων: ἀναβάλλων.
3257 Ἀποβουκολίϲαϲ: ἐξαπατήϲαϲ. οἱ δὲ τοὺϲ ἁλώϲανταϲ ἀποβουκολίζουϲιν [*](Σ) ἀποϲκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον.
3258 Ἀπὸ βραδυϲκελῶν ὄνων ἵππουϲ: ἐπὶ τῶν ἀπὸ εὐτελῶν ἐπὶ μείζονα μεταπηδώντων.
3259 Ἀποβράϲματα: τὰ πίτυρα παρὰ Καλλιμάχῳ. τῆϲ οὐδὲν ἀπέβραϲε φαῦλον ἀλετρίϲ.
3260 Ἀποβύϲαντεϲ: ἀποκλείϲαντεϲ.
3261 Ἀπογαλακτίζω. γενικῇ.
3262 Ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι: ὑπερβατόν· ἀπολοῦμαι γάρ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀπὸ γὰρ ὀλοῦμαι, μὴ μαθὼν γλωττοϲτροφεῖν.
3263 Ἀπογενέϲθαι: ἢ ὑϲτερῆϲαι ϲημαίνει ἢ ἀποθανεῖν. ἄμφω τυϲαια Θουκυδίδηϲ.