Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2984 Ἀ πέ θανεν: ἀπῆλθεν ὅθεν ἦν. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀποθανεῖν.

2985 Ἀ π έ θριϲεν: ἀπέκειρεν, ἀπέκοψε. ϲὴν κεφαλὴν αἴλουροϲ [*](Σ + Δ) ἀπέθριϲεν, ἄλλα τε πάντα ἥρπαϲε, καὶ φθονερὴν οὐκ ἐκόρεϲϲε γένυν. [*](Anth.) καὶ Ἀπέθερϲε τὸ αὐτό.

2986 Ἀ πεκάθητο: ἐκαθέζετο. ὁ δὲ Σκιπίων ἀπεκάθητο πρόϲ τινι πυραμίδι θεωρῶν τούϲ αὐτομόλουϲ καὶ τὴν τούτων ἀπόνοιαν.

[*](Ε)

2987 Ἀ πεκάλει: ἀντὶ τοῦ ἐνεκάλει, μετεπέμπετο. Ξενοφῶν.

[*](Σ)

2988 Ἀπ εκαρτέρηϲεν: ἑαυτὸν διεχρήϲατο. ὁ δὲ Λυκοῦργοϲ ἐλθὼν [*](Σ + Ε? ) εἰϲ Κρήτην ἀπεκαρτέρηϲεν, ἳνα μὴ λύϲη τοὺϲ νόμουϲ, οὓϲ ἔθηκεν.

2989 Ἀπεκαύ θηϲαν· πολλοὶ δὲ ὑπὸ κρύουϲ ἀπεκαύθηϲαν χεῖραϲ [*](Ε) καὶ πόδαϲ.

2990 Ἀ πεκαίνυτο: ἐνίκα.

[*](Δ)

2991 Ἀπ έκειντο: ἐταμιεύοντο. αἱ δὲ βάλανοι τῶν φοινίκων, οἵαϲ [*](x + Ε) μὲν ἐν τοῖϲ Ἕλληϲίν ἐϲτιν ἰδεῖν, τοῖϲ οἰκέταιϲ ἀπέκειντο. αἱ δὲ τοῖϲ δεϲπόταιϲ ἀποκείμεναι ἦϲαν ἀπόλεκτοι.

2992 Ἀ πέκνιϲε ξύλον. ἀπέκοψεν. 

[*](Δ)

2993 Ἀ πεκομίϲθη: ἀπηνέχθη.

[*](Σ)

2994 Ἀπεκόμπαϲεν· ἐν Ἐπιγράμμαϲι· βρόγχον τετριγυῖα λύραϲ [*](Anth.) ἀπεκόμπαϲε χορδά.

2995 Ἀπεκόπηϲαν: ἀντὶ τοῦ ἀνεβλήθηϲαν. Ξενοφῶν.

[*](Σ)

2996 Ἀπ εκορύφου. προφανῶϲ ἔλεγεν. Ἡρόδοτοϲ· Ἀρταφέρνηϲ, ὁ [*](x + E) Ὑϲτάϲπεοϲ, Σαρδίων ὕπαρχοϲ, ἀπεκορύφου ϲφι τάδε· εἰ μὲν διδοῦϲι [*](2981 ═ Ba 115,13 2982 ═ Ba 115,18, 15, Σᵃ, Η; — ἀπημπολήϲατε Ambr. 2675 2983 ═ Ba115, 24 cf. Phryn. 16, 8, Ζon. 274; Pherecr. fr. 59 Men. com. fr. 232 2984 ἦν ═ An. Ox. 2, 430,17 2985 —ἀπέκοψε Cyr. Vall. E11. Ζon. 279, H v. ἀπέθριξεν; — ἀπέκειρεν cf. Ba 115, 28, Σᵃ v. ἀπεθέριϲεν (Ambr. 2759: ἀπέθριϲαν· ἀπεθέριϲαν) aliter Wentzel G GA 1893, 44 ϲήν —γένυν Anth. 7, 204,5 —6 2986 ὁ sq. Polyb. fr. 115 2987 Ba 116. 23 Phrym.(?) fr. 247; Χen. Cyr.1. 4, 25 et 4. 5, 12 2989 Arr. Parth. p.17 R. 2990 Ambr. 2706 cf. sch. Θ 127, Ap. S. 38.18, Η 2991 αἱ sq. Χen An. 2, 3,15 2992 cf. Ambr. 2815 2993 Ba 115, 29, Σᵃ, B 2994 Anth. 6, 54.5 2995 Ba 116, 22; Χen. An. 4, 2,17 2996 Ἡρόδοτοϲ sq. 5, 73, 2 ═ΕL. 436, 3,6—8) [*](2981 Ζ 259 2982 Ζ 279 2986 — 7 Ζ 259 2988 cf. 3386 et v. Λυκοῦργοϲ 2989 cf. v. 8 441 2990 Ζ 279 2991 Χen. cf. 3381 hinc v. B 60 2992 Ζ 259 2996 ἔλεγεν Ζ 279) [*](5 Ἀπέδραν pr.] Ἀπέδρα Ba, Gsf. 6 Θετταλεῦϲιν] Θεττάλῃ Pors. Mein. A(GITFSM) 2984 om. TE 8 καί —ἀποθανεῖν om. S 11 καί —αὐτό om. S 12 ἀπεκάθητο A M ἀπεκάθετο rell. Zon. 13 θεωρῶν] θεωριῶν A 14 ἐνεκάλει] ἀνεκάλει M 25 βρόγχον] βρόχον TF βράγχον Anth. 27 ἀνεβλήθηϲαν] ἐνεβλήθηϲαν GIS)

270
βαϲιλεῖ Δαρείῳ Ἀθηναῖοι γῆν τε καὶ ὕδωρ, ὁ δὲ ϲυμμαχίην ϲφι ϲυνετίθετο· εἰ δὲ μὴ διδοῦϲιν, ἀπαλλάϲϲεϲθαι αὐτοὺϲ ἐκέλευεν.

[*](Anth.)

2997 Ἀπεκράνιξε: τῆϲ κάραϲ ἀπεχώριϲεν, ἀπέκοψεν. ὁ δὲ ῥοπάλῳ γυρὸν ἀπεκράνιξε βοὸϲ κέραϲ.

[*](Σ)

2998 Ἀπεκρίθη: ἀφωρίϲθη.

[*](Anth.)

2999 Ἀπεκτήτου: ἀκτενίϲτου. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οὐδὲ κομίζει χρυϲὸϲ ἀπεκτήτου ϲῆϲ τριχὸϲ ἀγλαΐην.

[*](Suid.)

3000 Ἀπεκτάγκαϲι, καὶ Ἀπεκτόναϲι· μιϲοῦϲι μὲν, ὧ πάτερ, Θράϲωνα, ἀπεκτάγκαϲι δ’ οὔ.

3001 Ἀπέλα: ἀντὶ τοῦ ἀπέλαυνεν. ἀπέλαυϲε καὶ παραπέλαυϲεν.

[*](Suid.)

3002 Ἀπελάκτιϲεν ὁ ἠγαπημένοϲ· ἀντὶ τοῦ ἀπεϲκίρτηϲεν.

[*](Synt.)

3003 Ἀπελαύνομαι· γενικῇ, αἰτιατικῇ δέ· ὡϲ οἱ τὸ ἀκάθαρτον καὶ ὑλικὸν πνεῦμα τῶν ψυχῶν ἀπελάϲαντεϲ.