Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
262 Ἀγλαΐα: λαμπρότηϲ. καὶ Ἀγλαΐαιϲ, λαμπρότηϲιν.
[*](Σ)263 Ἀγλαϊεῖϲθαι: καλλωπίζεϲθαι. δοτικῇ. ὁ ἐνεϲτὼϲ ἀγλαΐζω.[*](Δ) δοτικῇ.
264 Ἀγλαόκοιτοϲ: πάνυ τίμιοϲ.
[*](Σ)265 Ἀγλαομητία: ἡ μεγάλη βουλή.
[*](Δ)266 Ἀγλαότιμον: λαμπρὸν, τετιμημένον.
[*](Σ)267 Ἀγλαοφῶν: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)268 Ἄγλαυροϲ: ἡ θυγάτηρ Κέκροποϲ. ἔϲτι δὲ καὶ ἐπώνυμον Harp. Ἀθηνᾶϲ.
269 Ἀγλευκέϲ: τὸ ἀηδέϲ. Ξενοφῶν εἴρηκεν ἐν τῷ Οἰκονομικῷ. [*](Σ) δοκεῖ δὲ ξενικὸν εἶναι τὸ ὄνομα, Σικελικόν· πολὺ γοῦν ἐϲτὶ πάλιν παρὰ Ῥίνθωνι. καὶ Ἀγλευκέϲτερον, ἀντὶ τοῦ ἀηδέϲτερον. Ξενοφῶν Ἱέρωνι.
270 Ἄγλιθεϲ: αἱ κεφαλαὶ τῶν ϲκορόδων. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲ ἄρουραῖοι [*](Ar.) μύεϲ ὀρύϲϲετε παϲϲάλῳ τὰϲ ἄγλιθαϲ.
271 Ἀγλωττία: ἡϲυχία, ϲιωπή. καὶ Ἄγλωϲϲοϲ, ὁ ἄναυδοϲ, ὁ [*](Σ) ἄφωνοϲ. νῦν εἰϲ γᾶν ἄγλωϲϲοϲ, ἀναύδητόϲ τε πεϲοῦϲα, κεῖμαι, [*](Anth.) μιμητὴν ζῆλον ἀνηναμένη.
272 Ἄγμαϲι: κλάϲμαϲι, τροπαῖϲ. ἄγματα ἀμφορέων ἐϲ τὰ ἑλώδη [*](Σ) τῶν χωρίων λάθρα ἐβεβλήκεϲαν.
[*](E?)273 Ἀγναπτότατοϲ βάτοϲ αὖοϲ: ἐπὶ τοῦ ϲκληροῦ καὶ αὐθάδουϲ τὸν τρόπον.
[*](Suid.)274 Ἁγνεία: καθαρότηϲ· ἐπίταϲιϲ ϲωφροϲύνηϲ.
[*](Σ|)275 Ἁγνίαϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Harp.)276 Ἁγνίζω· ἀἰτιατικῇ.
[*](Synt.)277 Ἀγνοεῖ δ᾿ ἀράχνη παῖδαϲ ὡϲ παιδεύεται. θρέψαϲα [*](Prov.) γὰρ τέθνηκε πρὸϲ τῶν φιλτάτων: ἐπὶ τῶν καθ᾿ ἑαυτῶν τι πραγματευομένων.
278 Ἀγνόημα· ἀγνόημα τοϲοῦτον ἠγνοηκόταϲ. ὅϲον οὐδεὶϲ ἂν ἠγλαμπρότηϲ [*](262 ═ P, Ba 13, 8, Σa; ἀγλαΐαιϲ sq. ═ Σa 233 — καλλωπίζεϲθαι ═ Ambr. 348, cf. Et. M. 11, 33; ἀγλαΐζω cf. Ambr. 360 264 ═ P, Ba 13, 9, Σa 265 cf H, Ambr. 297 266 P, Ba 13, 10, Σa, cf. H 267 ═ Ambr. 170, cf. 201 268 Harp. ═ Ba 13, 15, Phot. ms. a 269 ═ P — ἀηδέϲ ═ Ba. 13, 11 cf. 10, 8 ═ H; ἀγλευκέϲτερον sq. ═ Ba 13, 12, Σa; Χen. Oec. ad 8, 4, ubi mss. ἀτερπέϲ et ad 8, 3, ubi mss. ἀγλευκέϲτατον, rettulit Zeune sec. Schenkl SB Wien 1876, 109; Rinthon. fr. 28 Kaib.; Xen. Hier. 1, 21 270 Ar. Ach. 763 c. sch. 271 — ϲιωπή P, Ba 13, 13, H νῦν sq. Anth. 7, 191, 56 272 — τροπαῖϲ ═ P, Ba 13, 14. Σᵃ 274 — καθαρότηϲ ═ P, Ba 13, 18, Σa, Ambr 282 275 Harp. ═ P, Ba 13, 17 276 cf. Synt. Laur. 277 ═ Macar. I 14 cf. Diogen. I 70 278 Dam. fr. 223) [*](262 Z 27 265 cf. Z 27 270 Z 24 271 Anth. cf. 2757 272 Z 32 273 ex 240 274 Z 24) [*](4 καλλωπίζεϲθαι] καλλωπίϲεϲθαι M cf. Et. M 13 πάλιν AM πάνυ GT A(GITSM) Mγρ 14 παρά] παρὰ τῷ 22 ἐβεβλήκεϲαν] ἐϲβεβλήκεϲαν A 273 om. S mg. A 278 om. S)
279 Ἄγνοϲ; φυτὸν, ὃν καὶ λύγον καλοῦϲιν. ἔϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ ὀρνέου.
280 Ἄγνον: οὐχὶ λύγον καλοῦϲιν. καὶ ἀρϲενικῶϲ Χιωνίδηϲ Ἥρωϲι· καὶ μὴν μὰ τὸν Δί᾿ οὐθὲν ἔτι τέ μοι δοκῶ ἄγνου διαφέρειν ἐν χαράδρᾳ πεφυκότοϲ. Πλάτων· ἥ τε γὰρ πλάτανοϲ αὕτη μάλα ἀμφιλαφὴϲ καὶ ὑψηλὴ, καὶ τοῦ ἄγνου τε τὸ ὕψοϲ καὶ τὸ ϲύϲκιον πάγκαλον. [*](Δ) Ἁγνὸϲ δὲ ὀξυτόνωϲ, ὁ καθαρόϲ.
281 Ἁγνότεροϲ πηδαλίου: ἐπὶ τῶν ἁγνῶϲ βεβιωκότων· παῤ ὅϲον ἐν θαλάττῃ διὰ παντόϲ ἐϲτι τὸ πηδάλιον.