Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
2544 Ἄν μ ὴ παρ ῇ κρέα, ταρίχ ῳ ϲτερκτέον· παρεγγυᾷ, ἡ παροιμία, ὅτι [*](Suid) δεῖ τοῖϲ παροῦϲιν ἀρκεῖϲθαι.
2545 Ἀνοδίᾳ: ἐπίρρημα τοπικόν. οἱ δὲ πλείουϲ ἀνοδίᾳ καὶ κατὰ [*](Δ) τὰϲ νήϲουϲ διεϲπάρηϲαν.
2546 Ἄνοδον: ἀδιέξοδον. Ξενοφῶν· τῇ μὲν γὰρ ἄνοδον, τῇ δὲ εὔοδον εὑρήϲομεν τὸ ὄροϲ.
2547 Ἀνόδοντον· Κοριάννοιϲ Φερεκράτηϲ· ἀνὴρ γέρων ἀνόδοντοϲ [*](E) ἀλήθει.
2548 Ἀνόητα. τὰ ἀφροδίϲια καὶ ἡ λαγνεία, τουτέϲτι μωρά. μωραίνειν [*](Ar.) γὰρ τὸ ἀφροδιϲιάζειν ἔλεγον. Ἀριϲτοφάνηϲ· οἴνου τ’ ἀπέχῃ καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων. τουτέϲτι μωρῶν· ἢ ἀνοήτων, ἀνεπιϲτημόνων.
2549 Ἀνόθευτον: γνήϲιον, ἀπαραποίητον· καθαρόν.
[*](Σ + Δ)2550 Ἀνόκαιον: τὸ ὑπερῷον οἴκημα. Ξενοφῶν ἐν Κύρου Ἀναβάϲει [*](Σ) καὶ · ὸν κωμῳδοποιὸν οἱ περὶ Ἀντιφάνην.
2551 Ἀν ομβροῦϲαι: ἀναβλύζουϲαι.
2552 Ἀνομέν ηϲ: παυομένηϲ, ἀνυομένηϲ.
2553 Ἀνομείτω: παρανομείτω.
2554 Ἀν’ ὅμιλον: κατὰ τὸ πλῆθοϲ.
[*](2538 ═ P. Βa 98, 4 cf. Phryn. 8, 6 2589 cf. Phryn. 2,1, P 2540 ═ Ba. 98,16, P cf. Η ἀνθρίϲκιον 2541 Harp. ═ An. Ox. 2,489, 25, P, Ba 98, 11 Dem 48. 25 2542 — χάριν alt. ═ Ba 98.13, P; ἤ —χάριν Soph. fr. 315 2543 ═ Σ (p.VΙΙΙb 6) 2545 οἱ sq. Polyb. 3,19, 7 2546 Ξενοφῶν sq. Αn. 4, 8,10 2547 ═ P, Ba 100, 4 cf. Poll 2. 96; Pherecr. fr. 74 2548 Ar. Νu. 414 c. sch. 2549 — ἀπαραποίητον P, Ba 100, 1 cf. H καθαρόν cf. Ambr. 1812b 2550 ═ Ba100, 2, P cf. H; Xen. An. 5, 4, 29 Antiphan. fr. 312 (2.131 K.) 2551 ═ P, Ba100,10, Σ 2553 aliter Ambr. 2188 2554 P, Βa 100,11, Σ, sch. Γ 449)[*](2540 Z 192 2543 cf 250 2544 ex 1828 cf. v. ταρίχη 2548 cf. v. τρίβωνα 2550 cf 1819, 2582 2552 Z 223)[*](5 Ἀνθυπομοϲία] Ἀνθυπομόϲαι Harp. ep. 7 Σοφοκλῆϲ —8 χάριν om. FS A(GITFSM) 8 ὅτι— 9 εἴρηκεν ex I (post 2541), M 9 εἴρηκεν λέγει l 2544 om S 12 ταρίχῳ F, 1828, ταρίχῃ A G, s. v, ταρίχει Ι Βhd ταρίχνεϲ M cp. Τ 20 μωρά] μωρία A 24 Ἀνόκαιον F Ba (cf Pehrsson Zur Textgesch. Xen.155) cf. Phot. Ανόκεον Hes. Ἀνώγαιον I Ἀνάγαιον rell., 1819 25 τόν A Phot. Ba τῶν rell κωμῳδοποιόν A Ba cf. Phot. κωμῳδωποιῶν S κωμοδοποιῶν F κωμῳδιοποιῶν GM. Ἀντιφάνην] Ἀριϲτοφάνην GIM 26 Ἀνομβροῦϲαι] Ἀνομηροῦϲαι AF Ἀνμηρῶϲαι S)2555 Ἄνομοϲ: ὁ παράνομοϲ. Ἄνωμοϲ δὲ διὰ τοῦ ω μεγάλου, ὁ μὴ ἔχων ὦμον. ἐξ οὐ καὶ ἄνωμοι Πελοπίδαι οὕτω καλούμενοι. καὶ [*](Suid.) ἀνωμότεροϲ.
2556 Ἀνόνητα: ἀνωφελῆ. τὰ γὰρ περιττὰ κἀνόνητα ϲώματα πίπτει βαρείαιϲ πρὸϲ θεῶν δυϲπραξίαιϲ. οἷον ὁ Αἴαϲ.
2557 Ἀν ον όμαϲτοϲ: ὁ μὴ ἔχων ὄνομα.
2558 Ἄν οντοϲ: ἀνύοντοϲ.
2559 Ἀν όπαια: εἶδοϲ ὄρνιθοϲ.
2560 Ἀν’ ὄπιν: εἰϲ πρόϲωπον. κατόπιν.
2561 Ἄν οπ τοι: ἀθέατοι. οἱ δὲ Ἕλληνεϲ ἐπὶ θάτερα τῆϲ νήϲου [*](Ε) ὥρμηϲαν ἄνοπτοι τοῖϲ πολεμίοιϲ.
2562 Ἀνοργίαϲ: ἀμυηϲίαϲ· ὄργια γὰρ τὰ μυϲτήρια. καὶ Ἀν - [*](Ar.) οργιάϲτοιϲ, τῶν μυϲτηρίων ἀπείροιϲ. τὰ τῆϲ Ἀφροδίτηϲ ἀνοργίαϲτά ϲοι ἐϲτίν. ἀντὶ τοῦ οὐκ ὠργίαϲαϲ τῇ Ἀφροδίτῃ· ἀτέλεϲτά ϲοί ἐϲτιν.
2563 Ἄν οργοι: ἀντὶ τοῦ ἄνευ ὀργῆϲ. Κρατῖνοϲ.