Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

214
[*](Σ)

2384 Ἀνεῖπεν: ἀνεκήρυξεν, ἀνηγόρευϲεν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὁ δ᾿ [*](Ar.) ἀνεῖπ᾿ εἴϲαγ᾿ , ὦ Θέογνι, τὸν χορόν.

[*](Σ)

2385 Ἀνεῖργεν· αἰτιατικῇ. ἀπεκώλυϲε. καὶ Ἀνεῖρξαν, ἀπεκώλυϲαν. [*](Σ + EL) ἀργύριον αἰτοῦντα ἀπειλοῦντά τε πολεμήϲειν, εἰ μὴ λάβοι, οἱ Ῥωμαῖοι ἀνεῖρξαν.

[*](Σ)

2386 Ἀνείρηκε τὸν χρηϲμόν· καὶ τὸν κήρυκα ἀνειπεῖν λέγουϲιν.

[*](Δ)

2387 Ἀνεῖρπεν: ἐϲύρετο.

[*](Δ + Anth.)

2388 Ἀνειρύϲω: ἀνελκύϲω. ἢν δέ μέ χ᾿, ὡϲ ἐκ νόϲου ἀνειρύϲω, ὧδε καὶ ἐχθρᾶϲ ἐκ πενίηϲ ῥύϲῃ, δέξο χιμαιροθύτην.

[*](Δ)

2389 Ἀνείϲ: ἀφείϲ. καὶ Ἀνεῖϲα, ἀφεῖϲα.

[*](Σ)

2390 Ἀνεῖϲθαι: λελύϲθαι.

[*](Σ)

2391 Ἄνειϲιν: ἀνέρχεται.

[*](Δ)

2392 Ἀνείϲθω: ϲυγχωρείϲθω.

[*](ΔΣ)

2393 Ἀνεῖται: παρεῖται. καὶ Ἀνεῖται, ἀπολέλυται.

[*](EV)

2394 Ἀνεῖτο δὲ αὐτῷ ἡ κόμη, καὶ ποτὸν ὕδωρ ἦν: ἀντὶ τοῦ ἀπολελυμένη ἦν. περὶ Σαμουὴλ τοῦ προφήτου φηϲίν. Ἀνεῖτο δέ, ἀντὶ τοῦ ἀνέκειτο. ἐπεὶ δὲ ὁ Ναρϲῆϲ, ὁ τῆϲ Ἰταλίαϲ ϲτρατηγὸϲ, ἐϲ πάντα ξυγκατεμίγνυε τῷ μεγαλουργῷ τὸ νουνεχὲϲ, καὶ ἐκοινώνει αὐτῷ τῆϲ φρονήϲεωϲ ἡ ῥώμη καὶ ἅπαϲ τῷ κρείττονι ἀνεῖτο, ταύτῃ τοι οὐ πρὸϲ τὸ ἐμμελὲϲ ἐκκλίναϲ, αὐτίκα καὶ ὅγε ἐπεραιώθη τὸ ῥεῖθρον ϲὺν τῷ ῥείθρῳ.

[*](Σ +)

2395 Ἀνεῖχεν: ἐκώλυε. Χαριέττων μὲν οὖν καὶ πρὸ τούτου φανερόϲ τιϲ ὢν καὶ ἀνυπόϲτατοϲ τῷ τε πλεονάζοντι τοῦ δραϲτηρίου φοβῶν ἀνεῖχεν ἀπὸ λῃϲτείαϲ ἅπανταϲ. ἢ Ἀνεῖχε, παρεδέχετο. τὸ μὲν πρῶτον οὐθεὶϲ ἐπίϲτευεν οὐδ’ ἀνεῖχε τὸν λόγον.

[*](Σ)

2396 Ἀνηβητηρίαν: πάν ἀνελὼν νεότητοϲ.

[*](Δ)

2397 Ἄνηβοϲ: ὁ ἀνήλικοϲ. ὁ μήπω τὴν ὀφειλομένην ἡλικίαν [*](Σ) ἐπιφθάϲαϲ. ἥβη γὰρ ἡ ἀκμή. καὶ Ἀνηβῶν, ἀνανεάζων.

[*](Σ)

2398 Ἀνηγμένοϲ: ηὐξημένοϲ.

[*](2384 — ἀνηγόρευϲεν ═ P, Ba 89, 11; ἀνηγόρευϲεν ═ sch. Ar Ach. 11 ὁ sq. Ar. Ach. 11 2385 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. ἀπεκώλυϲε ═ Ba 89, 12, P ἀργύριον sq. Cass. D. 71, 11 ═ EL 431, 9—10 2386 ═ P 2387 cf. Ambr. 2177 2388 — ἀνελκύϲω cf. Ambr. 2166; ἤν sq. Anth. 6, 300, 78 2389 — ἀφείϲ ═ Ambr. 2171, H 2390 ═ P, Ba 89, 13 2391 ═ P, Ba 89, 14 H, Ambr. 2229 2392 cf. Ambr. 2140 2393 — παρεῖται ═ Ambr. 2169 ἀνεῖται sec, sq. ═ P, Ba 89, 15, H 2394 — ἦν pr. Ios. Ant. 5, 347 ═ EV 1, 46, 21 ἐπεί sq. Men. Prot. attr. Toup et Bhd. cf. fr. 8 2395 ἐκώλυε cf. ad 2363 Χαριέττων— ἅπανταϲ Eunap. fr. 11, FHG 4, 17 2396 ═ P, Ba 95, 23 cf. H 2397 — ἀνήλικοϲ ═ Ambr. 1847 ὁ sq. ═ P, Ba 95, 24, 26 cf. H; ἀνηβῶν cf. Ambr. 2251 2398 ═ P, Ba 96, 12 cf. H)[*](2395 Eunap. hinc v. Χαριέττων)[*](A(GITFSM))[*]( 2 ἀνεῖπ’] ἀνεῖπεν A 3 ἀπεκώλυϲε] ἀπεκώλυε M Phot. 4 αἰτοῦντα] αἰτοῦνται AFS 2394 non nov. gl. GITS 17 δέ pr. om. M 20 ἐμμελέϲ] ἐγμελέϲ S ἐκμελέϲ Kust. 21 ῥείθρῳ] ῥῶ T ἴϲωϲ ϲὺν τῷ ῥῶι (ῥοθω M) ss. IM; nomen proprium latere put. Bhd. 25 οὐθείϲ AFS οὐδείϲ rell ἐπίϲτευεν] ἐπίϲτευϲεν S 2397 non nov. gl. AF 28 ἡ] καί ἡ M)
215

2399 Ἀνῆγον· οἱ δὲ ὡϲ ἐπὶ μεγίϲτην ἑορτὴν, ἣν τότε ἀνῆγον, [*](Ε) ϲυνεληλύθειϲαν αὐτοὶ ἕκαϲτοϲ.

2400 Ἀνήειμεν: ἀνηρχόμεθα.

[*](Δ)

2401 Ἀνήϊξεν ἀνώρμηϲεν.

[*](Δ)

2402 Ἄνηθον: εἶδοϲ βοτάνηϲ ἀρτυματικῆϲ.

[*](Δ)

2403 Ἀνῆκεν: ἀφῆκεν.

[*](Σ)