Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2364 Ἀνέχομαι· μετὰ γενικῆϲ. ἀνέχομαί ϲου τοῦ θράϲουϲ. καὶ Ἀνέχομεν, [*](Synt.) ἀντὶ τοῦ αὐξάνομεν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὅταν ὄργια ϲεμνὰ θεαῖν [*](Ar.) ἱεραῖϲ ὥραιϲ ἀνέχωμεν. ὅταν τὰ μυϲτήρια αὔξωμεν, φηϲὶν, τῶν θεῶν, Δημήτραϲ καὶ Περϲεφόνηϲ, ὅταν τὰϲ τελετὰϲ αὔξωμεν· τοῖϲ γὰρ ὕμνοιϲ ἐπαίρομεν αὐτάϲ. τοῦτό ἐϲτι τὸ ἀνέχομεν. ὅτι τὸ Ἀνέχομαι, ἀντὶ [*](Synt.) τοῦ καταφρονῶ, μετὰ γενικῆϲ· τὸ δὲ ὑπομένω, μετὰ αἰτιατικῆϲ. οὐ γὰρ ἀνέχομαι τὸν ἥλιον γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. ὁ δὲ ἀνέχομαι ἀεὶ γενικῇ. ἀνέχομαί ϲου τοῦ θράϲουϲ. καὶ ὁ ἰατρὸϲ δυϲωδίαϲ ἀνέχεται. εἰ μὴ πώϲ ἐϲτι φανερὸν, τὸν λόγον ὡϲ ψευδῆ οὐκ ἠνέϲχετο.

[*](2359 ═ Ba 92, 20, P 2360 Harp. ═ Ba 92, 24, P; ἀνέκοψεν cf. Ambr. 2288 ἀνέτρεψεν ═ H 2361 — Θεόπομποϲ ═ Ba 92. 25, P; Theopomp. com. fr. 82 (1, 754 K.) ἄνεχε sq. fort. Metaphr. 2562 — ϲῳζουϲι ═ P, Ba 92, 26 Thuc. 1, 141, 5 ἀνέχειν, βαϲτάζειν cf. Ba 93, 21, P 2363 — αἰχμάλωτον Soph. Ai. 211—2 c. sch. μέχρι—ἀνέχει Proc. bell. 2, 6, 24 καὶ πόνοιϲ —ἐνειθιϲμένοϲ lo. Antioch. fr 125, FHG 4, 586 ═ EV 190, 2—3 cf. Herodian. hist. 2, 9, 2 οὐκ—vs. 16 πόνων Soph. OT 173 c. sch. κωλύειν ═ Ba 93, 17, P 2364 — θράϲουϲ pr. cf. Synt. Laur. Ἀριϲτοφάνηϲ— vs. 23 ἀνέχομεν Ar. Tb. 948 c. sch. vs. 23 ἀνέχομαι—αἰτιατικῆϲ + vs. 25 ἀνέχομαι—θράϲουϲ ═ Synt. Laur. cf. Gud.; δυϲωδίαϲ ἀνέχεται ═ An. Ox. 4, 278, 4)[*](2359 Z 210 2360 cf. 2133 2361—3 Z 210—1 2363 lo. Antioch. cf. v. Σεβηροϲ 2. Soph. OT cf. v. ἰηίων; κωλύειν cf. 2395)[*](2 ἀντὶ τοῦ om. S Phot. ἀνέτρεψεν] ἐνέτρεψεν GIT 3 ἀντὶ τοῦ om. S A(GITFSM) Phot ἄνεχε alt— χεῖρα om. AF τὴν om. S 5 πολέμουϲ] πολεμίουϲ S 6 πορθουμένην] ποθουμένην Mec 9 δοριάλωτον] δορυάλωτον GITF; ὅρα ὅτι δόρατι καὶ δορὶ (δορὺ l) ὁμοίωϲ, ἐξ οὗ καὶ τὸ δοριάλωτον mg. lM 17 αὐτοῦ] αὐτοῖϲ M cp. S 19 Ἀνέχομαι—καί om. GIT Ἀνέχομαι — θράϲουϲ post gl. S 20 θεαῖν GFSac θεεῖν I θεαῖνων M θεῶν ATSec 21 ἀνέχωμεν] ἀνέχομεν AF 23 ὅτι—27 ἠνέϲχετο om. ATF post 2363 GI ὅτι ex M 26 πῶϲ ἐϲτι SM πω GI 27 ὡϲ SM ἤ Gl)
212
[*](Σ)

2365 Ἀνεχρήϲαντο: διέφθειραν. οὕτωϲ Θουκυδίδηϲ. ϲημαίνει δὲ καὶ τὸ εἰϲ χρείαν τινὲϲ παρειλήφαϲιν.

[*](Ε)

2366 Ἀνεχύθη: μετωχετεύθη. καὶ χάλαζα ἰϲχυρὰ ἐπέρρευϲε, καὶ διὰ πάϲηϲ ἡμέραϲ ϲκότοϲ ἦν βαθύτατοϲ. ἀρϲενικῶϲ. καὶ Ἀνεχύθηϲαν, [*](Ε) ἐπλήμμυραν. καὶ οἱ ποταμοὶ πληρωθέντεϲ ἀνεχύθηϲαν.

[*](Σ)

2367 Ἀνεψύχηϲεν: ὅπερ ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ ἀνέψυξεν.

[*](Δ)

2368 Ἀνείδεοϲ: ὁ ἀϲχημάτιϲτοϲ.

[*]()

2369 Ἀνεικάϲαϲθε: ἀναϲκώψατε. Δραπέτιϲι Κρατῖνοϲ.

2370 Ἀνείκαϲτοϲ: ὁ εἰκαϲμῷ τινι μὴ ὑποβαλλόμενοϲ.

[*](Σ)

2371 Ἀνεῖλεν: ἀντὶ τοῦ ἐμαντεύϲατο. διφορεῖται γὰρ ἡ λέξιϲ. Λακεδαιμόνιοι ἐτείχιζον τὸν Ἰϲθμόν. Ἀθηναίοιϲ δὲ ὁ θεὸϲ τὰ μὲν πρῶτα χρωμένοιϲ ἀνεῖλε φεύγειν· λιπαροῦϲι δὲ ἔχρηϲε· τεῖχοϲ Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺϲ μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ ϲὲ τέκνα τ’ ὀνήϲει. μηδὲ ϲύ γ’ ἱπποϲύνην τε μένειν καὶ πεζὸν ἰόντα πολλὸν ἀπ᾿ ἠπείρου ϲτρατὸν ἥϲυχοϲ, ἀλλ᾿ ὑποχωρεῖν νῶτον ἐπιϲτρέψαϲ· ἐπί τοί ποτε κἀντίοϲ ἔϲϲῃ. ὦ θεία Σαλαμὶϲ, ἀπολεῖϲ δὲ ϲὺ τέκνα γυναικῶν ἤπου ϲκιδναμένηϲ Δημήτεροϲ ἢ ϲυνιούϲηϲ. ταῦτα ἐξηγήϲατο Θεμιϲτοκλῆϲ ὁ Νεοκλέουϲ, ὃϲ δι᾿ ἐλευθεριότητα ἀπεκηρύχθη, τεῖχοϲ μὲν ξύλινον τὰϲ ναῦϲ εἰπών. τὴν δὲ Σαλαμῖνα θείαν οὐκ ἂν ὀνομάϲειν τὸν θεὸν, εἰ τὰ τέκνα τῶν Ἐλλήνων ἔμελλεν ἀπολέϲειν. ϲυνεβούλευϲε δὲ περὶ τὴν Σαλαμῖναι ναυμαχῆϲαι, καὶ ϲοφὸϲ ἐκλήθη διὰ τοῦτο καὶ ϲτρατηγὸϲ ἀπεδείχθη, καὶ τὴν πρὸϲ Αἰγινήταϲ ἔχθραν ἀποθέϲθαι, καὶ τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν, καὶ τὰ γένη Τροιζηνίοιϲ καὶ Αἰγινήταιϲ παρακαταθέϲθαι. καὶ αὖθιϲ· ἔπεμψαν οἱ Σπαρτιᾶται χρηϲόμενοι τῆϲ μήνιδοϲ ἄκοϲ λαβεῖν γλιχόμενοι· καὶ ἀνεῖλεν οὕτωϲ· ἶϲον τοι Δῆλόν τε Καλαβρίην [*](Σ) τε τίθημι Πυθῶ τ᾿ ἠγαθέην, καὶ Ταίναρον ἠνεμόεϲϲαν. ἐπεὶ ἔϲτιν ὅτε τὸ ἀνεῖλεν ἀντὶ τοῦ ἐφόνευϲε λαμβάνεται. ἀνελεῖν δὲ τὸ μαντεύεϲθαι, ἢ ἀπὸ τοῦ ἄνωθεν λαμβάνειν τὸ πνεῦμα καὶ πληροῦϲθαι τοῦ θεοῦ, ἢ ἀπὸ τοῦ ἀνελεῖν τὴν ἄγνοιαν. τὸ αὐτὸ δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ φονεύειν φαμὲν ἀνελεῖν ἢ ἀπὸ τοῦ ἄνω λαμβάνειν τὸ ἐν βάθει [*](2365 ═ P, Ba 92, 22 cf. Poll. 9, 153; Θουκυδίδηϲ cf. 1, 126, 11; διέφθειραν ═ H cf. Σc; Et. Sym. (ed. Gsf. 267 g) 2366 καὶ χάλαζα —βαθύτατοϲ + καί οἱ sq. Aelian. fr. 65 2367 ═ Ba 96, 5 2368 aliter Ambr. 1852 2369 ═ Ba 89, 12 P cf. Bk. 214, 27, H; Cratin. fr. 63 2371 — λέξιϲ + vs. 26 ἐπεί sq. ═ Ba 88, 25 Et. M. 106, 36, P, sch. Pl. Leg. 856e Λακεδαιμόνιοι—ἠνεμόεϲϲαν fort. e coll. aliquo oraculorum; τεῖχοϲ — παρακαταθέϲθαι cf. Hdt. 7, 141 sqq., sch. Ar. Eq. 1040 886, Eus. praep. ev. 5, 24; ἶϲον—ἠνεμόεϲϲαν ═ Ephorus (fr. 150, FGrHist 70) ap. Strabo 374, Paus. Per. 2, 33, 2) [*](2365—7 Z 211 2366 cf. v. ὑετόϲ et v. ϲκότοϲ 2367 cf. 2142 2371 Z 211 et 215) [*](A(GITFSM))[*]( 2 τινέϲ omnes, Phot. Ba, τινά Zon. 4 καί om. FS, nov. gl. 8 Δραπέτιϲι A Ba Δραπέτηϲι rell. Phot. 16 ἐπί τοι om. A; ἔτι τοι Hdt., sch. 17 ἐξηγήϲατο] ἐπεξηγήϲατο M 18 ἐλευθεριότητα AGI ἐλευθερότητα M 20 ἀπολέϲειν AGI ἀπολέϲαι M cp. S 26. 27 ἐπεὶ ἔϲτιν] ἔϲτιν δέ M 30 λαμβάνειν] λαβεῖν S)

213
πνεῦμα τοῦ ἀνδρὸϲ ἢ ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἀπὸ τοῦ ἀνελεῖν τὴν γνῶϲιν. λέγεται δὲ ἀνελεῖν καὶ τὸ ἀναλαβεῖν τὰ ἔκθετα βρέφη καὶ τρέφειν, καὶ ἁπλῶϲ ὅπερ ἄν τιϲ ἀναλαμβάνοιτο.

2372 Ἀνείλλεϲθαι: ϲυϲτρέφεϲθαι, καὶ ἀλλήλουϲ τοῖϲ δόραϲι τύπτειν. [*](Σ) καὶ Ἀνείλλεται, ἀνειλεῖται. καὶ Ἀνείλετο, ἀνέλαβεν.

[*](Δ)

2373 Ἀνειλήθυιαν: ἄτοκον. Εὐριπίδηϲ.

[*](Σ)

2374 Ἀνείληπτόϲ ἐϲτι τὸ Ἑλληνικὸν, οὐχὶ ἀνάληπτοϲ, οὐδὲ ἕτερον [*](Σ) τοιοῦτον οὐδέν.

2375 Ἀνήλιποϲ: ὁ ἀνυπόδητοϲ.

[*](Δ)

2376 Ἀνείλιττε τὴν τυραννίδα.

2377 Ἀνειλόμην: δύο δηλοῖ, τό τε ἔθρεψα καὶ τὸ ἐβάϲταϲα.

[*](Σ)

2378 Ἀνειλύϲπω: ἀνέβαινεϲ.

[*](Σ)

2379 Ἀνειμέναι: ἐκλελυμέναι. παρειμέναι. καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ [*](Σ |) ἀνειμένη, ἀντὶ τοῦ ἄνεϲιν ἔχουϲα πανταχόθεν. ἀνειμένη μὲν, ὡϲ [*](Soph.) ἔοικαϲ, οὖ ἐκτρέφῃ· οὐ γὰρ πάρεϲτ᾿ Αἴγιϲθοϲ. καὶ Ἀνειμένον ἄλϲοϲ, τὸ τῷ θεῷ ἀφιερωμένον. καὶ τὸ ἠνεῳγμένον. καὶ τὸ ῥᾳθύμωϲ τι ποιεῖν. ἀδύνατόν τε ἦν αὐτοῖϲ οὕτωϲ ἀνειμένα πωϲ [*](Ε?) καὶ πονουμένοιϲ ἐπικρατήϲειν. καὶ, ἀνειμένων πόλοιο παμφαῶν πτυχῶν. [*](Io. Dam.) ἀντὶ τοῦ ἀνεῳγμένων.

2380 Ἀνείμονεϲ: ἀνίματοι, ἄνευ ἱματίων.

[*](Σ)

2381 Ἀνείμουν τοῖϲ δόραϲιν: ἀντὶ τοῦ ἀνεῖλκον.

[*](Σ)

2382 Ἀνεῖν· Ξενοφῶν. ἐν γὰρ τοῖϲ τοιούτοιϲ οἱ ἀγαθοὶ ἐπιπονεῖν [*]() ἐθέλουϲι καὶ ἀνεῖν.

2383 Ἀνεῖναι: ἀφεῖναι. καὶ Ἀνεῖναι κύβον, ἀντὶ τοῦ ἀναρρίψαι [*](Σ) κύβον.

[*](2372 — ἀνειλεῖται ═ P, Ba 88, 21, 23; ἀνείλλεται, ἀνειλεῖται Tim ἀνείλετο sq. cf. Ambr. 2147 ═ H v. ἀνείλατο 2373 ═ P, Ba 89, 6, H, Eust O. 1861, 42 Et. M. 298, 41 cf. Poll. 3, 15; Eur. Ion. 453 2374 ═ P, Ba 89, 19 cf. Zon. 172 2375 ═ Ambr. 1850, Et. M. 107, 14, sch. Theocr. 4, 56 a b 2376 fort. Metaphr. 2377 ═ Ba 89, 4, P 2378 ═ P, Ba 88, 24, H 2379 — ἐκλελυμέναι ═ P, Ba 89, 7 cf. Ambr. 2090 ἀνειμένη —Αἴγιϲθοϲ Soph. El. 516 — 7 c. sch. ἀνειμένον ἄλϲοϲ Pl. Leg. 761c ἀδύνατον—ἐπικρατήϲειν Polybio attr. Bhd. ἀνειμένων sq. Io. Dam. can. 2, 76 c. sch. ═ Et. M. 106, 1, Et. Gud.; ἀνεῳγμένων Byz. Zt. 16, 59 2380 ═ Ba 89, 8, P 2381 ═ P; Xen. An. 4, 2, 8 2382 Xen Cyr. 5, 4, 17 2383 ═ Ba 89, 9, 10, P)[*](2371 vs. 2 λέγεται sq. cf. 2248 2372 Z 211 (v. ἀνελέϲθαι) 2373 Z 184 2375 hinc 2412, Z 171 2377 Z 211 2378 hinc 2469 2379 lo. Dam. cf. v. πτυχαί 2381 cf. 2471 2383 Z 211)[*](4 Ἀνείλλεϲθαι] Ἀνείλεϲθαι FS Phot. Ba 6 Ἀνειλήθυιαν] Ἀνειλείθυιαν M, A(GITFSM) Eust. Et. Poll. cf. Eur. 2375 mg. M 9 Ἀνήλιποϲ M Ambr. Et. Zon. 171 Ἀνήλιπποϲ GT Ἀνήλιπτοϲ AIFS cf. Zon. 172 et 2412 ἀνυπόδητοϲ GTFSM Ambr. Zon. sch. Theocr. cf. Et. ἀνυπόδετοϲ Al Et., 2412; καὶ ἀνήλιπτα add. S 2376 om. GTF post 2374 S post vs. 13 ἐκλελυμέναι l 10 τήν] τὸ S 11 ἔθρεψα] ἔθρεψε SM ἐβάϲταϲα] ἐβάϲταϲεν SM 11 Ἀνειλύϲπω Gac Phot. Ba Hes. Ἀνιλύϲπω rell. 13 παρειμέναι om. S 15 οῡ om. AF, ἀντὶ τοῦ I ἐκτρέφῃ AGITFSMγρ τρέφ Mac 17 οὕτωϲ] καὶ οὕτωϲ M 18 καὶ ἀνειμένων— 19 ἀνεῳγμένων om. F 21 Ἀνείμουν AGIT Ἀνίμων FSM Xen. Ἀνίμουν Phot. 22 ἐπιπονεῖν] ἔτι πονεῖν SM)