Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Harp.)

2303 Ἀνεπόπτευτον: τὸ μὴ ἐποπτεῦον· οὕτωϲ ᾿Υπερίδηϲ. τὸ δὲ Ἐποπτεῦϲαι δηλοῖ Φιλόχοροϲ λέγων· ἀδικεῖ πάντα τά τε μυϲτικὰ καὶ τὰ ἐποπτικά. καὶ πάλιν· Δημητρίῳ μὲν οὖν ἴδιόν τι γέγονε παρὰ τοὺϲ ἄλλουϲ, τὸ μόνον μυηθῆναί τε ἅμα καὶ ἐποπτεῦϲαι καὶ τοὺϲ πατρίουϲ χρόνουϲ τῆϲ τελετῆϲ μετακινηθῆναι.

[*](Δ)

2304 Ἀνεπόψιοϲ: ὁ ἀθεώρητοϲ.

2305 Ἀνεπτεροῦτο: ἐλπίϲι χρηϲταῖϲ ᾔρετο. ὁ δὲ Νεμεϲίων ἀνεπτεροῦτο καὶ μετέωροϲ ἦν ταῖϲ ἐλπίϲι καὶ ἐδόκει ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι, [*](Σ) ἐμοὶ περιτυχών. καὶ Ἀνεπτερῶϲθαι τὴν ψυχὴν, οἷον ἀναϲεϲοβῆϲθαι. Κρατῖνοϲ.

[*](2294 — ἐγκληθέντεϲ sch. Thuc. 1, 92, 1 οἴ τε — ἀνεπικλήτωϲ Thuc. 1, 921 ἄξιον sq. los. Ant. 18, 337 2295 — ἄμεμπτον ═ P, Ba 90, 26, H ἀκαταγνώϲτωϲ cf. H 2296 ═ Ba 91, 7, P; Eup. fr. 397 2297 οὐκ sq. Polyb. 11, 2, 1 2298 ϲυγχωρεῖν—ἀνεπιϲταθμεύτουϲ Polyb. 15, 24, 3 2299 — ἀφύλακτον ═ P, Ba 90, 27, H οὐκ sq. Polyb. fr. 114 2301 — ἀπροϲδοκήτωϲ cf. H 2303 Harp. ═ Ba 91, 11, P; Hyper. fr. 174; Philoch. fr. 148, FHG 1, 409 2305 ὁ— περιτυχών Dam. fr. 194 ἀνεπτερῶϲθαι sq. ═ P p. 119, 10, Ba 91, 6 Phryn. 15, 6; Cratin. fr. 384)[*](2298 Polyb. cf. 4217 et 4656 2300 ex 3046 2304 cf. 3496 2305 Dam. cf. v. Νεμεϲίων et v. ἑρμαῖον)[*](A(GITFSM))[*]( 2 οἴκου] οἶκον S 6 ἀνεπιλήϲτωϲ] ἀνεπιπλήκτωϲ Gsf. 10 δεχομένουϲ]  ἐπιδεχομένουϲ GIT 2300 om. TFS mg. A 16 παρά M περί AGI 27 τελετῆϲ M Ba τελευτῆϲ AGIT cf. Harp.)
207

2306 Ἄνερ· παρὰ Ἀριϲτοφάνει ἐν Πλούτῳ· φίλτατε ἄνερ. χρῆϲιϲ [*](Ar.?) τοῦ ἄνερ· οὐκ ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸϲ τῆϲ γυναικὸϲ εὑρέθ ἡ κλητικὴ, ὥϲπερ ἐκεῖ ἐϲτι παρὰ τῷ Ποιητῇ· ἄνερ, ἀπ᾿ αἰῶνοϲ νέοϲ ὤλετο.

2307 Ἀνεργήϲει: ἀναρτήϲει καὶ οἷον κολάϲει.

[*](Σ)

2308 Ἀνερίναϲτοϲ: παροιμία. ἐπὶ τῶν ἅπερ ἂν λάβωϲι μὴ διακατεχόντων. [*](Prov.) καὶ Ἀνερίναϲτοϲ ϲυκῆ, ᾗ μὴ προβέβληνται [*](Σ) οἱ ἐρινεοί. ἐρινεὸϲ δέ ἐϲτι τῆϲ ἀγρίαϲ ϲυκῆϲ ὁ καρπὸϲ, ὃν καὶ ἀπαρτῶϲι τοῖϲ ἡμέροιϲ, ὡϲ ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνεϲ εἰϲ τοὺϲ ὀλύνθουϲ μεταϲτάντεϲ τελεϲφορηθῆναι τούτουϲ παραϲκευάϲωϲι. τοῦτο δ’ ἐρινάζειν λέγεται. οἱ δὲ τὸ ἀνερίναϲτοϲ, ἀντὶ τοῦ μαλακὸϲ καὶ ἄγονοϲ.

2309 Ἀνερρίπιζεν: ἀνεκίνει, ἐτάραϲϲεν, ἀνήγειρεν.

[*](Σ)

2310 Ἀνέρριπτον: ἀνελάμβανον. καὶ Ἀνέρριπται κύβοϲ· οἷον [*](Σ) ἀποκεκινδύνευται. φράζε τοίνυν, ὡϲ ἐγώ ϲοι πᾶϲ ἀνέρριμμαι κύβοϲ.

2311 Ἀνέρριψαν: ἀνέβαλον, ἢ ἀπηρνήϲαντο, ἢ ἀνεβάλοντο. οἱ δ’ [*]() ἅμα πάντεϲ ἀναρρίψαντεϲ ὄλεθρον.

2312 Ἀνέριϲτα: ἀφιλονείκητα.

[*](Σ)

2313 Ἀνερριχῶντο: χερϲὶ καὶ ποϲὶ περιδραϲϲόμενοι ἀνήρχοντο. κυρίωϲ τὸ τοῖϲ ποϲὶ καὶ χερϲὶ βιαζόμενον εἰϲ ὕψοϲ ἀναβαίνειν ἀναρριχᾶϲθαι [*](Ar.) ἔλεγον. Ἑλλάνικοϲ· ἀναρριχᾶται δὲ ὥϲπερ πίθηκοϲ ἐπ’ ἄκρα τὰ δένδρα. τουτέϲτι πρὸϲ ὕψοϲ ἀνέβαινε, πρὸϲ δένδρα καὶ τοίχουϲ. εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν ἀρρίχων. εἶδοϲ δέ ἐϲτι κοφίνων, οὓϲ εἰώθαϲι διὰ ϲχοινίων ἀνιμᾶν. ἢ ἀπὸ τῶν ἀραχνῶν, καί ἐϲτιν οἷον ἀραχνᾶϲθαι· αἱ γάρ ἀράχναι νήθουϲι κατὰ τὰϲ ἐναερίουϲ ὁδούϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· πρὸϲ ταῦτ᾿ ἀνερριχᾶτ᾿ ἂν πρὸϲ τὸν οὐρανόν. περὶ τοῦ κανθάρου λέγων.

2314 Ἀνερμάτιϲτον: ἀϲτήρικτον, ἄοπλον, ἀπαραϲάλευτον.

[*](Σ)[*](2306 — ἄνερ sec. Ar. Pl. 1026 vs. 3 ἄνερ sq. Ω 725 2307 Tim. ═ P, Ba 91, 10 2308 — διακατεχόντων cf. Zen. II 23 ἀνερίναϲτοϲ ϲυκῆ sq. ═ P 137, 20 cf. Paus. Att. fr. 178 ap. Eust. I. 653, 56, Et. M. 108, 12; ἐρινάζειν sq. ═ H v. ἀνηρίναϲτοϲ 2309 ═ P, Ba 91, 18, Phryn. fr. 219 cf. H 2310 ═ Ba 91, 26; — ἀποκεκινδύνευται ═ P; φράζε sq. Ar. fr. 673 (sed Ἀριϲτοφάνηϲ ex Eudemo interpol. Bekk.) 2311 ═ Ba 91, 22 cf. Ap. S. 33, 29; — ἀνεβάλοντο ═ P; οἱ sq. κ 130 2312 ═ P, Ba 90, 30 2313 l. ═ Ba 91, 20 sed cf. P 133, 23; κυρίωϲ sq. Ar. Pac. 70 c. sch (Eratosth. fr. 18 Strecker); — ἀναβαίνειν cf. Phryn. 32, 2; Hellan. fr. 197 FGrHist 1 2314 ═ P, Ba 91, 9; ἀϲτήρικτον cf. H, sch. Pl. Theaet. 144a.)[*](2308 cf. v. ἐρινεόϲ, partim hinc 2310 cf. 2047 et v. ἐκκυβεύειν 2313 cf. 2049, hinc 3942)[*](2 εὑρέθη] γρ. ἐρρέθη ss. M 3 ὤλετο] ὤλεο SM Hom. 5 παροιμία A(GITFSM) om. GIT mg. S 8 τοῖϲ AFMac Phot. cf. v. ἐρινεόϲ, ταῖϲ rell. Eust Et. 10 δ᾿  ἐρινάζειν Reitz. δὲ ἐρινάζειν Bas. δὲ ῥινάζειν omnes, Phot δὲ ῥιζάν lac. A 12 ἀνήγειρεν] ἤγειρεν FS 14 ἀνέρριμμαι] ἀνέρριμαι FacIM 15 ἀνέβαλον] ἀνέβαλλον A Ba 16 ἀναρρίψαντεϲ] ἀνερρίψαντεϲ M 18 περιδραϲϲόμενοι] δραϲϲόμενοι GITM 19 ποϲὶ καὶ χερϲί ASM sch. χερϲὶ καὶ ποϲί GITF 23 ἀραχνᾶϲθαι] ἀναραχνᾶϲθαι M 27 ἀπαραϲάλευτον] ἀπαραϲκεύαϲτον Phot. Ba Zon 191)
208
[*](Ε)

2315 Ἀνέρρωϲεν: ὑγιᾶ εἰργάϲατο. ὁ δὲ Νικάνωρ ἐνόϲηϲε, καὶ πολλάκιϲ ὁ θεὸϲ ἀνέρρωϲεν αὐτόν.

[*](Synt.)

2316 Ἄνεϲ· δοτικῇ.

[*](Σ)

2317 Ἀνέϲαντεϲ: ἀνακαθίϲαντεϲ.

[*](Σ?)

2318 Ἀνέϲαιμι: ἀναπαύϲαιμι.

[*](EL)

2319 Ἀνέϲειον: ἐτάραττον, ἀνεκίνουν. οἱ δὲ Κρῆτεϲ, φοβούμενοι μή τι τιμωρίαϲ τύχωϲιν, ἀνέϲειον τὰ πλήθη παρακαλοῦντεϲ τὴν ἐξ αἰῶνοϲ παραδεδομένην ἐλευθερίαν διαφυλάττειν.

[*](Σ)

2320 Ἀνεϲίαν: τὴν ἄνεϲιν, καὶ τὴν ἄδειαν. Κρατῖνοϲ Βουκόλοιϲ.

[*](Harp.)

2321 Ἀνεϲκευάϲαντο: τὸ ἀναϲτάτουϲ γενέϲθαι καὶ οἷον ἀπείπαϲθαι [*](Σ) καὶ Ἀνεϲκολοπιϲμένον: τὰ ὅπλα ἐνδυϲάμενοι.

[*](Σ)

2322 Ἀνεϲκολοπιϲμένον: ἀνεϲταυρωμένον· ϲκόλοπεϲ γὰρ τὰ ὀρθὰ ξύλα ἢ κάλαμοι.