Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Suid.)

2263 Ἀνέμῳ διαλέγῃ: ἐπὶ τῶν ἀνηκούϲτων. παροιμία· Ἀνέμων ϲτάϲειϲ· ἐγχώριοι γὰρ οὐ μόνον τὰϲ τῶν ἀνέμων ϲτάϲειϲ κατὰ τὴν παροιμίαν, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐγχωρίων ἀνθρώπων ἤθη κάλλιϲτα γινώϲκουϲι.

[*](Δ)

2264 Ἀνεμώκεοϲ: ὁ ταχύϲ.

[*](Δ)

2265 Ἀνεμώλιοϲ: ὁ μάταιοϲ.

[*](Δ)

2266 Ἀνεμώνη. εἶδοϲ βοτάνηϲ.

[*](Harp.)

2267 Ἀνεμύταϲ· Θηβαῖοϲ τὸ γένοϲ.

[*](Δ)

2268 Ἀνενδοίαϲτον: τὸ ἀναμφίβολον.

[*](Synt.)

2269 Ἀνενέγκω· γενικῇ.

2270 Ἀνενεγκών: ἀνανήψαϲ. ὁ δὲ ἀνενεγκὼν ἠρώτα, πόθεν [*](Ε) ἧκον. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἐλειποψύχηϲεν· ἀνενεγκόντα δὲ αὐτὸν ἀράμενοι οἱ φύλακεϲ παρὰ τὸν βαϲιλέα φέρουϲιν ἐκ τῆϲ νόϲου περιϲωθέντα. [*](Δ) καὶ Ἀνενήκατο καὶ Ἀνένηκεν ὁμοίωϲ, ἀνήνεγκεν.

[*](Ε)

2271 Ἀνενεοῦτο: ἀνεμιμνήϲκετο. ὁ δὲ βαϲιλεὺϲ ἐπῄνει τε αὐτοὺϲ καὶ ἀνενεοῦτο τὸ μέγεθοϲ τοῦ κατεργαϲαμένου πολέμου.

[*](Σ)

2272 Ἀνενεχθείϲαϲ: ἀνενεγκούϲαϲ.

2273 Ἀνεννόητον: ἀδίδακτον, ἀμελέτητον, ἀνάϲκητον. οὐ δεῖ [*](Ε) παραβάλλεϲθαι καὶ κυβεύειν τῷ βίῳ, τὸ παράπαν ἀνεννόητον ὄντα τῆϲ μάχηϲ καὶ τῆϲ βαρβαρικῆϲ χρείαϲ. ἢ Ἀνεννόητοι, μηδεμίαν [*](Ε) ἔννοιαν περὶ τούτου ἔχοντεϲ. Πολύβιοϲ· πάντων δὲ ἦϲαν τούτων οἱ ϲτρατηγοὶ ἀνεννόητοι.

2274 Ἀνέντεϲ: ἐνδόντεϲ, ἀνατείναντεϲ. οἱ δὲ ἔπλεον τὰ ἱϲτία [*](Ε) τοῖϲ ἀνέμοιϲ ἀνέντεϲ.

[*](Δ)

2275 Ἀνεξάλειπτοϲ: ὁ μὴ ἐξαλειφόμενοϲ, ὁ μὴ ἐπιλείπων.

[*](Σ)

2276 Ἀνεξέλεγκτοϲ: ἀβαϲάνιϲτοϲ, ἀγύμναϲτοϲ, ἀδόκιμοϲ.

[*](Δ)

2277 Ἀνεξεπίμονον: τὸ μὴ ὑπερμένον.

[*](Δ)

2278 Ἀνεξερεύνητον: τὸ μὴ ἐπιδεχόμενον ἔρευναν.

[*](Σ |)

2279 Ἀνεξίτητον: ἀνεξέλευϲτον. ἀδιόδευτον.

[*](2262 ═ Ambr. 2020 v. ἀνεμοφθορά; l. ═ Ambr. 2056; fort. sch Greg. 16, 5 Ann. 238, 333 2264 cf. Ambr. 1994b, sch. Ar. Av. 697 2265 ═ Et. M. 104, 7 cf. Ambr. 2111, sch. Ε 216 2266 ═ Ambr. 2000 2267 Harp. ═ Ba 90, 31 2268 ═ Ambr. 2083 cf. Et. M. 104, 16 2269 ═ Synt. Laur., An. Ox. 4, 278, 10 2270 ὁ δὲ ἐλειποψύχηϲεν — περιϲωθέντα fort. Iambl. ἀνενήκατο sq. cf. Ambr. 2142 2272 ═ P, Ba 90, 21 2273 οὐ — χρείαϲ Polyb. fr. 6 πάντων sq. Polyb. 11, 8, 3 2275 cf. Ambr. 1826 2276 ═ P, Ba 90, 23, Phryn. fr. 217 cf. H 2279 — ἀνεξέλευϲτον ═ P, Ba 90, 22, H; ἀδιόδευτον cf. Zon. 190)[*](2263 — ἀνηκούϲτων ex v. αἰγιαλῷ λαλεῖϲ; ἀνέμων sq. ex v. ἐγχώριον 2264 cf. v. πτερόεντι 2271 ἀνεμιμνήϲκετο cf. 1974 2273 Polyb. fr. 6 cf. 1312 v. κύβοϲ, v. κυβεύειν; Polyb. 11 cf. v. ϲτρατηγία 2274 ἐνδόντεϲ cf. 2458)[*](A(GITFSM))[*]( 2263 om. TFS mg. A 2 παροιμία—4 γινώϲκουϲι post 2264 l post 2266 M. παροιμία AG, mg. M, καὶ παροιμία I 2265—7 om. G 2265 mg. I Ἀναίμει· ἀναιμωτί post 2265 add. S, post 2266 I 2267 om. IT 2269 ex mg. (post 2263) A 13 τὸν βαϲιλέα] τοῦ βαϲιλέωϲ S 14 ἀνενήκατο] ἀνενείκατο Iec M Ambr. ἀνένηκεν] ἀνένεικεν] Iac M 24 ἀνέντεϲ] ἐνδόντεϲ AGMac 27 ὑπερμένον] ὑπομένον Kust. 28 ἔρευναν] ἐρεύνηϲ AF)
205

2280 Ἀνεξιχνίαϲτον. ἀνεξεύρητον, οὐ μηδὲ ἴχνοϲ ἐϲτὶν εὑρεῖν.

2281 Ἀνεξυνοῦτο: ἀνεκοινοῦτο. Ξενοφῶν.

[*]( Suid.)

2282 Ἀνεῴγειϲαν: ἠνοίχθηϲαν. καὶ Ἀνέῳγεν, οὐχὶ ἤνοιγε· [*](Δ) καὶ Ἀνεῳγετο. λέγει καὶ Ἀμειψίαϲ Μοιχοῖϲ, καὶ οἱ νεώτεροι πολλαχοῦ. [*](Σ) ἥδ’ ἀνῴγε τὴν θύραν. Θετταλῇ· καὶ τὸ κεράμιον ἀνέῳχεν. Εὔπολιϲ Πόλεϲιν· οἳ δ’ οὐκ ἀνέῳξα πώποτ’ ἀνθρώποιϲ ἐγώ. καὶ Φερεκράτηϲ Κραπατάλοιϲ· οὐδεὶϲ γὰρ ἐδέχετο, οὐδ’ ἀνέῳγέ μοι θύραν.