Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
222 Ἀγηνόριον: ὀνομα τόπου.
[*](Δ)[*](213 — ϲυνηθροίζοντο ═ Ambr. 337 cf. sch. Δ 211 ═ Et. M. 9, 12 ἀγείρω sq. cf. Et. M. 9, 12 214 ═ gl. alph. Hdt. p. 463, 28 cf. Et. M. 10, 34, H, gl. Hdt. 5, 72; Ba 22, 17 ═ P 215 ἐλαύνειν P, Ba 12, 14, cf H ἐάν—ἀγηλατήϲειν ═ Soph. OT 401—2 c. sch. cf. Et. M. 10, 3 Ἡρόδοτοϲ sq. 5, 72, 1 216 ἀγηλατοῖ sq. ═ Ambr. 329, 330 217 ═ P, Ba 11, 18, 27 cf. Et. M. 9, 52, Phryn (fr. 6a) in sch. Eur. Med. 1027; Eupol. fr. 119; Ar. Pac. 396—8; Hermipp. fr. 8 (1, 227 K.). 218 ὅτι sq. Cass. D. 66, 2, 4 EV 2, 360, 12—14 219 — ϲυνταξέωϲ P, Ba 11, 2, Σa, H, Et. M. 10, 36 cf. Ael. D. fr. 8 ap. Eust. O. 1399, 61 et Euet. 1877, 60 220 Ἀρριανῷ An 1, 1, 11, al. 221 cf. Ap S. 7. 20, Ambr. 296 222 ═ Ambr. 324)[*](213—5 Z 35 216 Z 15 221 Z 24)[*](1 ἀγείρω—4 ἀγηγέρατο om. AS mg. GI ἀγείρω] κανών· ἀγείρω M A(GITSM) 2 ἤγερμαι] ἤγερμαι ὑπερϲυντελικόϲ ἡγέρμην M cf. infra ἤγερται GT ἤγερτο M τῶν om. M 3 Ἰακῶϲ G Ἰακῶϲ καὶ Ἀττικῶϲ M Ἰωνικῶϲ T om. I ἀγηγέραται] ἀγηγέρατο M εἷτα—4 ἀγηγέρατο om. M 4 Ἰακῶϲ G Ἰωνικῶϲ T 7 ἐλαύνειν] ἀπελαύνειν S 8 ἀπελάϲειν] τὰ ἄγη ἀπηλάϲειν GIT 9 καί —ϲυνθείϲ om. GIT χ᾿ὡ A χ᾿ὡϲ SM 16 δεχόμεϲθα] δεχόμεθα A Phot. 18 Ἀρτοπώλιϲι A Sac M Ἀρτοπώλοιϲι GITSec Phot. Ba. 19 οἵουϲ] ἰοῦϲ᾿ sch. Eur. 25 εὐεξίᾳ] εὐεξίαν AI 220 ex IT 26 τό T τὸ προιὸν τοῦ βαϲιλέωϲ τάγμα ἤ I)223 Ἀγήνωρ: ὁ ἄγαν ἀνδρεῖοϲ, ἢ ἀγαϲτὸϲ ἐν ἀνδρείᾳ. ϲημαίνει δὲ καὶ τὸν ὑπερήφανον καὶ αὐθάδη. ἔϲτι δὲ καὶ κύριον ὄνομα. [*](Etym.) παρὰ τὸ ἄγαν τῇ ἠνορέῃ ὅ ἐϲτι τῇ ἀνδρείᾳ χρῆϲθαι.
224 Ἀγηοχώϲ: ἐνέγκαϲ. Ἄγω, ἄξω, ὁ παρακείμενοϲ ἦχα καὶ ὁ Ἀττικὸϲ [*](Etym.) ἄγηχα· καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἀττικὸϲ παρακείμενοϲ θέλει ἔχειν ἐν τῆ δευτέρᾳ καὶ τρίτη ϲυλλαβῇ τὸ αὐτὸ ϲύμφωνον, πλεονάζει ἡ γο ϲυλλαβὴ καὶ γίνεται ἀγήγοχα, εἶτα πάλιν ἀποβολῇ τοῦ γ ἀγήοχα, ἡ μετοχὴ ὁ ἀγηοχώϲ.
225 Ἀγήραον: ἄφθαρτον.
226 Ἀγηρηναῖοι: ὄνομα ἔθνουϲ.
227 Ἀγήρω: τὰ μὴ γηρῶντα. καὶ ϲὺν τῷ ν ἀγήρων. οἱ δὲ ἄνευ τοῦ ν θηλυκόν φαϲιν εἶναι, οἱ δὲ τὸ μὲν ϲὺν τῷ ν τὴν αἰτιατικὴν δηλοῦν πτῶϲιν, τὸ δ᾿ ἄνευ τούτου, τὴν γενικήν τε καὶ δοτικήν. καὶ [*](Δ) Ἀγήρωϲ, ὁ ἄφθαρτοϲ Ἀττικῶϲ· καὶ οὐδετέρωϲ Ἀγήρων.
228 Ἀγηϲαγόραϲ: ὄνομα κύριον.
229 Ἀγηϲίλαοϲ: ὄνομα κύριον. ἦν δὲ Λακεδαιμονίων ἐπιφανὴϲ καὶ γενναῖοϲ βαϲιλεὺϲ καὶ ᾄδετοι παρὰ πολλοῖϲ τῶν ῥητόρων.
230 Ἀγήταϲ: ὁ τῶν Αἰτωλῶν ϲτρατηγόϲ.
231 Ἀγητόϲ: ὁ θαυμαϲτόϲ.
232 Ἁγιάϲατε: προευτρεπίϲατε, κηρύξατε.
233 Ἁγιάϲαι: καρπῶϲαι, καῦϲαι ἁγίωϲ.
234 Ἁγίαϲμα: ὁ θεῖοϲ νεώϲ. Δαβίδ· ἐγενήθη Ἰουδαία ἁγίαϲμα αὐτοῦ. [*](Δ) καὶ Ἁγιαϲτία, ἡ ἁγιωϲύνη. ἀγιϲτεία δὲ διφθόγγῳ.
235 Ἁγίζων: ἁγιάζων. βούθυτον ἑϲτίαν ἁγίζων ἵκου. καὶ Ἀγιαϲθέντων, [*](Synt.) ἀφιερωθέντων. καὶ Ἁγιάζω, αἰτιατικῇ.
236 Ἀγιναργεῖοϲ: ὄνομα κύριον.
237 Ἀγίνεον: ἔφερον. Ἀγινῶ γὰρ ὁ ἐνεϲτώϲ.
238 Ἅγιοϲ, ἅγιοϲ, ἅγιοϲ κύριοϲ· ὅτι τοὺϲ λέγονταϲ, μυριάκιϲ ἐϲτὶν ἅγιοϲ ὁ θεὸϲ, καὶ τοὺϲ παρερμηνεῦϲαι τοῦτο τολμῶνταϲ, λαμπρῶϲ ἐλέγχει τὸ· ἐξεζήτηϲα τὸ πρόϲωπόν ϲου, τὸ πρόϲωπόν ϲου, [*](223 — ὄνομα (÷καὶ αὐθάδη) Ba 11, 5, P, Σa cf. An. Ox. 2. 431, 4—9, H, Apion, Ap. S 7, 16; αὐθάδη ═ Ambr. 134, Et. M. 9, 47, H, An. Ox. 2, 431, 4, Ap. S. 7, 17, sch. B 276. παρά sq. ═ Et. M. 9, 43 224 ἐνέγκαϲ ═ P, Ba 8, 23, Σa ἄγω sq Et. M. 9, 28 225 ═ sch B 447, cf. H, Ambr. 310 226 ═ Ambr. 245 227 — δοτικήν ═ P cf. Ba 11, 8, Σᵃ, H ἀγήρωϲ—ἄφθαρτοϲ ═Ambr. 127; οὐδετέρωϲ sq ═ Ambr. 310 229 Harp. ═ P, Ba 12, 25 — κύριον ═ Ambr. 166 230 cf. Polyb. 5, 91 231 ═ Ambr. 132, Ba 9, 11 sch. Ω 376 cf H 232 ═ P, Ba 11, 12, Σa cf H 233 P, Ba 11, 10, Σα 234 ἐγενήθη—αὐτοῦ Ps. 113, 2 235 —ἵκου Soph. O. C 1495 c. σch. ἁγιαϲθέντων, ἀφιερωθέντων ═ Ba 11, 14, Σα ἁγιάζω sq. ═ Synt. Gud. et Laur. 237 ═ Ambr. 325 238 — οὐϲίαϲ Georg. 528, 16,—24 529, 6—9; ἐξεζήτηϲα— ἐμοῦ Ps. 26, 8) [*](225—6 Z 15 238 Z 16) [*](A(GITM))[*]( 3 παρά—χρῆϲθαι om. AGS post 1 ἀνδρεῖοϲ I post 1 ἀνδρείᾳ TM παρά] ἐτυμ. παρά M ὅ ἐϲτι M καί IT 4 ἄγω—7 ἀγηοχώϲ om. AGS ἄγω] κανών· ἄγω M ἄξω T om. IM ὁ Ἀττικόϲ IT Ἀττικῶϲ M cf. Et. 5 ἐπειδὴ IT ἐπεί M θέλει IT ἐθέλει M 6 εἶτα πάλιν IT καί M 7 ἡ om. M ὁ om. M 11 θηλυκόν AS Phot. θηλυκῶϲ GIT 12 δηλοῦν] δηλοῦντα A 17 Αἰτωλῶν] ἐντολῶν A 22 ἀγιϲτεία δὲ διφθόγγῷ ex M ss. 24 καί — αἰτιατικῇ om S)
239 Ἄγιϲ, Ἄγιδοϲ. ὁ Παυϲανίου. οὗτοϲ ἐμβαλών ποτε ἐϲ τὴν [*](Δ) Μαντινεικὴν, αὐτούϲ μὲν κατέκλειϲε, τὸν δὲ παραρρέοντα ποταμὸν [*](Ε?) ἐϲ τὸ τεῖχοϲ παρατρέψαϲ παρέλυϲεν· ἦν γὰρ ἐξ ὠμῆϲ πλίνθου, ἥτιϲ πρὸϲ μὲν τὰϲ ἑλεπόλειϲ ἀϲφαλεϲτέρα ἐϲτὶ τῆϲ ὀπτῆϲ καὶ τῶν λίθων. οἱ μὲν γὰρ κατάγνυνται καὶ ἐκπηδῶϲι τῶν ἁρμονιῶν· ἡ δὲ ὠμὴ πλίνθοϲ οὐχ ὁμοίωϲ πονεῖ. διαλύεται δὲ ὑπὸ ὕδατοϲ οὐχ ἧϲϲον ἢ ὑπὸ ἡλίου κηρόϲ.
241 Ἁγιϲτεύειν: ἁγιάζειν. καὶ Ἁγιϲτεύϲαντεϲ, τὰ τῆϲ θυϲίαϲ [*](Σ) ἐπιτελέϲαντεϲ.