Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2143 Ἀναψῦχον: ἀντὶ τοῦ ἀναπνοὴν διδοῦν. καὶ Ἀναψυχομένη, [*](Σ) ἀντὶ τοῦ ἀναπαυομένη.

2144 Ἀνδάνει: ἀρέϲκει. μέλει. ἵππων χρεμετιϲμὸϲ ἁνδάνει.

[*](Σ | Ar.)

2145 Ἄνδηρα: τὰ χείλη τῶν ποταμῶν ἄνδηρα λέγουϲι, διὰ τὸ εἶναι [*](Harp.) ἔνικμα καὶ διερά. Ὑπερίδηϲ δὲ τὰ ἀναχώματα λέγει, διὰ τὸ ὑπεράνω εἶναι τῶν διερῶν.

2146 Ἄνδηρα: μέροϲ τι τοῦ κήπου, ὥϲπερ ἡ πραϲιὰ καὶ ὁ ὀχετόϲ. [*](Σ) Δίδυμοϲ φηϲίν. ὅπωϲ τὸ ἀνώμαλον τοῦ χωρίου τῇ τῶν ἀνδήρων [*](E) καὶ τῶν ὀχετῶν ἀφαιροῖτο καταϲκευῇ.

2147 Ἄνδιχα. διχῶϲ. Ὅμηροϲ· ἠὲ διαπραθέειν, ἢ ἄνδιχα πάντα [*](Hom.) δάϲαϲθαι. ἰϲτέον, ὅτι οἱ πολιορκούμενοι ἐξίϲταϲαν τοὺϲ πολεμίουϲ, ἐπιμεριζόμενοι τὰ χρήματα. καὶ ἀντὶ τοῦ χωρίϲ. εἴηϲ ἐν μακάρεϲϲιν, [*](Δ) Ἀνάκρεον, μήτ’ ἄρα τῶν κώμων ἄνδιχα, μήτε λύρηϲ.

[*](Anth.)[*](2123 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. ἀναποδίζει sq. ═ P cf. H; — ἐκκόπτει ═ Ba 86,6 cf. Ambr. 2288; Soph. fr. 180 2134 ═ P, Ba 86.7 2135 ═ Ambr. 2292 2537 ═ P; Xen. An. 5, 2, 10 2138 ═ Synt. Laur. 2140 ═ P, Ba 86, 8; — βλακείαν ═ H 2141 — χρυϲία ═ P; — μεταψηφίϲαϲθαι ═ Eust. l. 250, 42; Pherecr. (fr. 47; καί— Ἀττικοί ad 2143 rettulit Bhd. 2142 — Μοιχοῖϲ ═ P; Ameips. fr. 13 (1, 673 K.) ἀναψύχω sq. ═ Synt. Laur. 2143 ═ P 2144 — ἀρέϲκει ═ P, Ba 86, 9, H, gl. Hom. Urb. 157 ἵππων sq. Ar. Eq. 553 2145 Harp. ═ P; διερά cf. Et. M. 101, 39 — ποταμῶν cf. H, Ambr. 2097; Hyper. fr. 113 2146 πραϲιά — ὀχετόϲ cf. Ba 87,5 ═ H; Did. p. 321 Schm. 2147 — διχῶϲ sch. Π 578 ═ H: ἠέ — χρήματα ═ Σ 511 c. sch. A εἴηϲ sq. Anth. 7, 27, 1—2)[*](2133 cf. 2360 2137 Z 208 2139 cf. Z 208 2142 cf. 2367; hinc v. καββαλών 2146 hinc v. ἔνικμα; Z 190 2147 Z 227; Anth. cf. v. Ἴωνεϲ)[*](1 ἐκκόπτει TFS Ba cf. Phot. ἐγκόπτει rell. 4 Ἀνοχλίζω] Ἀναχλίζω Al A(GITFSM) 8 Ἀναχρέμπω] Ἀναχρέμπτω Zon. pr. 10 Δουλοδιδαϲκάλῳ Phot. δούλῳ διδαϲκάλῳ omnes cf. Ba 98, 19 11 κἀναψηφίϲαϲθ’ FS κἀναψηφίϲαϲ δ’ rell. 13 Ἀναψυχῆναι] Ἀναψυχήναϲ A 14 κάββαλεϲ A, v. καββαλών, κάμβαλεϲ I πβαλεϲ rell. καββαλών Hermann. 20 ἔνικμα] ἔνιγμα AS 24 τῶν om. FSM 28 ἄρα τῶν] ἐρατῶν Anth.)
194
[*](Hesy.)

2148 Ἀνδοκίδηϲ, Ἀθηναῖοϲ, ῥήτωρ τῶν πρωτευόντων δέκα εἰϲ, υἱὸϲ Λεωγόρου, ἀπόγονοϲ Τηλεμάχου τοῦ Ὀδυϲϲέωϲ καὶ Ναυϲικάαϲ. ὥϲ φηϲιν Ἑλλάνικοϲ.

[*](Hom.)

2149 Ἄνδρα: τὸν φύϲει. Ἀρριανόϲ· ἄνδρα κατὰ νεότητα θραϲὺν. [*](Ε) κατὰ ἀπειρίαν πραγμάτων ἀνόητον, καὶ διὰ ῥώμην ϲώματοϲ καὶ τὸ ἐϲ τὰϲ μάχαϲ προπεϲὸν τῷ πλήθει πιθανόν· οὐδὲ τὰϲ ὑπὲρ τῶν μεγίϲτων βουλὰϲ ἐν ὀλίγοιϲ τοῖϲ μάλιϲτα προνοοῦϲιν αὐτῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῷ πλήθει γίνεϲθαι. τὸ πέρα δὲ ἀντιτείνονταϲ ξυνδεῖν καὶ δεδεμένουϲ μηδὲν μεῖον ἕπεϲθαι.

[*](Δ)

2150 Ἀνδραγαθιζομένη: ἀνδριζομένη. Ἀνδραγαθῶ δέ.

[*](Σ)

2151 Ἀνδράγρια. ϲκύλα ἐξ ἀνδρῶν.

[*](Σ)

2152 Ἄνδραγχοϲ: ἀντὶ τοῦ δήμιοϲ, ὁ τοὺϲ ἄνδραϲ ἄγχων.

[*](Σ)

2153 Ἀνδρακάδα: ἀνδρακάϲ. κατ’ ἄνδρα, χωρίϲ. Κρατῖνοϲ Βουκόλοιϲ. τὸ ἴϲον καὶ ἀντικείμενον καλεῖ Θουκυδίδηϲ. ἢ Ἀνδρακάϲ. κατὰ δέκα ἄνδραϲ.

[*](Δ |)

2154 Ἀνδραποδίζω. αἰτιατικῇ. τὰϲ ϲυνθήκαϲ ϲυνέχεον οἱ βάρβαροι [*](Ε) τήν τε ὁμαιχμίαν ἐϲ τὸ φανερὸν ἀνδραποδίζονται. καὶ Ἀνδραποδιϲμόϲ, [*](ΣΔ) αἰχμαλωϲία. καὶ Ἀνδραποδιϲτήϲ. διαβάλλονται [*](Ar.) οἱ Θετταλοὶ ὡϲ ἀνδραποδιϲταὶ καὶ ἄπιϲτοι. δῆλον δὲ καὶ ἀπὸ Ἰάϲονοϲ, ὃϲ ἠνδραπόδιϲε τὴν Μήδειαν. Εὐριπίδηϲ· πολλοὶ παρῆϲαν, ἄλλ’ ἄπιϲτοι Θετταλοί. εἴρηται δὲ ἀνδραποδιϲτὴϲ παρὰ τὸ ἀποδίδοϲθαι ἄνδρα, τουτέϲτι πωλεῖν· ὁ τούϲ ἐλευθέρουϲ καταδουλούμενοϲ.

[*](Σ)

2155 Ἀνδραποδοκάπηλοϲ: μεταβολεὺϲ ἀνδραπόδων. ἀνδράποδον [*](Ar.) δὲ εἴρηται ὁ ποῦϲ ὁ ἐν ἀνδράϲιν, ἀπὸ τοῦ ὑποκειμένου μέρουϲ τῷ ὅλῳ· ὑπόκειται γὰρ τῷ δεϲπότη ὁ οἰκέτηϲ, καθάπερ ὁ ποῦϲ τῷ [*](Ε) ὅλῳ καὶ ἀνωτέρω ϲώματι. ὥϲπερ, οἶμαι, τὰ τῶν ἀνδραπόδων ἀπιϲτότερα ἐκ χρόνου καιροφυλακοῦντεϲ πολλοῦ δραπετεῦϲαι μὲν τῆι τῶν κεκτημένων χειρὸϲ, νέουϲ δέ τιναϲ καὶ ἀγνῶταϲ αὐτοῖϲ δεϲπόταϲ [*](2148 cf. Phot. bibl. p. 488a 15; Hellan. fr. 170 c FGrHist 4 2149 2149— φύϲει sch. α 1 Ἀρριανόϲ sq. Parth. R. p. 62 2150 ἀνδραγαθῶ ═ Ambr. 2248 2151 ═ P, Ba 86,10 cf. sch. Ξ 509, Ap. S. 33, 21, H, Et. M. 102, 29 2152 ═ P, Ba 86,11 cf. Eust. 0. 1858, 57, H 2153 — Θουκυδίδηϲ ═ P, Ba 86, 27; Cratin. fr. 19; τὸ ἴϲον— Θουκυδίδηϲ ad gl. ἀντίπαλον rett. Blomfield; ἀνδρακάϲ sq. cf. Phryn. fr. 20a ex sch. ν 14 2154 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. l. ═ Ambr. 2297 τάϲ — ἀνδραποδίζονται Th. Simoc. 1, 8, 1 ═ EL 222, 245 ἀνδραποδιϲμόϲ, αἰχμαλωϲία ═ P, Ba 86, 12, H διαβάλλονται — πωλεῖν sch. Ar. Pl. 521; πολλοί—Θετταλοί Eur. fr. 422; ὁ τούϲ sq. sch. Ar. Eq. 1030 ═ P, Ba 86, 30 cf. Poll. 3, 78 2155 — ἀνδραπόδων ═ Ba 86, 13, P ἀνδράποδον — ϲώματι sch. Ar. Pl. 521 ὥϲπερ— p. 195,1 εὑρεῖν Proc. bell. 7,16, 19 EL 113, 23—25) [*](2149 cf. v. πιθανόν et v. πέρα 2150 Z 208 2152 Z 170 2154 cf. v. Θετταλῶν ϲόφιϲμα 2155 Ar. Z 190) [*](A(GITFSM))[*]( 7 προνοοῦϲιν] προϲιοῦϲιν M αὐτῶν] αὐτῷ Port. 11 Ἀνδράγρια AF Ἀνδαγρία rell. 13 Βουκόλοιϲ AF Phot. Ba Βουκόλοιϲι GITS Βούκολοϲ M 17 ἀνδραποδίζονται] ἀνδραποδίζοντεϲ M ἠνδραποδίζοντο S 28 καί] καί ὡϲ S αὐτοῖϲ] αὐτούϲ AF)

195
εὑρεῖν. Ἀνδραποδοκάπηλοϲ οὖν, ὁ ϲωματέμποροϲ· παρὰ τὸ [*](Harp.) καπηλεύειν τὰ ἀνδράποδα, ὅ ἐϲτι πιπράϲκειν.

2156 Ἀνδραποδώδειϲ: δουλοπρεπεῖϲ, δουλογνώμοναϲ. καὶ Ἀνδραποδώδηϲ [*](Σ) θρίξ, ἐπὶ τῶν ἠλιθίων. Πλάτων φηϲίν· ἔχων τὰϲ [*](Prov.) ἀνδραποδώδειϲ ἐπὶ τῆϲ ψυχῆϲ τρίχαϲ ὑπὸ ἀμουϲίαϲ.

2157 Ἀνδραποδώδη τρίχα: τὴν τῶν ἀνδραπόδων ἰδίωϲ κουρὰν, [*](Σ) ἣν ἀπελευθερωθέντεϲ ἤλλαϲϲον Ἀθήνηϲιν αἱ δοῦλαί τε καὶ δοῦλοι. καὶ ἦν ταῦτα ἀκούειν πολλῶν ϲυνειλεγμένων ἀνδρῶν, οὐδὲ τὰ πάθη κατεϲταλμένων, ἀλλ’ ἔτι τὴν ἀνδραποδώδη τρίχα, φαϲὶν, ἐπιδεικνυμένων.

2158 Ἀνδράριον: ὑποκοριϲτικῶϲ ἄνδρα. θαυμάζειν δὲ τοὺϲ Γότθουϲ, [*](Δ) εἰ πεφρίκαϲιν ἀνδράριόν τι θαλαμηπόλον, ϲκιατραφέϲ τε καὶ [*](Ε) ἁβροδίαιτον, καὶ πόρρω τοῦ ἀρρενωποῦ τεταγμένον.

2159 Ἄνδρα Τιθωνὸν ϲπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν: [*](Ar.) τουτέϲτιν ὑπεράγαν γεγηρακότα. ἀπὸ Τιθωνοῦ, τοῦ πάνυ γηράϲαντοϲ καὶ μεταβληθέντοϲ εἰϲ τέττιγα.

2160 Ἀνδράχλη: διὰ τοῦ λ ἑνικῶϲ. ἀντὶ τοῦ αἴθρανοϲ. τὸ τῶν γυναικῶν ποδαρούλιον. γυναιξὶν ἐπικαθέζειν ἀνδράχληϲ.

2161 Ἀνδραιμονίδηϲ: ὁ Ἀνδραίμονοϲ παῖϲ.

[*](Δ)

2162 Ἀνδρέαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)