Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2083 Ἀναϲτεῖλαι: ἀντὶ τοῦ ἀναϲχέϲθαι. καὶ Ἀναϲτέλλω• αἰτιατικῇ.

[*](Σ Synt.)

2084 Ἀνάϲτημα ἡλικίαϲ: εὐθύτηϲ. θαυμαϲτὸν ὁ θεὸϲ τῷ Μωϋϲεῖ [*](ΕV) τὸ τῆϲ ἡλικίαϲ ἐξῆρεν ἀνάϲτημα. καὶ Ἀνάϲτημα ψυχῆϲ, τὸ πρὸϲ ἀρετὰϲ ἐπιτεταμένον καὶ ϲύντονον ἰδίωμα.

2085 Ἀναϲτήϲαϲ: ἀναϲτάτουϲ ποιήϲαϲ καὶ μετοικίϲαϲ. ἀναϲτήϲαϲα [*](Σ) ἐκ τοῦ ἱεροῦ τὸν ἄνθρωπον αἰκίαιϲ καθυπέβαλε. καὶ αὖθιϲ· τὴν δὲ [*](Ε) καταφυγοῦϲαν ἐϲ τὸ ἱερὸν ἀναϲτῆϲαι οὐκ ἐτόλμηϲε. καὶ, ἀναϲτήτω [*](Ε) ὁ θεόϲ.

2086 Ἀναϲτροφάδην φαϲὶν, ὅταν ὁ ἐγκαλῶν τῷ ἠδικημένῳ [*](Σ) ἐγκαλῇ. καὶ Ἀναϲτροφὴ, ἡ ἀποκατάϲταϲιϲ τῆϲ ἐπιϲτροφῆϲ εἰϲ [*](Tact.) τὴν προτέραν χώραν. λέγεται καὶ ἡ ἀνταπόδοϲιϲ. καὶ μὴ ἂν [*](Δ) ἀναϲτροφὴν εἶναι αὐτοῖϲ, πταίϲματόϲ τινοϲ γενομένου τε κατ᾿ ἐκείνουϲ [*](Ε) ἀκμῆϲ πληθύϊ χρώμενον.

2087 Ἀνάϲτρῳ: ἀφεγγεῖ. ἆρά γε ὀρθῶϲ ζῶμεν καὶ ὑπὸ φωτὶ [*](Ε) δὲ ἢ ἐν ἀϲελήνῳ καὶ ἀνάϲτρῳ πλέομεν;

2088 Ἀναϲτοιχειοῖ: ἀναπλάττει, ὡϲ Μεταϲτοιχειοῖ, μεταπλάττει.

[*](Σ)

2089 Ἀναϲτύψαι: ἀναϲπάϲαι.

2090 Ἀνὰ ϲοὶ τάδε πάντα, λέπαργε: ἐπὶ τῶν οὐδὲ μετὰ τὸν [*](Prov.) κάματον ἀνιεμένων, ἐκ μεταφορᾶϲ τῶν βοῶν. ἐπειδὰν γὰρ ἀπολυθῶϲι τοῦ ἔργου, εἰώθαϲιν οἱ γεωργοὶ τῷ δυνατωτέρῳ ἐπιτιθέναι τὸν ζυγὸν καὶ τὰ ϲκεύη.

2091 Ἀναϲυντάξαϲ: ἀντὶ τοῦ ἄνωθεν ϲυντάξαϲ. Ὑπερίδηϲ κατὰ [*](Harp) Πολυεύκτου.

[*](2083 ἀναϲχέϲθαι ═ P ἀναϲτέλλω sq. Synt. Laur. 2084 θαυμαϲτόν —ἀνάϲτημα sec. Ios. Ant. 2, 231 ═ EV 1, 40, 26 2085 — μετοικίϲαϲ ═ Ba 85, 17 cf. Ap. S. 36, 10, H, Et. M. 99, 56 ἀναϲτήϲαϲα— καθυπέβαλε fort. Aelian. τὴν— ἐτόλμηϲε Aelian. fr. 48 ἀναϲτήτω sq. Ps. 67, 1 2086 — ἐγκαλῇ ═ P v. ἀναϲτροφὴ δίκηϲ ἀναϲτροφὴ— χώραν Tact. p. 227 2087 ἆρα sq. Iambl. Rh. Mus. 45, 282 2088 ═ P, Ba 85. 20 cf. H 2090 ═ Cohn Z. d. Par. 74 cf. Eust. O. 1676, 5 2091 Harp. ═ P; Hyper. fr. 151)[*](2083 Z 205 2084 Z 189; cf. v. Μωυϲήϲ 2085 Z 205; Aelian. fr. 48 cf. v. Πυθαγόραϲ Ἐφέϲιοϲ 2086 — ἐγκαλῇ Z 226 2087 — ἀφεγγεῖ Z 189 2088 hinc v. μεταϲτοιχειοῦϲα cf. Z 206 2089 Z 205 2091 Z 205)[*](1 γάρ om. GIT 4 τέτταρϲι| τέταρϲι A τέϲϲαρϲι SM 5 πέμπτον] πέμπτον A(GITFSM τόν A 7 καί om. M 11 ἀναϲτήϲαϲα—14 θεόϲ om. S 12 καὶ αὖθιϲ— 14 θεόϲ om. F 22 ὡϲ] ὡϲαύτωϲ GI 2090 nov. gl. TF 25 οὐδέ] οὐδὲν SM 25. 26 τὸν κάματον] τῶν καμάτων GIT)
190
[*](Σ)

2092 Ἀναϲύνταξιϲ: τὰ διαγεγραμμένα τιμήματα ταῖϲ ϲυμμορίαιϲ, ὅταν δόξῃ τῷ δήμῳ χρῄζειν προϲθήκηϲ ἢ ἀφαιρέϲεωϲ, καὶ ἕλωνται τοὺϲ τοῦτο πράξονταϲ, τοῦτο ἀναϲύνταξιν καλοῦϲιν.

[*](Σ + Δ)

2093 Ἀναϲφήλαϲ: ἀνανήψαϲ, ἑαυτὸν ἀναϲτήϲαϲ• ἢ ἀναλαβών• ἀνενεγκών.

[*](Σ)

2094 Ἀναϲχοῦϲα: ἀναδοῦϲα. καὶ Ἀναϲχών, ἀνατείναϲ. φανεὶϲ, [*](Ε) ἐξελθὼν, ἀναδύϲ. ὁ δὲ πρῶτοϲ ἀναϲχὼν ἐκ τοῦ ὀρύγματοϲ ἦν Μάγνοϲ, ἀνδρώδηϲ τε καὶ διαφερόντωϲ τολμητήϲ.

[*](Synt.)

2095 Ἀνάϲχω• γενικῇ• μὴ ἀνάϲχῃ.

[*](Ε)

2096 Ἀναταθείϲ: ἐπαπειλήϲαϲ. οἷϲ δὲ ἀναταθεὶϲ καὶ τὸν ἐξ αὐτοῦ φόβον ἐπικρεμάϲαϲ. καὶ Ἀνατατικῶϲ κελεύων, ἀντὶ τοῦ προϲτακτικῶϲ, ἐμβριθῶϲ.

[*](Σ)

2097 Ἀνατάξαϲθαι: εὐτρεπίϲαϲθαι.

[*](Ε)

2098 Ἀνατάϲειϲ: ἐπαπειλήϲειϲ ὑπερηφάνουϲ. τὰ μὲν φιλάνθρωπα παρεϲιώπων, τὰϲ δὲ ἀνατάϲειϲ καὶ ἀπειλήϲειϲ ἔλεγον. καὶ Ἀνάταϲιϲ, ἡ μετὰ πικρίαϲ καὶ θραϲύτητοϲ ἀπειλή. Πολύβιοϲ• [*](Ε) οἱ μὲν οὖν περὶ Μητρόδωρον καταπλαγέντεϲ τὴν ἀνάταϲιν Φιλίππου τοῦ βαϲιλέωϲ ἐπανῆλθον.

[*](Ar.)

2099 Ἀνατετυρβακώϲ: ἀναταράξαϲ. τυρβάϲαι δὲ κυρίωϲ λέγεται τὸ τὸν πηλὸν ταράξαι. Ἀριϲτοφάνηϲ• τὴν πόλιν ἅπαϲαν ἡμῶν ἀνατετυρβακώϲ.

[*](Σ)

2100 Ἀνατεῖλαι• δοτικῇ. ἀνθῆϲαι. ἐκ μεταφορᾶϲ τῶν βοτανῶν.

[*](Ε)

2101 Ἀνατεινάμενοϲ: ἐπαπειλήϲαϲ. ὁ δὲ βαϲιλεὺϲ πολλὰ τοῖϲ ἐϲ τὴν πρᾶξιν ὑπουργηκόϲιν ἀνατεινάμενοϲ οὐδὲν ἔδραϲε. καὶ αὐθιϲ• [*](Ε) οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἀνατεινάμενοι καὶ κατακαγχάϲαντεϲ, ἐν ὄψει τοϲούτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν εἴκοϲιν ἀποδέονταϲ πεντακοϲίουϲ ἀπέκτειναν. ἀνατεινάμενοι οὖν μεθ’ ὕβρεωϲ ἀπειλήϲαντεϲ. καὶ Ἀνατείναϲ [*](Σ) τὴν ψυχήν, ἐπὶ τὰ ἄνω τρέψαϲ καὶ ἐπὶ τὴν τῶν θεῶν θέαν.

[*](Σ)

2102 Ἀνατί: ἀβλαβῶϲ καὶ ἄνευ τίϲεωϲ καὶ τιμωρίαϲ. ὥϲπερ καὶ [*](Δ) τὸ Ἀνουτητί.