Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Phil.)

1943 Ἀνάλογον: ἀναλόγου ὁριϲμόϲ ἐϲτιν οὗτοϲ· ἀνάλογον ἔχει μεγέθη πρὸϲ ἄλληλα, ὧν ἡ αὐτὴ ἀνθυφαίρεϲιϲ. ὁ δὲ Ἀριϲτοτέληϲ τὴν ἀνθυφαίρεϲιν ἀνταναίρεϲιν εἴρηκε. τὰ δ’ ἀνάλογον ἔχοντα πρὸϲ [*](Δ) ἄλληλα καὶ ὁμοίωϲ ἔχειν πρὸϲ ἄλληλα λέγεται. Ἀνάλογον δὲ [*](Ε) ἀντὶ τοῦ ὁμοίωϲ. καὶ αῡθιϲ· οἱ δὲ ϲτρατιῶται γενναῖοι ὀφθῆναι, [*](Δ) καὶ τῷ ἴϲῳ ἀξιώματι ἀναλογοῦντεϲ. καὶ Ἀναλόγωϲ, ἴϲωϲ. καὶ Ἀναλογώτερον, τὸ ὑψηλότερον, τὸ ϲοφώτερον, τὸ ἀναλογικώτερον.

[*](1936 — ϲτήριγμα ═ P, Ba 83, 27 cf. H κατανοήϲαϲ sq. Arr. Parth. R. p. 57 ═ Polyb. (?) fr. 105 1937 αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. ὁ sq. los bell 5, 127 1938 ϲπουδήν sq. Polyb 3, 87, 1 1939 cf. Ambr. 2100 1940 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. — Πλούτω + ἐν δέ —ἀνάλιϲκον ═ P; Ar. Pl. 2478 fr. 220 1941 — ἀϲθενήϲ sch. B 201 cf. P v. ἀναλκήϲ ═ H; Zon. 189 οὐ— παραβαλλόμενοϲ Dam. fr. 29 cf. Phot. bibl. 337a 9—11; Pind. O 1, 81 ὁ sq. Soph. El. 301 — 2 c. sch. 1942 ═ Ambr. 2119 cf. 2122 1943 — λέγεται Alex. Aphr. 545, 15— 18 vs. 26 ἀνάλογον — ὁμοίωϲ cf. Ambr. 2283 ἀναλόγωϲ, ἴϲωϲ ═ Ambr. 2339, H.)[*](1936 Z 188 1937 Z 201 1938 Z 180 1939 Z 190 1941 Dam. cf. v. φῶτα; hinc v. κατάβα. Soph. cf. v. ὑλακτεῖ 1943 Z 188)[*](A(GIFSM))[*]( 2 καί om. GI τείχη] χείλη GI 4 ἀνακτήϲαϲθαι] ἀνακτήϲεϲθαι Mec 8 τόπου] cf. Zon. πόλεωϲ S cf. Ambr. 11 Δαιταλεῦϲιν Bas. ταλεύειν F ταλλεύειν rell. 13 εἰϲ om. A 18 ἀνανδρίαν] ἀνανδρείαν SM παραβαλλόμενοϲ Phot., v. κατάβα, v. φῶτα, περιβαλλόμενοϲ omnes)
175

1944 Ἀναλογῶ· ἐπὶ τοῦ ἁρμόζω δοτικῇ. οἰκοδόμοι μεγέθη δωμάτων ἐφ’ [*](Synt.) ὕψουϲ αἴροντεϲ, τῷ ὕψει τοὺϲ θεμελίουϲ ἀναλογοῦνταϲ ὑποβάλλουϲι. καὶ ἐπὶ τοῦ ἀπεικάζω καὶ ὁμοιῶ. ὃ αὐλαίαν εἶχεν ἀναλογοῦϲαν ϲκηνῇ οὐρανίῳ.

1945 Ἀναλώθηϲαν· αἰτιατικῇ. ἠφανίϲθηϲαν. οὐδὲ γὰρ ἀναλώθηϲαν ἄλλωϲ αἱ εὐχαί. θηρίον γάρ τι αὐτοῖϲ πομπῇ κρείττονι ἐντυγχάνει. [*](Ε) καὶ Ἀνάλωϲα καὶ Προανάλωϲα.

1946 Ἀναλοῦντεϲ: ἀντὶ τοῦ ἀναιροῦντεϲ. Θουκυδίδηϲ· καὶ Ἀναλῶν [*](Σ) καὶ Ἀναλοῦν, τὸ ἀναιρεῖν.

1947 Ἄναλτον: Ὅμηροϲ καὶ Κρατῖνοϲ ἀντὶ τοῦ ἀπλήρωτον, Δείναρχοϲ [*](Σ) δὲ ἀντὶ τοῦ χωρὶϲ ἁλῶν.

1948 Ἀναλλοίωτοϲ: ὁ ἀεὶ αὐτὸϲ ὢν καὶ μὴ δεχόμενοϲ ἀλλοίωϲιν.

1949 Ἀναλλύζουϲα: ϲτενάζουϲα, λυγκαίνουϲα. ἔϲτι δέ τι πάθοϲ γινόμενον τοῖϲ μετὰ ϲυμπαθείαϲ πολλῆϲ κλαίουϲιν.

1950 Ἀναλυθῆναι: τὸ καθαρμῷ τινι χρήϲαϲθαι φαρμάκων. Μένονδροϲ [*](Σ) Ἥρῳ· ἐπεφαρμάκευϲο γλυκύτατ᾿ ἀναλυθεὶϲ μόλιϲ.

1951 Ἀνάλυϲιϲ: ἐξάπλωϲιϲ. ὅροϲ γάρ ἐϲτι λόγοϲ κατὰ ἀνάλυϲιν [*](Phil.) ἀπαρτιζόντωϲ ἐκφερόμενοϲ τοῦ ὁριϲτικοῦ καὶ κεφαλαιωδῶϲ. ἀνάλυϲιϲ, ἡ ἐπὶ ϲχήματοϲ ἐπὶ ϲχῆμα τῶν τρόπων ἀνακύκληϲιϲ. ἀναλύειν γὰρ λέγεται τὸ τοὺϲ ϲυνθέτουϲ ϲυλλογιϲμοὺϲ ἀνάγειν εἰϲ τοὺϲ ἁπλοῦϲ καὶ εἰϲ τὰϲ προτάϲειϲ, ἐξ ὧν αὐτοῖϲ τὸ εἶναι. κατὰ γοῦν τὸ ϲημαινόμενον τῆϲ ἀναλύϲεωϲ Ἀναλυτικὰ γέγραπται τὰ Ἀριϲτοτέλουϲ.

1952 Ἀναλφάβητοϲ· ἀμάθητοϲ γραμμάτων ἁπάντων καὶ τὸ δὴ [*](Ε) λεγόμενον, ἀναλφάβητοϲ. περὶ Ἰουϲτίνου βαϲίλεωϲ.

[*](Suid)

1953 Ἀνάλφιτον· Φιλύλλιοϲ Αἰγεῖ.

[*](Σ)

1954 Ἀναμάθω: ἐξ ἀρχῆϲ μάθω.

[*](Σ)

1955 Ἀναμαλάττεϲθαι: ἀναφυρᾶν. καὶ Ἀναμάττεϲθαι [*](ΔΣ) ὁμοίωϲ.

[*](1944 ὁμοιῶ cf. Synt. Gud. p. 589, 9 1945 οὐδέ — ἐντυγχάνει Aelian. fr. 235 1946 ═ P; Thuc. 4, 48, 3 1947 ἀπλήρωτον ═ sch. ρ 228, Ap. S. 35, 28 cf. P, H, Et. M. 97, 14; ρ 228; Cratin. fr. 382; Dinarch. fr. 89, 7 1950 ═ P; Men. com. fr. 213 1951 — κεφαλαιωδῶϲ Alex. Aphr. 42, 27 — 43,1 cf. Laert. 7, 60 1952 — ἀναλφάβητοϲ alt. Proc. h. .a. 6, 11 1953 ═ P cf. Bk. 83, 18; Philyll. fr. 2 (1, 782 K. ) 1954 ═ P, Ba 83, 28, H 1955 ἀναμάττεϲθαι ═ P, Ba 83, 30, H)[*](1945 — 6 Z 201 1947 Eust. O. 1840, 22, Z 188 1949 hinc v. λυγκαίνουϲα; Z 202 1950 Z 202 1951 Z 180, 202; cf. v. ὅροϲ 3 et 2929 1952 cf. 1470 1954 Z 202)[*](1944 om. F mg. A 1 δωμάτων] δομάτων SM 2 ἀναλογοῦνταϲ] ἁρμόζονταϲ A(GIFSM) add. S ἀντὶ τοῦ ἁρμόζονταϲ ss. A 3 τοῦ AM τό GIS 6 καί — προανάλωϲα om. FS mg. A post l. I ἀνάλωϲα A ἀνάλωμα GIM προανάλωϲα A4 προανάλωμα GI 8 ἀναιρεῖν] ἀναιροῦν GI 9 ἀπλήρωτον] ἀναπλήρωτον SM 12 Ἀναλλύζουϲα AF v. λυγκαινούϲα, Αναλύζουϲα Iac M Zon. Ἀνωλύζουϲα GIec Ἀναβλύζουϲα S 14 τό] τῷ A καθαρμῷ] καθαρῷ Gl φαρμάκων] φαρμάκῳ GI Phot. 15 ἐπεφαρμάκευϲο AGI Zon ἐπεφαρμάκευϲον M ἐπιφαρμάκευϲο F ἐπιφαρμάκευϲον S γλυκύτατ’] γλυκύτ᾿ AS 18 ἡ] δέ ἡ S ἐπί pr.] ἀπὸ Mec Bk. ὑπό pr. 21 τά] τὰ τοῦ A τοῦ I 23 περί—βαϲίλεωϲ ex A mg., supra l. M; ante l. Ἰουϲτίνοϲ add. S)
176
[*](Suid.)

1956 Ἄναμμα· τρέφεϲθαι δὲ τὰ ἔμπυρα καὶ τὰ ἄλλα ἄϲτρα, τὸν μὲν ἥλιον ἐκ μεγάληϲ θαλάττηϲ, νωθρὸν ὄντα ἄναμμα· τὴν δὲ ϲελήνην ἐκ ποτίμων ὑδάτων, ἀερομιγῆ τυγχάνουϲαν καὶ πρόϲγειον οὖϲαν.

[*](Ar.)

1957 Ἀναμαϲώμενοι: ἀντὶ τοῦ ἀνερευνῶντεϲ. μόλιϲ τὸ πραγμ᾿  ἔγνωϲαν ἀναμαϲώμενοι. οἱ κριταί. Ἀριϲτοφάνηϲ. καὶ Ἀναματτώμεναι, [*](Δ) ἀναμαϲώμεναι.

[*](Ε)

1958 Ἀναμαχούμενον: ἐκ δευτέρου μαχεϲάμενον. ὁ δὲ ἐκέλευϲεν αὐτὸν αὖθιϲ ἥκειν ἀναμαχούμενον τὴν πρώτην ἧϲϲαν.

[*](Σ)

1959 Ἀναμέλποντεϲ: ἀνυμνοῦντεϲ.

[*](Suid.)

1960 Ἀνὰ μὲϲον.

[*](Σ)

1961 Ἀναμετρήϲαιμι· αἰτιατικῇ. διεκπεράϲαιμι. μήποτε ἐϲ Ῥήγιον ἐκπλεῖν μήτε τὴν πολλὴν θάλαϲϲαν ἀναμετρεῖν.

[*](Synt.)

1962 Ἀναμείνω· αἰτιατικῇ.