Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1903 Ἀνακλητικόν: μέλοϲ ϲάλπιγγοϲ ἀνακαλούϲηϲ τοὺϲ ῥᾳθύμουϲ εἰϲ πόλεμον. καὶ Μάρκοϲ Ἀντωνῖνόϲ φηϲιν· ἔϲo ἀναμένων τὸ ἀνακλητικὸν ἐκ τοῦ βίου εὔλυτοϲ, μήτε ὅρκου δεόμενοϲ, μήτε ἀνθρώπου τινὸϲ μάρτυροϲ.
1904 Ἀνακλῖναι: ἀνοῖξαι. Ὀμηροϲ. οὕτωϲ καὶ Ἡρόδοτοϲ. οἱ [*](Ε) δὲ ἀνακλῖναι μὲν τὴν θύραν οὐκ ἐτόλμηϲαν, οὐδ᾿ εἴϲω παρελθεῖν ἰϲχύϲαι.
[*](1893 sch. Ar. Eq. 312 1894 ἀνακτίζει ═ P, Ba 83, 8 — 9 1896 ἀνετή ═ P Ba 83, 10 1897 τό sq. Harp. cf. Bk. 212, 12 Ambr. 2125, 2130 1898 — τραπέζη Ath. 1, 23c — d vs. 14 ἀνακεῖϲθαι sq. cf. Phryn. p. 46, 10 1899 ═ P; Phryn. fr. 180 1900 ἀναπηδᾷ Tim. P ἀνακηκίει cf. Ambr. 2160 1901 ═ Synt. Gud. 1962 — προϲφώνηϲιϲ ═ Ambr. 2004; ἀνάκλιϲιϲ sq. cf. Ambr. 2003, B 1903 ἕϲο sq. Marc. 3, 5, 2 1904 Ἡρόδοτοϲ (5, 16, 4) ═ P; ἀνοῖξαι Ba 83, 11, H, Et. M. 96, 57; E 751 οἱ sq. lambl Rh. Mus. 45, 281)[*](1893 Z 199 1895 cf. v. Ἐπαφρόδιτοϲ; Z 199 1897 Z 188 1898 hinc v. κατακεκλίϲθαι; Z 199 1899 Vind. 27; Z 200 1902 Z 180 1903 hinc v. εὔλυτοϲ; Z 188 1904 Z 200)[*](A(GITFSM))[*]( 1 Ἑρμόκρατη] cp. AT Ἑρμοκράτην pr. τό] τόν TSM 16 Ἀνάκειτα non nov. gl. AGIT 20 αἰτιατικῇ AM Gud. δοτικῇ I 21 διὰ τοῦ ι om. cf. Hes. 27 οὕτωϲ A Zon. οὕτωϲ δέ rell 28 οὐκ ἐτόλμηϲαν AGIF Zon. οὐ κατετόλμηϲαν SM 29 ἰϲχύϲαι] ἰϲχύϲαν pr. Zon.)1905 Ἀνακλώμενον: τὸ ἀπηχούμενον. ὡϲ ἐπὶ τοῦ κυροῦ Ῥωμανοῦ τοῦ μελῳδοῦ. ϲὺ γὰρ ὑπάρχειϲ τὸ φῶϲ τὸ ἀπρόϲιτον.
1906 Ἀνακνῶνται: κνήθονται κατὰ ἰατρούϲ.
1907 Ἀνακογχυλιάϲαι: ἀναγαργαρίϲαϲθαι.
[*](Σ)1908 Ἀνακομιδή: ἀναγωγὴ, ἐπάνοδοϲ. ἀναφορά.
[*](Σ |)1909 Ἀνακομῶ: τὸ ἀναφύω.
[*](Δ)1910 Ἀνακόπτω· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)1911 Ἀνακῶϲ παρὰ Ἡροδότῳ ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶϲ, φυλακτικῶϲ ἢ [*](Hdt.+ Σ) βαϲιλικῶϲ. καὶ Ἀνακῶϲ ἔχειν, φροντίζειν. προειρημένον τούτοιϲ, [*](Ε) ὅπωϲ ἀνακῶϲ ἕξωϲιν, εἴ τι ἐκ τῶν πολεμίων κατὰ τὸ ἀφανέϲτατον πειράζοιτο.
1912 Ἀνακωχεύει: παρὰ Σοφοκλεῖ τὸ ἀναϲειράζει. καὶ Ἀνακωχεύειν, [*](Soph.) τὸ ἐν πελάγει χειμῶνοϲ ὄντοϲ ϲτήϲανταϲ τὰ ὀθόνια [*](Σ) ϲαλεύειν. ἀνακωχεύειν δὲ κυρίωϲ λέγεται, ὅταν χειμῶνοϲ ὄντοϲ [*](Soph.) ἐν πελάγει ϲτείλαντεϲ τὰ ἄρμενα ϲαλεύωϲιν αὐτόθι, μὴ διαμαχόμενοι τῷ πνεύματι. μεταφορικῶϲ οὖν ἐπὶ τοῦ ἅρματοϲ εἴρηκεν, ὅτι οὐ διημιλλήϲατο, ἀλλ᾿ ἀφῆκε τὸν τῶν ἵππων κλύδωνα καὶ ἠρέμα ἤλαυνεν.
1913 Ἀνακωχή: ἀνάπαυϲιϲ. ἢ εἰρήνη προϲκαιροϲ, πόλεμον ὠδίνουϲα.
[*](Σ Thuc.)1914 Ἀνακωχῆϲ: ἀναπαύϲεως, ἐνδόϲεως, τῆϲ πρὸϲ μικρὸν ἐν πολέμῳ [*](Σ) εἰρήνηϲ. ἀνακωχὴ δὲ εἴρηται παρὰ τὸ ἄνω τὰϲ ἀκωκὰϲ ἔχειν.
1915 Ἀνὰ κράτοϲ: ἐπίρρημα. μετὰ πάϲηϲ ϲπουδῆϲ. οἱ δὲ [*](Ε) ἔφευγον ἀνὰ κράτοϲ.
1916 Ἀνακρέων, Τήϊοϲ, λυρικὸϲ, Σκυθίνου υἱόϲ, οἱ δὲ Εὐμήλου, οἱ [*](Hesy.) δὲ Παρθενίου, οἱ δὲ Ἀριϲτοκρίτου ἐδόξαϲαν. ἔγραψεν ἐλεγεῖα καὶ ἰάμβουϲ, Ἰάδι πάντα διαλέκτῳ. γέγονε κατὰ Πολυκράτην τὸν Σάμου τύραννον Ὀλυμπιάδι νβ΄· οἱ δὲ ἐπὶ Κύρου καὶ Καμβύϲου τάττουϲιν [*](1907 Tim. ═ P, H cf. sch. Pl. Symp. 185 d 1908 — ἐπάνοδοϲ ═ P, Ba 83, 12 cf. H 1909 aliter Ambr. 2261 1910 ═ An. Ox. 4, 279, 31, Synt. Laur. 1911 — φυλακτικῶϲ gl. Hdt. 1, 24; ἐπιμελῶϲ — βαϲιλικῶϲ ═ P cf. H, Paus. Att. fr. 56 ap. Eust. O. 1425, 58, Et. M. 96, 39, Et. Gen.; φυλακτικῶϲ — φροντίζειν ═ Ba 83, 18, Σc cf. Moeris 189, 22 1912 — ἀναϲειράζει + ἀνακωχεύειν alt. sq. sch. Soph. El. 732 cf. H, P ἀνακωχεύειν pr. —ϲαλεύειν Ba 83, 20, P, Et. M. 96, 50 1913 — ἀνάπαυϲιϲ ═ P, Ba 83, 13, H, Ambr. 1990 εἰρήνη sq. sch. Thuc. 1, 40, 4 1914 ═ P, Ba 83, 22 cf. H 1915 οἱ sq. Proc. Bell. 2, 25, 29, sed cf. Byz. Zt. 23, 13 1916 — Παρθενίου ═ sch. Pl. Phaedr. 235c) [*](1907 Z 201 1909 Z 200 1912 Z 201; cf. 2238 1913—4 hinc 2576 1914 Z 182 1915 Z 227) [*](1905 — 6 om. F mg. A post 1902 I post 1903 G post 1911 S 2 μελῳδοῦ] τὸ A(GITFSM) ἀκροτελεύτιον add. T 3 Ἀνακνῶνται AGIT Ἀνακλῶνται SM 1907 —1962 om. T 10 ἕξωϲιν AGI ἕξουϲιν FSM 12 Ἀνακωχεύει] Ἀνακωχεύειν S ἀναϲειράζει] ἀναϲειράζειν M ἀναγοράζειν S 13 ϲτήϲανταϲ AFMac ϲτήϲαντεϲ GI ϲτείλανταϲ Mec cf. vs.1 5 15 διαμαχόμενοι] διανηχόμενοι GI 23 ἐπίρρημα om. FS Zon. 26 Ἀριϲτοκρίτου] Ἀριϲτοκρίτουϲ I Ἀριϲτοκράτου Mec Ἀριϲτοκράτουϲ G ἐλεγεῖα pr. ἐλεγείουϲ S ἐλεγείαν rell. 27 Πολυκράτην] Πολυκράτη AE, cp. S)
1917 Ἀνάκριϲιϲ. ἐξέταϲιϲ ὑφ᾿ ἑκάϲτηϲ ἀρχῆϲ γινομένη πρὸ τῶν δικῶν, περὶ τῶν ϲυντεινόντων εἰϲ τὸν ἀγῶνα. ἐξετάζουϲι δὲ καὶ εἰ ὅλωϲ εἰϲάγειν χρὴ ταύταϲ.
1918 Ἀνακρίνω· αἰτιατικῇ.
1919 Ἀνακροτῆϲαι: ἐπαινέϲαι, ὑμνῆϲαι. ὁ δὲ Πτολεμαῖοϲ πάνταϲ [*](Ε) ἐκέλευϲεν ἀνακροτῆϲαι, τῆϲ εὐτραπελίαϲ ἀποδεχόμενοϲ αὐτόν.
1920 Ἀνακρουόμεθα: οἷον ἀναπροοιμιαζόμεθα.
1921 Ἀνακρούϲαϲθαι: ἐπὶ ναυμαχίαϲ τὸ ϲυμβάλλειν καὶ πάλιν ἀναδύεϲθαι.
1922 Ἀνακτᾶϲθαι· αἰτιατικῇ. Θουκυδίδηϲ ἀντὶ τοῦ θεραπεύειν. τίθεται δὲ ἡ λέξιϲ καὶ ἐπὶ τοῦ τὸ προαπολωλὸϲ αὖθιϲ κτήϲαϲθαι κοὶ ἀπολαβεῖν.