Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1883 Ἀναθύειν: τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου. Φερεκράτηϲ· [*](Σ) πάλιν αὖθιϲ ἀναθύουϲιν αἱ γεραίτεραι.

1884 Ἀνακαγχάϲαϲ· καὶ οὐχὶ ἀνακαχάϲαϲ.

1885 Ἀνακάθαρϲιϲ: ἐπίλυϲιϲ, διευκρίνηϲιϲ. καὶ Ἀνακαθαἱρω· [*](Σ) αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1886 Ἀνακαθιζήϲομαι καὶ Ἀνακαθίϲω.

[*](Δ)

1887 Ἀνακαλομενοϲ. αἰτιατικῇ. ἀνακτώμενοϲ, πρὸϲ τὴν προτέραν διάθεϲιν ἐπανάγων. ὁ δὲ ἐϲπούδαζεν ἀνακαλεῖϲθαι τὰϲ τῶν [*](Ε) ὑποτεταγμένων εὐνοίαϲ καὶ προθυμίαϲ ἐκ τοῦ γεγονότοϲ ἐλαττώματοϲ.

1888 Ἀνακαλυπτήρια: δῶρα διδόμενα ταῖϲ νύμφαιϲ παρά τε τοῦ [*](Harp.) ἀνδρὸϲ καὶ τῶν οἰκείων φίλων, ὅταν τὸ πρῶτον ἀνακαλύπτωνται ἀνδράϲιν ὁραθῆναι. ἔϲτι δὲ ταῦτα καὶ ἐπαύλαια.

1889 Ἀνακάψαι: καταφαγεῖν.

[*](Ar.)

1890 Ἀνακαίαϲιν: δῆμοϲ φυλῆϲ Ἱποθοωντίδοϲ ἡ Ἀνάκαια.

[*](Harp.)

1891 Ἀνακαίνιϲιϲ: ἡ ἀνανέωϲιϲ. λέγεται καὶ Ἀνακαίνωϲιϲ. [*](Δ) καὶ Ἀνακαινιῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1892 Ἀνάκαιον: τὸ δεϲμωτήριον, εἰϲ ὃ κατετίθεντο τοὺϲ πονηροὺϲ [*](Σ) δούλουϲ καὶ τῶν ἀπελευθέρων τοὺϲ ἀφιϲταμένουϲ. Ἰϲαῖοϲ ἐν τῷ πρὸϲ [*](1877 ═ P, Ba 82, 28, H, Et M. 96, 24. sch. Α 236 1878 αἰτοῦντοϲ —θέλω sch. Ar. Nu. 144 1879 ═ P; Pl. Leg. 824b 1880 cf. Ambr. 2206, 2262, H 1881 ═ P, Ba 82, 29 1882 ═ P, Σc cf. Ambr. 2215 ═ sch. Ν 140 1883 ═ P; — χρόνου ═ Et. Sym. p. 266d Gsf.; Pherecr. fr. 35 1885 — διευκρίνηϲιϲ ═ P, Ba 83, 7 cf. gl. Dionys. PG 4, 24 ═ Zon. 180 ἀνακαθαίρω sq. ═ Synt. Laur. et Gud 1887 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. ὁ sq. Polyb. fr. 104 1888 Harp. ═ An. Ox. 2, 489, 16, P cf. Ba 83, 4, Bk. 200, 6 1889 sch. Ar. Av. 579 (White) 1890 Harp. cf. Ba 36, 1 1891 — ἀνακαίνωϲιϲ cf. Ambr. 2006 ἀνακαινιῶ sq. ═ Synt. Gud. v. ἀνακαινίζω 1892 cf. Harp. v. ἀναγκαῖον, Et. M. 98, 30; lsae. fr. 52) [*](1878 cf. 1869; Ar. cf. 2671 1879 cf. v. Θολόϲ 2 1880 —1 Z 198 1889 Z 199 1884 Z 200 1886 —7 Z 199 1889 Z 199 1890 —1 Z 180 1892 sch. Dem. ed. 1570 p. 632; Z 188; cf. 1827 (Harp.)) [*](6 ἀναθολώϲῃ] ἀναθολώϲει M 8 Ἀναθορόντοϲ] Ἀναθορῶντοϲ GT Zon. A(GITFSM) 1884 ex mg. lM 13 ἀνακαχάϲαϲ l ἀνακακχάϲαϲ M 16 ἀνακαθίϲω] ἀνακαθήϲω A 23 ἐπαύλαια] ἐπαύλια GTec cf. v. 24 Ἀνακάψαι TFM Zon. sch. Ἀνακάμψαι AGIS καταφαγεῖν ATF Zon. sch. καταφυγεῖν rell. 26 Ἀνακαίνιϲιϲ] Ἀνακαίνηϲιϲ A cf. Zon.)

170
Ἕρμωνα περὶ ἐγγύηϲ· Ἑρμοκράτη δὲ εἰϲ τὸ ἀνάκαιον ἐνέβαλε. φάϲκων ἀπελεύθερον εἶναι καὶ οὐ πρότερον ἀφῆκε πρὶν λ΄ δραχμὰϲ ἐπράξατο.

[*](Ar.)

1893 Ἀνακεκώφηκαϲ: ἀνεπλήρωϲαϲ βοῆϲ τὰϲ ἀκοὰϲ ἡμῶν κωφὰϲ εἰργάϲω. Ἀριϲτοφάνηϲ.

[*](Σ)

1894 Ἀνακεφαλαιοῦται: ἀναπληροῦται, ἀνακτίζει. καὶ Ἀνακεφαλαίωϲιϲ, [*](Δ) ἡ ἐξ ἀρχῆϲ ἔρευνα.

[*](Hesy.)

1895 Ἀνακεχωρηκότω· ὁ δὲ ἐκτήϲατο βιβλίων μυριάδαϲ τρεῖϲ καὶ τούτων ϲπουδαίων καὶ ἀνακεχωρηκότων. ἀντὶ τοῦ ἀποκρύφων. λέγει δὲ περὶ Ἐξπαφροδίτου τοῦ Χαιρωνέωϲ.

[*](Σ)

1896 Ἀνακεχυμένη: ἀνειμένη, κεχαυνωμένη. ἀνετή.

[*](Δ Harp.)

1897 Ἀνάκειον: ὄροϲ. ἢ τὸ τῶν Διοϲκούρων ἱερόν.

1898 Ἀνακεῖϲθαι: ἐπὶ ἀνδριάντων. κατακεῖϲθαι δὲ καὶ κατακεκλίϲθαι [*](Σ) ἐπὶ τραπέζηϲ. καὶ Ἀνακεῖϲθαι πολλάκιϲ ἀντὶ τοῦ κατακεῖϲθαι.

[*](Σ)

1899 Ἀνάκειται ϲκώμμαϲιν, ἀνάκειται λοιδορίαιϲ, ἀνάκειται πόρνοιϲ, κύβοιϲ, ϲυμποϲίοιϲ: ϲημαίνει δὲ τὸ οἷον πρόϲκειται ἰϲχυρῶϲ.

[*](ΣΔ)

1900 Ἀνακηκεῖ: ἀναπηδᾷ. καὶ Ἀνακηκίει.

[*](Synt.)

1901 Ἀνακηρύττω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

1902 Ἀνάκληϲιϲ: ἡ προϲφώνηϲιϲ. Ἀνάκλιϲιϲ δὲ διὰ τοῦ ι ἡ ἀνάπαυϲιϲ.