Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1683 Ἀμύξειϲ: λυπήϲειϲ, τρώϲειϲ. πλήξειϲ. καὶ παροιμία· [*](Δ Hom.) Μήθ᾿ ἄκανθα ἀμύξῃ τοὺϲ ἀγαθούϲ. καὶ Ἄμυξιϲ· ἀμυχή, [*](Prov.) ϲπάραξιϲ, ξέϲιϲ. Ἀλμύϲϲω γὰρ παρὰ τὸ αἷμα, αἱμύϲϲω, καὶ ἀμύϲϲω.[*](Σ + Δ Ecl.) [*](1676 ἐπί—προδιαθένταϲ ═ Bk. 217, 12 ἀμύναιντο — Κρατῖνοϲ (fr. 171) ═ P vs. 5 ἀμύνειν sq. sch. Thuc. 1,40, 5 1677 ὁ— ἀμύνεϲθαι ═ P, sch. Ar. Eq. 570 ἀλλ᾿ sq. Ar. Vsp. 1267 — 74 1678 — ἀντιδιατιθέντεϲ cf. Aristoph. Bys. ap. Eust. l. 546, 28 οἱ δέ—πολέμουϲ Polyb. fr. 99 ὁρῶϲι sq. Soph. OC 872 — 3 1679 αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud., Bk. 125, 16, Boisson. An. 2, 350, vs. 187 — 8 — δοτικῇ ═ Synt. Laur., Ambr. 1755 cf. An. Ox. 4, 277, 16; καὶ τῷ sq. Ps. 117, 11 cf. Ambr. 1756 1680 cf. Bk. 125, 16 et ad 1679 1681 ═ P, Phryn. fr. 175 1682 ═ P, Ba 80, 18, Σ a, H, Et. M. 88, 17, Et. Gen, sch. N 384 1683 — λυπήϲειϲ ═ Ambr. 1752 cf. sch. A interl. ad A 243 πλήξειϲ cf. sch. D ad A 243 μήδ’—ἀγαθούϲ ═ Diogen. VI 69 ϲπάραξιϲ ═ P, Ba 80, 19, Σ a ἀμύϲϲω— ἀμύϲϲω ═ Et. M. 88, 10, Et. Gen.) [*](1677 cf v. ἠρίθμηϲεν 1678 Z 161. Polyb. cf. 2202, v. ἔμβαινε, v. πέλαϲ 1680 Z 161 1683 Z 161; Paroem. hinc v. μήδ᾿ ἄκανθα) [*](1 ἀμύναϲθαι] ἀμύνεϲθαι G Bk. 3 Πυλαίᾳ Bhd. Mein. Πυλαίοιϲ omnes A(GITFSM) παίδευϲεν] ἐπαίδευϲεν pr. 4 ἀμύναιντο GITF ἀμύναιτο A ἀμύναινο M ἀμὐναιν Bekk. 5 ἀμύνεϲθαι] ἀμύναϲθαι S 8 οὐκ A οὐκ ἐκ rell. 10 Φάρϲαλον GIM ec Πάρϲαλιν AFSM ae 11 ἐκεῖ] ευκεἶ M αὐτόϲ] αὐτοί A 1679 om. TFS mg. ad 1677 A post 1676 GI 18 Ἀμύνω— αἰτιατικῇ om. M τό Gl τῷ A. καὶ τῷ—19 αὐτούϲ post 1680 M 22 τραγικά] τραγικαί A Αἰϲχυληρά] Αἰϲχυρηλά M ϲκληρά Reitz. τά om. T)

150
[*](Anth.+Σ) ἧϲ ἔπι καλὸν ἄμυξε καταρρέθοϲ Ἀφρογένεια. ἀντὶ τοῦ ἐϲπάραξεν, [*](Anth.) ἔξεϲε. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἵϲταϲο καὶ ϲκοπίαζε, μάτην δὲ ϲὸν ἦτορ ἀμύϲϲου.

[*](Prov.)

1684 Ἄμυριϲ μαίνεται: ἐπὶ τοῦ φρενήρουϲ λέγεται ἡ παροιμία. [*](Σ) θεωρὸϲ γὰρ ὑπὸ Συβαριτῶν πεμφθεὶϲ εἰϲ Δελφούϲ περὶ εὐδαιμονίαϲ καὶ τοῦ θεοῦ χρήϲαντοϲ ἀπώλειαν Συβαριτῶν ἔϲεϲθαι τότε, ὅταν ἀνθρώπουϲ θεῶν προτιμήϲωϲι, θεαϲάμενοϲ δοῦλον πρὸϲ ἱερῷ μαϲτιγούμενον καὶ προϲφυγόντα τῷ ἱερῷ καὶ μὴ ἀπολυόμενον, ὕϲτερον δὲ εἰϲ τὸ τοῦ μαϲτιγοῦντοϲ πατρὸϲ μνῆμα καταφυγόντα ἀπολυθῆναι, ϲυνεὶϲ τὸ λόγιον, ἐξαργυριϲάμενοϲ τὰ ἴδια, ἀπῇρεν εἰϲ Πελοπόννηϲον. ὃ οὖν λογιϲμῷ πεποίηκεν Ἄμυριϲ, τοῦτ᾿ εἰϲ μανίαν Συβαρῖται μετέϲτρεψαν. ὁ δὲ τῷ χρόνῳ διὰ τὴν προϲποίητον μανίαν ἐθαυμάϲθη.

[*](Hdt. + Σ)

1685 Ἀμύϲϲειν: ταράϲϲειν, ἑλκοῦν, ξέειν, ϲπαράϲϲειν. ποτὲ μὲν [*](Ε) τοῖϲ ὄνυξιν ἀμύττων τὰϲ παρειάϲ, ὁτὲ δὲ τῷ ῥύγχει τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ ἔκοπτεν. ἐπεὶ δὲ προῆλθε τοῦ οἰκείου τάγματοϲ, κόραξ ἐφιζάνει τῷ δεξιῷ τοῦ ἀνδρὸϲ βραχίονι, ἀντιπρόϲωποϲ τῷ Κελτῷ κατὰ τὸν ἀγῶνα φερόμενοϲ καὶ τοῖϲ τε ὄνυξιν ἀμύττων τὸ πρόϲωπον καὶ ταῖϲ πτέρυξιν ἐπικαλύπτων τοὺϲ ὀφθαλμὺϲ, ἀφύλακτον τῷ Βαλερίῳ τὸν πόλεμον παραδέδωκε, ὁμοῦ τήν τε νίκην καὶ τὴν ἐπωνυμίαν χαριϲάμενοϲ. Κόρβιοϲ γὰρ ἐντεῦθεν ἐκλήθη. λέγεται καὶ Κορβῖνοϲ.

[*](Δ)

1686 Ἀμύϲκαρον: τὸ ἁγνόν.

[*](Σ)

1687 Ἀμυϲτὶ πιεῖν: ἐπίρρημα. λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀπνευϲτὶ καὶ ἄνευ τοῦ ἀναπαύεϲθαι πινόντων, οἱονεὶ μηδὲ μυϲάντων. τοῦ αὐτοῦ ἔχεται καὶ τὸ ἐξαμυϲτίϲαι. λέγεται δὲ καὶ ἀμυϲτίζειν καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ. [*](EV) καὶ ἀμυϲτὶ Φερεκράτηϲ εἶπεν. ὅτι Κόμοδοϲ ὁ βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων ἔπιεν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ καμὼν, κύλικι ῥοπαλωτῇ παρὰ γυναικὸϲ γλυκὺν οἶνον ἐψυγμένον λαβῶν ἀμυϲτί· ἐφ᾿ ᾧ παραχρῆμα πάντεϲ τοῦτο δὴ τὸ ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ εἰωθὸϲ λέγεϲθαι ἐξεβόηϲαν ζήϲειαϲ. τὸ Ζήϲειαϲ ἐπὶ τοῦ τελειώϲειαϲ τὴν ζωήν φαϲιν οἱ γραμματικοί. κινδυνεύει οὖν ὁ τοῦτο [*](Ar.) λέγων ἀντὶ τοῦ εὔχεϲθαι, καταρᾶϲθαι. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ἄμυϲτιν ἐξέλαψα. [*](1683 ἧϲ — Ἀφρογένεια Anth. 7, 218, 11; ἐϲπάραξεν, ἔξεϲε cf. P v. ἀμύϲϲει, Ba 80, 20, Σa. H. Ambr. 1759 ἵϲταϲο sq. Anth. 5, 261, 5 1684 — παροιμία cf. Philol. Suppl. 6, 258 n. 137 θεωρόϲ sq. ═ P, Paus. Att. fr. 201 ex Eust. l. 298, 4 1685 ξέειν ═ gl. Hdt. 3, 76; ξέειν —ϲπαράϲϲειν ═ H of. P v. ἀμύϲϲει ═ Ba 80, 20, ποτε —ἔκοπτεν Dionys. Hal. 15, 1, 2 ἐπεί sq. Io. Antioch. fr. 49. FHG 4. 557 1686 Ambr. 1718 ἀμύϲκρον 1687 — εἶπεν ═ P cf. Ath. 11, 25. 783d; Pherecr fr. 202; ἐπίρρημα cf. Ambr. 1809 ὅτι —ζηϲείαϲ pr. Cass. D. 72, 18, 2 ═ EV 2, 378, 23 — 379, 3 ἄμυϲτιν —p. 151, 2 φιαλώδουϲ Ar. Ach. 1229 c. sch.) [*](1683 Anth. hinc v. κατὰ ῥέθοϲ; ἔξεϲε cf. v. ἐμύξατο 1684 hinc v. Συβαρῖται μαίνονται; cf. v. Θάμυριϲ μαίνεται 1685 lo. Antioch. cf. v. Κελτοί; hinc v. Κορ βῖνοϲ 1680 cf. 1666 et 1689; Z 155 1687 hinc v ἐξαμυϲτίϲαι Z 165. Cass. D cf. v. κύλιξ ῥοπαλωτὴ; hinc v. ζήϲειαϲ) [*](A(GITFSM))[*]( 5 Συβαριτῶν] Σαμαριτῶν A πεμφθείϲ — 6 Συβαριτῶν om. A 10 οὖν] γοῦν SM 11 μετέϲτρεψαν] μετέτρεψαν M Phot. 12 ὁ] ὁμοῦ ὁ M cf. vs. 19 17 τε] μέν A 19 πόλεμον] πολέμιον M ct. v. Κελτοί ὁμοῦ om. M cum lac. cf. vs. 12 20 λέγεται καὶ Κορβῖνοϲ ex mg. A AM 28 τό alt —30 καταρᾶϲθαι om. GT mg. AM post gl. S 30 ἐξέλαψα] ἐξέλαμψα SM.)

151
οἷον ὁμοῦ καὶ ἀθρόωϲ ἔπιον. ἢ παρὰ τὸ ἀπνευϲτὶ ἐκπιεῖν ἢ παρὰ τὸ μὴ μύειν. ἐϲτι δὲ καὶ εἶδοϲ ποτηρίου φιαλώδουϲ. Ἄμυϲτιϲ γὰρ [*](Δ) ἡ ἀπνευϲτὶ πὸϲιϲ.

1688 Ἀμυχή: ἐπιπόλαιον ἕλκοϲ.

1689 Ἀμυχνόν: τὸ μὴ μυϲαρόν, ἀλλ᾿ ἁγνὸν καὶ καθαρόν. οὕτωϲ [*](Σ) Σοφοκλῆϲ. γράφεται δὲ καὶ Ἀλμυχρόν.

1690 Ἀμφάρηϲ: ὄνομα κύριον.

1691 Ἀλμφαϲία: ἀφωνία, ἀλαλία

1692 Ἀμφ᾿ αὐτούϲ. περὶ αὐτούϲ.

1693 Ἀμφεχανε: καταπέπωκε. τούϲ δ᾿ ὁ μέλαϲ ἀμφέχανε θάνατοϲ.

[*](Hom.? Anth.)

1694 Ἄμφηκεϲ: ἀμφοτέρωθεν ἠκονημένον. ἀπὸ τῆϲ ἀμφήκηϲ [*](Σ) εὐθείαϲ. οἷοϲ ἐμοὶ τρέφεται παῖϲ ἀμφήκει γλώττῃ λάμπων. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ar.) Νεφέλαιϲ.

1695 Ἀμφήμερον: τὸν ἀμφημερινὸν πυρετόν. Σοφοκλῆϲ Ποιμέϲι· [*](Σ) κρυμὸν φέρων γνάθοιϲιν ἐξ ἀμφημέρου.

1696 Ἀμφηρεφέϲ: ἀμφοτέρωθεν ἐϲτεγαϲμένον ἢ κατάϲκιον.

[*](Σ)

1697 Ἀμφηρικόν· πέμπει δὲ ϲκαφίδιον ἀμφηρικόν. καὶ Θουκυδίιιδηϲ· ἀκάτιον ἀμφηρικὸν ὡϲ λῃϲταί, ἐκ πολλοῦ τεθεραπευκότεϲ τὴν [*](Ε) ἄνοιξιν τῶν πυλῶν ἐκόμιζον τὸ πλοῖον ἁμάξῃ.

1698 Ἀμφήριϲτον: ἄνιϲον, ἀμφίβολον, ἐπιφιλόνεικον. πολίτηϲ [*](Σ + Δ) ἀμφήριϲτοϲ Εὐρυβάτῃ, τῷ προεμένῳ Κροῖϲον ἐπὶ πονηρίᾳ. καὶ αὖθιϲ ἤτοι τὸ νικᾶν ἢ τὸ μὴ λειφθῆναι, ἀλλ᾿ ἀμφήριϲτον ἀπολιπεῖν τὸ κράτοϲ ἀφαιρεθέντεϲ. ἀμφήριϲτοϲ ἰϲχὺν καὶ μέγεθοϲ, φρονήϲει δὲ καὶ ἀνδρείᾳ λίαν ὑπερφέρων.

1699 Ἀμφί: περί, ἐξ ἐκατέρου μέρουϲ.

1700 Ἀμφιανακτίζειν: τὸ προοιμιάζειν. διὰ τὸ οὕτω προοιμιάζεϲθαι. [*](Ar.) Περίανδροϲ· ἀμφί μοι αὖτιϲ ἄνακτα. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβε ἄναξ Δήλιε. Ἀμφιάνακταϲ ἔλεγον καὶ τοὺϲ διθυραμβοποιούϲ· ϲυνεχῶϲ γὰρ ἐκεῖνοι ταύτῃ ἐχρῶντο τῇ λέξει.

1701 Ἀμφιανακτίζειν: ᾄδειν τὸν Τερπάνδρου νόμον, τὸν καλούμενον [*](Σ) Ὄρθιον, ὃ αὐτῷ προοίμιον ταύτην τὴν ἀρχὴν εἶχεν· ἀμφί μοι [*](1687 ἄμυϲτιϲ sq. ═ Ambr. 1658 cf. P, H 1688 ═ P. Ba 80, 21, Σᵃ, H 1689 cf. P v. ἀμυϲχρόν H; Soph. fr. 909 1690 ═ Ambr. 1572 1691 ἀφωνία ═ sch A interl. et D in P 695, Ap. S. 29, 8, H, Et. M. 88, 39 Et. Gen. 1692 ═ P, Ba 80, 22, Σᵃ. H 1693 — καταπέπωκε cf. sch. Ψ 79 τούϲ sq Anth. 6, 131, 4 1694 — ἠκονήμενον P, Ba 80, 23, Σ a, sch. K 256 Et. M. 88, 50, Et. Gen. cf. Ambr. 1724 ἀπό sq. Ar. Nu. 1158 —60 c sch. 1695 πυρετόν cf. Phryn. p. 43, 31 Soph fr. 466 1696 ═ P, Ba 80. 24, Σ 1697 ἀκάτιον sq. Thuc. 4, 67, 3 1698 ἀμφίβολον P, Ba 80, 25, Σᵃ, Lt. M. 89. 22 cf. Ambr. 1728; ἐπιφιλόνεικον cf. Ambr. 1510 1699 ═ P, Ba 80, 26, Σ 1700 Ar. Nu. 595 c. sch ἀμφί —ἄνακτα Terpandri fr. 2 1701 Ὄρθιον ═ P) [*](1689 cf. 1666 et 1686; Z 155 1698 Z 163 1695 hinc v. ἐφήμεροϲ 1700 Z 163) [*](1 ἄπνευϲτι] ἀνάπνευϲτι A 10 καταπέπωκε] καταπέπτωκε IS 14 Ἀμφήμερον A(GITFSM) φήμερον] Ἀμφήμενον A 16 Ἀμφηρεφέϲ] Ἀλμφιρεφέϲ A 27 Περίανδροϲ] Τέρπανδροϲ sch. 31 δ αὐτῷ] ὅτι αὐτοῦ Wilam. Timoth. 92, 2, οὗ τό Kust.)

152
αὐτὸν ἄνακτ᾿ ἑκατηβόλον ἀοιδέτω φρήν. ἔϲτι δὲ καὶ ἐν Εὐναίᾳ καὶ ἐν Ἀναγύρῳ.

[*](Δ)

1702 Ἀμφιάρεων: Ἀττικῶϲ. Ἀμφιαρεῖον δέ.