Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1663 Ἀμοιβ όν: οὐδετερόν. ἀνταποδοτικήν. πρὶν κακῶν ἔργων [*](Δ) ἀμοιβὸν τιμωρίαν ἐκτίϲαι.

[*](1655 ζῶντα sch. Soph. Ai. 417 1656 l. ═ Ambr. 1674 ξηραϲία ἢ πλημμύρα ═ Ba 80, 13, Σ a, P cf H τὸν ϲπουδαῖον sq. Laert. 7. 123 1657 λαμβάνεται fort. sch. ad Call. fr. 85 K. 234 S. vs. 12 ἀμπρεύειν — ϲχοινίον sch. Ar. Lys. 289; ἄμπρον, ϲχοινίον + ἄμπερον— δεδεμένον ═ Et, M. 86, 31, Et Gen. ἐξαμπρεύϲομεν sq. Ar. Lys. 290 c. sch. 1658 — κεφαλῆϲ ═ P, Ba 80, 11, Σ cf. H, sch. X 469, Ap. S. 25, 5: X 469 1659 ἐφεξῆϲ ═ H, P, Ba 80, 2, Σ 1660 — ὁμοία ═ P, Ba 80, 4, Σ a ὅρκοι sq. Prisc. fr. 1 Niebuhr 1661 — ἀνταπόδοϲιϲ cf. H v. ἀμοιβαί et ad 1565; ἀνταπόδοϲιϲ ═ P, Ba 80, 3, Σ a ἀμοιβὴν sq. Aelian. fr. 354 (p. LXlX) 1662 ἀμοιβηδίϲ sq. ═ Ambr. 1792. sch. 506 1663 l. ═ Ambr. 1661 πρίν sq. Aelian. fr. 218)[*](1657 Z 160 1661 cf. 1565; Aelian. cf. v. ἔρρει 1662 cf. 1566)[*](1 ἀμείψειν v. Ἰβύκειον, ἀμείψιν AS ἀμείψω GITM 4 πλημμύρα] πλυμμύραι A (GITESM) A 6 ἀμπώτειϲ M ἀμπώτιϲ rell. 18 δέ] γάρ GITM ec 23 τοῖϲ A M om. GITF τῶν pr. om. M παραγινομένων] παραγινομένοιϲ M τῆϲ alt. om. FM 28 ὁ—δέ om. FS ἀμοιβηδίϲ] ἀμοιβηδήϲ TM 30 οὐδετερόν ex Gl.)
148
[*](ΣΔ)

1664 Ἀμοιρῆϲαι· γενικῇ. ἀποτυχεῖν. Ἀμοιρῶ γὰρ τὸ οὐ [*](Σ) μετέχω. καὶ Ἄλμοιροι, ἀμέτοχοι ἢ κακόμοιροι. κακὸν κακῶϲ νιν [*](Soph.) ἄμοιρον ἐκτρίψαι βίον. ἀντὶ τοῦ κακόμοιρον ἢ μηδενὸϲ τῶν νενομιϲμένων μετειληφότα, ἀλλ᾿ ἄταφον ἐκβληθῆναι.

[*](Σ)

1665 Ἀμυγδαλῆ: τὸ δένδρον. Ἀμυγδάλη δὲ ὁ καρπόϲ. καὶ [*](Anth.) δειλαὶ δάκνεϲθαι ἀμυγδάλαι.

[*](Σ)

1666 Ἀμυγνόν: τὸ μὴ μυϲαρόν, ἀλλ᾿ ἁγνὸν καὶ καθαρόν. οὕτωϲ Σοφοκλῆϲ.

[*](Δ)

1667 Ἄμυδιϲ: ὁμοῦ.

[*](Σ)

1668 Ἀμυδρά: ἀφανῆ, ϲκοτεινά. καὶ Ἀμυδρῶϲ, ϲκοτεινῶϲ, λεπτῶϲ, ἀϲαφῶϲ.

1669 Ἁλμύειν: τὸ ϲπεύδειν παρὰ Ἀττικοῖϲ καὶ δαϲύνεται.

[*](Σ)

1670 Ἀμύητοϲ: ἄπειροϲ, ἀτέλεϲτοϲ.

1671 Ἀμύκλαι: κόϲμιόν τι, ὅπερ ἐν 0ποϲὶν εἶχεν Ἐμπεδοκλῆϲ. εἶχε γὰρ χρυϲοῦν ϲτέμμα ἐπὶ τῆϲ κεφαλῆϲ καὶ ἀμύκλαϲ ἐν τοῖϲ ποϲὶ χαλκᾶϲ: καὶ ϲτέμματα Δελφικὰ ἐν ταῖϲ χερϲίν· καὶ οὕτωϲ ἐπῄει τὰϲ πόλειϲ, δόξαν περὶ αὑτοῦ καταϲχεῖν ὡϲ περὶ θεοῦ βουλόμενοϲ. ὃϲ ἔρριψεν ἑαυτὸν νύκτωρ εἰϲ τούϲ κρατῆραϲ τοῦ Αἰτναίου πυρόϲ, ὡϲ μὴ φανῆναι αὐτοῦ τὸ ϲῶμα· τοῦ ϲανδαλίου αὐτοῦ ἐκβραϲθέντοϲ. ἐκαλεῖτο δὲ Κωλυϲανεμαϲ, διὰ τὸ πολλοὺϲ ἀνέμουϲ ἐπιθεμένουϲ τῆ Ἀκράγαντι, ἐξελάϲαι αὐτὸν δορὰϲ ὄνων περιθέντα τῇ πόλει.

[*](Δ)

1672 Ἀμυκλαῖοϲ: ἀπὸ τόπου.

[*](Σ)

1673 Ἀμύμων: ἄψογοϲ, ἄμεμπτοϲ.

[*](Δ)

1674 Ἀλμυμώνειοϲ: ἐκ τοῦ Ἀμυμῶνοϲ. καὶ Ἀμυμὠνη, ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1675 Ἄμυνα: καὶ ἐπὶ ἀμοιβῆϲ καὶ ἐπὶ εἰϲπράξεωϲ δίκηϲ.

[*](Σ)

1676 Ἀμύναϲθαι. Θουκυδίδηϲ μὲν ἀντὶ τοῦ ἀμείβεϲθαι, Σιμωνίδηϲ δὲ ἀντὶ τοῦ χάριταϲ ἀποδιδόναι, Σοφοκλῆϲ δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπαλεξῆϲαι. [*](1664 γενικῇ cf. Synt. Laur. ἀποτυχεῖν P, Ba 80, 5, Σᵃ, H ἀμοιρῶ — μετέχω cf. Ambr. 1764 ἄμοιροι — κακόμοιροι P κακόν sq. Soph. OT 248 c. sch 1665 — καρπόϲ ═ P cf. Pamphil. ap. Ath. 2, 52 f; δένδρον ═ H καί sq. Anth. 6, 232, 3 1666 cf ad 1689; Soph fr. 909 1667 ═ Ambr. 1808 sch. I 6. K 300, 524 cf. H, Ap. S. 25, 4 1668 ═ Σ a. P; — ϲκοτεινά Ba 80, 14 cf. H; ἀμυδρῶϲ sq. ct. gl. Dionys. PG 4, 24 1670 ═ P. Ba 80, 16 1672 cf. Ambr. 1637 1673 P, Ba 80, 17, Σᵃ; — ἄψογοϲ ═ Ambr. 1520, sch. A 92 Et. M. 87, 33, Et. Gen. ἄμεμπτοϲ ═ H v. ἄμυμοϲ 1674 Ἀμυμώνειοϲ ═ Ambr. 1624; Ἀμυμώνη sq. ═ Ambr. 1677 1675 Tim. ═ P 1676 ἀπαλεξῆϲαι ═ P; Thuc. 1, 42, 1; Simon. fr. 229; Soph. OC 872) [*](1665 Z 150 1666 cf 1686, 1689 1668 Z 165 1671 Z 150; cf. v. Ἐμπεδοκλῆϲ 2 1672 Z 144 1675 Z 150 1676 Z 160 sq.) [*](A(GITFSM))[*]( 2 ἀμετόχοι] οἱ ἀ. S κακόν] κακὸν γάρ S 4 ἐκβληθῆναι] ἐκβληθέντ GIM 1669 om. FS post 1670 A 19 τοῦ AGIT v. Ἐμπεδοκλῆϲ, τοῦ. δέ FSM 20 ἐπιθεμένουϲ] ἐπιθεμένου GIT 21 αὐτόν] αὐτούϲ FSM ac 27 μέν] δέ S)

149
ἐπὶ τῶν προηδικηκότων τάϲϲουϲιν οἱ ῥήτορεϲ τὸ ἀμύναϲθαι, ὅτε οἱ [*](Rhet.) κακό τι παθόντεϲ ἀντιπράϲϲουϲι τοὺϲ προδιαθένταϲ. καὶ Ἀμύναιντο, [*](Σ) ἀμύναιεν. Κρατῖνοϲ Πυλαίᾳ· αὐτοὺϲ παίδευϲεν, ἔθρεψέ τε δημοϲίοιϲ χρήμαϲιν εἰϲ ἥβην, ἵνα οἵ ποτε λοιγὸν ἀμύναιντο. καὶ Ἀμύνειν παρὰ Θουκυδίδῃ τὸ βοηθεῖν· Ἀμύνεϲθαι δὲ τὸ κολάζειν.

[*](Thuc.)

1677 Ἀμυνίαϲ. ὄνομα κύριον. ἢ ὁ ἕτοιμοϲ ἀμύνεϲθαι. ἀλλ᾿ [*](ΔΣ) Ἀμυνίαϲ ὁ Σέλλου μᾶλλον, οὐκ τῶν κρωβύλων. Ἀλριϲτοφάνηϲ. οὗτοϲ, [*](Ar.) ὃν ἐγώ ποτ᾿ εἶδον ἀντὶ μήλου καὶ ῥοιᾶϲ δειπνοῦντα μετὰ Λεωγόρου. πεινῇ γάρ, ἤπερ Ἀντιφῶν. ἀλλὰ πρεϲβεύων γὰρ ἐϲ Φάρϲαλον ᾤχετ᾿· ἐκεῖ μόνοϲ μόνοιϲ τοῖϲ πενέϲταιϲι ξυνὼν τοῖϲ Θετταλοῖϲ, αὐτὸϲ πενέϲτηϲ ὤν ἐλάττων οὐδενόϲ.

1678 Ἀμυνόμενοι: τοὺ κακόν τι πράξανταϲ ἀντιδιατιθέντεϲ. [*](Hom.) οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ἔθοϲ εἶχον μὴ ἄρχοντεϲ φαίνεϲθαι χειρῶν ἀδίκων, ἀλλ᾿ [*](Σ) ἀεὶ δοκεῖν ἀμυνόμενοι κατ᾿ ἀνάγκην ἐμβαίνειν εἰϲ τοὺϲ πολέμουϲ. καὶ αὐθιϲ· ὁρῶϲι κἀμέ καὶ ϲέ· καὶ φρονοῦϲ᾿, ὅτι ἔργοιϲ πεπονθώϲ [*](soph.) ῥήμαϲιν ἀμύνομαι.

1679 Ἀμύνω τὸ βοηθῶ δοτικῇ, ἀμύνω δὲ τὸ τιμωρῶ αἰτιατικῇ. καὶ τῷ ὀνόματι [*](Synt.) Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούϲ.

1680 Ἀμύνω ϲοι: βοηθῶ ϲοι. Ἀμύνομαι ϲε δέ, ἀντὶ τοῦ τιμωρῶ [*](Δ) ϲε.

1681 Ἀμύντηϲ καὶ Ἀλκήϲτηϲ, τραγικὰ καὶ Αἰϲχυληρὰ τὰ ὀνόματα.

[*](Σ)

1682 Ἀμύντωρ: βοηθόϲ.