Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1643 Ἀμωρίηϲ· Πιϲαίου νόθοϲ υἱόϲ.
1644 Ἀμώριον, πόλιϲ, καὶ Ἀμωραῖοϲ· Ἀμορραῖοϲ δέ.
1645 Ἀμωϲγέπωϲ: ὁπωϲδήποτε, ἐν γέ τινι, καθ᾿ ὁντιναοῦν τρόπον.
1646 Ἀμπαλίνωροϲ: ἀναϲτρέφων τὴν αὐτὴν ὁδόν. Φιλέταιροϲ Μελεάγρῳ· οὐ πρὸϲ γυναικὸϲ ὁ κόροϲ· οἴκαδ᾿, κόρη, ἄπιθι ἀμπαλίνωροϲ.
1647 Ἀμπαύϲαϲ: ἀναπαύϲαϲ. ὁ δὲ ἀμπαύϲαϲ αὐτοὺϲ ὅϲον τὴν [*](Ε) πρώτην φυλακὴν τῆϲ νυκτὸϲ προελθεῖν.
1648 Ἀμπελεών: ἡ ἀμπελόφυτοϲ γῆ. λιτόϲ θ᾿ ὁ ϲχεδὸν ἀμπελεών.
1649 Ἀμπελών: ἡ οἰνόφυτοϲ γῆ.
1650 Ἄμ πελοϲ ζήτει ἐν τῷ αἶγα· ἐχθρὸν γὰρ εἶναι δοκεῖ τουτὶ τὸ ζῷον τῇ ἀμπέλῳ.
1651 Ἀμπέλειοϲ βότρυϲ· Ἀμπέλιοϲ δὲ ὄνομα κύριον· κοὶ θηλυκὸν Ἀμπελόεϲϲα γῆ. Ἀμπελόφυτοϲ καὶ Ἀμπελουργεῖον.
1652 Ἀμπεχόμενοϲ· δοτικῇ. περιβαλλόμενοϲ. καὶ Ἀμπέχῃ, [*](Ar.) ἀντὶ τοῦ περιβέβληϲαι. ὦ κακόδαιμον, εἶτα λευκὸν ἀμπέχῃ, ἐπεί, φηϲί, τοὺϲ βόαϲ ἀπώλεϲαϲ καὶ λευχειμονεῖϲ.
1653 Ἀμπεχόνη: ἀμφίον, ἱμάτιον. καὶ Ἀμπεχόνιον, λεπτὸν [*](Δ) ἱμάτιον, παλλίον. καὶ Ἀλμπίϲχω, ἐνδύω.
1654 Ἀμπλάκημα: ἁμάρτημα. καὶ Ἀμπλακίαιϲ, ὰμαρτίαιϲ. [*](Phil.) ὅτι ἀρέϲκει τοῖϲ Στωϊκοῖϲ ἶϲα ἡγεῖϲθαι τὰ ἁμαρτήματα. εἰ γὰρ ἀληθὲϲ ἀληθοῦϲ μᾶλλον οὐκ ἔϲτιν, οὐδὲ ψευδὲϲ ψευδοῦϲ· οὕτωϲ οὐδὲ ἀπάτη ἀπάτηϲ, οὐδὲ ἁμάρτημα ἁμαρτήματοϲ. καὶ γὰρ ὁ ρ΄ ϲταδίουϲ ἀπέχων Κανώβου καὶ ὁ ἕνα ἐπίϲηϲ οὐκ εἰϲὶν ἐν Κανώβῳ· οὕτω καὶ πλέον καὶ ἔλαττον ἁμάρτημα ἐπίϲηϲ οὐκ εἰϲὶν ἐν τῷ κατορθοῦν. οἱ δέ φαϲιν, ὧν καὶ Ἡρακλείδηϲ ὁ Ταρϲεύϲ, ἄνιϲα εἶναι τὰ ἁμαρτήματα. καὶ [*](Δ) Ἀμπλακών, ἁμαρτήϲαϲ. ἀλλὰ τὸ Ἰβύκου ἔποϲ αὐτὸν ἐπῄει· μήτι [*](1643 Harp 1644 cf. Et M 86,4; — πόλιϲ cf. Ambr. 1741 ; Ἀμορραῖοϲ cf. Ambr 1635, 1644 1645 Ba 82, 5, Σ a, P, Et. Gen. (cf. Et. M. 95,19), sch. P1 Phaedr. 228 c cf. H, Ambr. 1784, Marp. 1646 P; Philetaer. fr. 11 (2, 233 K.) 1648 λιτόϲ sq. Anth 6, 226, 2 1651 βότρυϲ ═ Ambr. 1622; Ἀμπέλιοϲ —κύριον ═ Ambr. 1556: ἀμπελόεϲϲα cf. Ambr. 1656; ἀμπελουργεῖον cf Ambr. 1735 1652 δοτικῇ ═ An. Ox. 4, 277, 14 περιβαλλόμενοϲ P, Ba 80, 7, Σ ᵃ. H ῶ sq. Ar. Ach. 1024 c. sch. 1653 παλλίον ═ Σᵃ, Ba 80, 8, P cf. Et. Gen (Reitz. Gesch. p. 39 sq.) H, Ambr. 1657 ἀμπίϲχω cf. Ambr. 1747 ═ Zon. 159 1654 — ἁμάρτημα Ambr. 1725, Et. M. 86, 25, Et. Gen cf. H ἀμπλακίαι, ἀμαρτίαιϲ P, Ba 80, 10 ὅτι— vs. 28 ἁμαρτήματα Laert. 7, 120 — 21 ἀμπλο κών, ἁμαρτἡϲαϲ cf. H ἀλλὰ τὸ sq Dam. fr 150) [*](1642 Z 146 1644 hinc 1628 1646 Z 146 1647 Ζ 159 1648 hinc v. λίτοι Z 146 1651 Z 146 1654 Laert hinc 2479 fin.; ct v. Κάνωπο. Dam. hinc v. Ἰβύκειον ῥηϲείδιον cf. v. μήτι 1) [*](A(GITSM))[*]( 3 πόλιϲ post Ἀμωραῖοϲ A SM Ἀμωραῖοϲ] Ἀμῶροϲ M Ἀμορραῖοϲ] καὶ Ἀμοραῖοϲ S 5 Ἀμπαλίνωροϲ] Ἀμπαλίνοροϲ Tec M 1649 ex IT 1650 ex mg. Im 13 τουτί M τι I 1651 non nov. gl. AM 16 θηλυκόν] θηλυκῶϲ GIT 18 ἀμπέχῃ pr.] ἀμπέχειν A)
1655 Ἀμπνοὰϲ ἔχοντα: ζῶντα ἀναπνέοντα.
[*](Soph.)1656 Ἄμπωτιϲ: λῆξιϲ. ἢ ξηραϲία ἢ πλημμύρα. ὅτι τὸν ϲπουδαῖον [*](ΔΣ) οὐ δεῖ θαυμάζειν τῶν δοκούντων τι παραδόξων, οἷον Χαρώνεια [*](Phil.) καὶ ἀμπώτειϲ καὶ πηγὰϲ θερμῶν ὑδάτων καὶ πυρὸϲ ἀναφυϲήματα. ἀλλὰ μὴν οὐδ᾿ ἐν ἐρημίᾳ βιώϲεται ὁ ϲπουδαῖοϲ, κοινωνικὸϲ ὢν φύϲει καὶ πρακτικόϲ.
1657 Ἀμπρεύοντεϲ παρακομίζοντεϲ. ἄμπρον γὰρ ϲχοῖνόϲ τιϲ, [*](call.) μεθ᾿ οὐ εἰώθαϲιν ἕλκειν ἤτοι παρακομίζειν μεγάλα φορτία. ἀμπρεύειν δὲ κυρίωϲ τὸ μετὰ ἁμάξηϲ πορεύεϲθαι, καταχρηϲτικῶϲ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν νωτοφόρων ζῴων λαμβάνεται. ἢ Ἀμπρεύειν, τὸ τῷ ἕλκοντι ζεύγει [*](Ar. + Ecl.) βοηθεῖν. καὶ Ἄμπρον, ϲχοινίον, ὅπερ διὰ τῶν ζυγῶν διατείνουϲι καὶ φορτία ἐφ᾿ ἁμάξηϲ κομίζουϲιν, ὥϲτε ὁμοτόνωϲ ἀπὸ τῶν ζυγῶν ἕλκεϲθαι· ἄμπερόν τι ὄν, τὸ διαπερῶν τὸν ζυγὸν δεδεμένον. καὶ Ἐξαμπρεύϲομεν [*](Ar.) ἄνευ κανθηλίου· ἀντὶ τοῦ ἕλξομεν τὸ ξύλον ἄνευ ὄνου.
1658 Ἄμπυκαϲ: χαλινούϲ· Ἄμπυξ δὲ δεϲμὸϲ τριχῶν ἢ κόϲμοϲ [*](Σ) κεφαλῆϲ. οὕτωϲ Ὅμηροϲ.
1659 Ἀμοιβαδόν: ἐξ ἀμοιβῆϲ. ἐφεξῆϲ.
1660 Ἀμοιβαία ἔκτιϲιϲ: ἀνταπόδοϲιϲ· ἢ ἐκ διαδοχῆϲ ὁμοία. [*](Σ) ὄρκοι δὲ ἐπὶ τῇ ἀμοιβαίᾳ ϲφῶν ἐδίδοντο πίϲτει, οὐ μόνον αὐτοῖϲ, ἀλλὰ [*](E) καὶ τοῖϲ τῶν παραγινομένων ἐκ τῶν βαϲιλείων τῆϲ Ῥωμαίων τῆϲ διαλλαγῆϲ ἕνεκα τῶν ἀνδρῶν. Πρίϲκοϲ φηϲίν.
1661 Ἀμοίβ η: ἀντέκτιϲιϲ. ἀνταπόδοϲιϲ. ἀμοιβὴν τοῦ θεσειδεϲτάτου [*](ΔΣ) τρόπου θαυμαϲτὴν ἐφέρετο. ἔρρει γάρ οἱ κατὰ πρύμναν τὰ [*](E) ἐκ τῆϲ τύχηϲ καὶ πᾶϲιν οἷϲ ἐπέθετο, τούτων ἥμαρτεν οὐδενόϲ.
1662 Ἀμοιβηδήϲ: ὁ ἀντικαταλλάϲϲων. Ἀμοιβηδὶϲ δὲ κατὰ ἐναλλαγήν.
[*](Δ)