Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1363 Ἀλοφάζω: ϲκιρτῶ, παροινῶ.

[*](Δ)

1364 Ἀλλόφωνοϲ.

[*](Δ)

1365 Ἀλλόφυλοϲ. ὁ ἀπὸ ἄλληϲ φυλῆϲ, ὁ ἀλλογενήϲ.

[*](Δ)

1366 Ἀλόχευτοϲ: ἀγέννητοϲ. ἐξ ἀϲπόρου, ἐξ ἀλοχεύτου προελθὼν καὶ λογχευθεὶϲ τὴν πλευράν.

1367 Ἄλοχοϲ. γαμετή. Εὐριπίδου ἐξ Ἀνδρομέδαϲ· ἀγοῦ με, ὦ [*](Δ) ξένε, εἴ τε δμωΐδ᾿ ἐθέλειϲ εἴτ᾿ ἄλοχον.

1368 Ἅλω: ἡ εὐθεῖα ἡ ἅλω. τὸ γὰρ ἅλωϲ πταῖϲμα νεωτερικόν.

[*](Δ)

1369 Ἅλω: ἀντὶ τοῦ ἅλεϲ. Φιλύλλιοϲ.

[*](Σ)

1370 Ἁλῶ: πιεϲθῇ, καταγνωϲθῇ.

[*](Σ)

1371 Ἁλῶ· κατὰ περιποίηϲιν γενικῇ· ἐάν δὲ τιϲ ἐπαχθῇ τῶν γονέων κακώϲεωϲ [*](Synt.) ἡλωκώϲ. καὶ ἐὰν δέ τιϲ ἁλῶ παρανόμων ἢ κλοπῆϲ.

1372 Ἁλῶά: ἑορτή ἐϲτιν Ἀττική. Φιλόχοροϲ δέ φηϲιν ὀνομαϲθῆναι [*](Harp.) ἀπὸ τοῦ τότε τοὺϲ ἀνθρώπουϲ τὰϲ διατριβὰϲ περὶ τὰϲ ἅλωϲ ποιεῖϲθαι.

[*](1356 Ar. Pl. 972 c sch. 1357 θαλαϲϲοπόρφυρα = Ba 70, 26, P ct H, Et M. 70, 25 αἱ sq Anth. 6, 292, 1 1358 P, Ba 71, 24 ; Antiphan. fr. 310 cf. Ar. fr. 741 1359 Ἀριϲτοφάνηϲ sch. Ar. Eq. 967 ἁλουργήϲ —ἁλουργεῖ ═ Ambr. 1287 1360 Harp. ═ P, Ba 71, 1 Isaeus fr. 38 1361 Ar. Lys. 279 c. scb. 1862 Ar. Av. 1121 c. sch. 1363 ═ Ambr. 1457 1864 cf Ambr. 1159 1366 ἀγέννητοϲ cf. H 1367 — γαμετὴ Ambr. 1306 cf. H, sch. α 36 Εὐριπίδου (fr. 132) sq. Laert. 4, 29 1369 ═ P, Ba 72, 18; Philyll. fr. 28 (1, 788 K.) 1370 ═ P, Ba 72. 17 cf H 1371 ═ Bk 123, 11; ἐάν— ἡλωκώϲ Dem. 24, 105 ἐάν— κλοπῆϲ cf. Dem. 24, 103 1372 Harp. ═Ba 72, 26, P; Philoch. fr. 161)[*](1357 Anth. cf. v. Λακωνικαί et v. μίτρα 1259 cf. v. ἐϲθὴϲ ἁλουργήϲ 1359— 60 Z 128 1861 ct. 2920 1362 cf 1449 1363 Z 137 1366 cf. Z 128)[*](ι΄ om. SM 4 ἐγίνοντο] ἐγένοντο S 5 οἱ A sch. om. rell. ἄλλοι A (GITSM) TM sch ἄλλαι AIS 7 αἱ μίτραι om. SM 9 Ἁλουργιαῖον] Ἁλουργοῖον Phot. Ἁλουργίδιον Bhd. Reitz. 10 ῥόδον] δῶρον GIT 12 ἀλουργήϲ] ἀλουργίϲ M. ἐϲθῆτα ἁλουργῆ om. S 20 ἀγέννητοϲ] ὁ γέννητοϲ M 24 ἡ pr. ex GIT 1371 om. G TS mg. AlM 30 τάϲ alt.] τοῦ A.)
124
[*](Hom.)

1373 Ἁλωάϲ: ἁλωνίαϲ, τοὺϲ τόπουϲ ἔνθα ὁ ϲῖτοϲ ἁλοᾶται. ἔϲτι δὲ καὶ ἡ δενδροφόροϲ γῆ. ἀπὸ τοῦ ἀλοιῶ ἐϲτὶν ἁλῳὴ ϲὺν τῷ ι. ἔθων Οἰνῆοϲ ἁλῳήν. τὸ δὲ ἁλωὰϲ ἀπὸ τοῦ ἅλωϲ, ἄνευ τοῦ ι. [*](Δ) λέγεται δὲ Ἅλωνοϲ καὶ ἅλωνι ἡ δοτική. αὐτοῦ ϲοι παρ᾿ ἅλωνι [*](Anth.) δυηπαθὲϲ ἐργάτα μύρμηξ ἠρίον ἐκ βώλου διψάδοϲ ἐκτιϲάμην.

[*](Σ)

1374 Ἀλώβητον: ἄμωμον, ἀβλαβέϲ.

[*](Σ)

1375 Ἁλωαί: ἁλωνίαι ἢ παράδειϲοι.

[*](Δ + Hom.)

1376 Ἁλῷεν: ληφθεῖεν, πορθηθεῖεν.

[*](Δ)

Suid. 1377 Ἀλωεύϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

suid. 1378 Ἁλωή: ϲιτοφόροϲ χώρα· Ἀλόη δέ. τὸ μυρεψικόν.

[*](Σ)

1379 Ἀλώμενοϲ. πλανώμενοϲ. οἱ δὲ Γήπαιδεϲ ϲποράδην ἀλώμένοι [*](E) προϲεχώρουν αὐτῷ κατ᾿ ὀλίγουϲ καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ θεοϲύληϲ λιπὼν τὴν πατρίδα καὶ ἀλώμενοϲ ἐτέλει. καὶ αὖθιϲ· ἀλώμενοϲ δ᾿ ἐγὼ μετὰ τὴν ἔφοδον τῶν βαρβάρων ἦλθον εἰϲ Φαράν.

1380 Ἅλωμαι. τὸ πηδῶ.

[*](Prov.)

1381 Ἁλῶν δὲ φόρτοϲ ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ᾿ ἔβη: ἐπὶ τῶν καθ᾿ ἑαυτοὺϲ χρωμένων τοῖϲ οὖϲι καὶ μηδενὶ μεταδιδόντων.

[*](Σ)

1382 Ἁλῶναι: ληφθῆναι, ϲυνδεθῆναι. καὶ ἐπιορκίαϲ ἁλῶναι μάλιϲτα φυλαττόμενοϲ.